Γύρω από μια φράση του Σεφέρη, π. Η Συνέχεια 7 (Σεπτέμβριος 1973) 326-329.Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
     Τώρα είναι σκορπισμένος σ’ εκατό πολιτείες
     κι ολότελα παραδομένος σε ανοίκειες στοργές,
     να βρει την ευτυχία του σε δάσος άλλου είδους
     και να τιμωρηθεί με ξένο κώδικα συνείδησης.
     Τα λόγια ενός νεκρού
     αλλοιώνονται μες στ’ άντερα των ζωντανών.
    
     W. Η. AUDEN
     («Εις μνήμην W. Β. Yeats»)
 
 
Τι σημαίνει η φράση του Σεφέρη: «Φτάσαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας»; Η συζήτηση των φίλων Αλέκου Αργυρίου και Μίμη Σουλιώτη,1 νομίζω πως μας δείχνει τουλάχιστον δύο πράγματα: Πρώτον, ότι στην εμφανώς όχι απλήν αυτή φράση συνυπάρχουν περισσότερες από μια σημασίες, οι οποίες εξαίρονται είτε αποκλείονται ανάλογα στον άνθρωπο που την μεταχειρίζεται (γράφοντας, παραθέτοντας ή και μόνον διαβάζοντάς την) και στο πότε και στο πού την μεταχειρίζεται. Δεύτερον, ότι είναι επικίνδυνο να ερμηνεύει κανείς μονοσήμαντα την φράση ενός πολύτροπου ποιητή, και μάλιστα έξω από τα λεκτικά και ιστορικά συμφραζόμενά της.
     Στο προκείμενο, ποια είναι αυτά τα συμφραζόμενα; Για να μη μακρυλογώ: όσο μεν αφορά τα ιστορικοπολιτικά, παραπέμπω τον αναγνώστη στο Χειρόγραφο Σεπτ. ’41 του Σεφέρη και στην συνεργασία του Στρατή Τσίρκα στον τόμο Για τον Σεφέρη, καθώς και στην απάντηση του κ. Αργυρίου. Αφ’ ετέρου, δεν θα εξετάσω διόλου το πότε και πού χρησιμοποιήσαμε την φράση αυτήν ο κ. Αργυρίου και εγώ,2 και θα προσπαθήσω να εντοπιστώ σχολαστικά στα συμφραζόμενα του Σεφέρη.
     Α. Στην πλατύτερην έννοια των «συμφραζομένων» περιλαμβάνω και τα βιβλιογραφικά δεδομένα. Όπως σωστά δηλώνει στην αρχή του άρθρου του και της απάντησής του ο κ. Αργυρίου, η φράση πρωτοεμφανίζεται (ας πούμε: «δημόσια») το καλοκαίρι 1944, απομονωμένη από τα λεκτικά της συμφραζόμενα (με την παραπομπή: «Γ. Σ. 1941 – Πρόλογος σ’ ένα ατέλειωτο βιβλίο»), ως επιγραφή ή «μότο» (όχι «προμετωπίδα», που σημαίνει εικόνα αντίκρυ στην σελίδα του τίτλου) της ιδιωτικής (δηλ. «εκτός εμπορίου») έκδοσης του ιδιόχειρα καλλιγραφημένου και ιστορισμένου χειρογράφου του Ημερολογίου Καταστρώματος β´, που φωτολιθογραφήθηκε (άλλο «φωτολιθογραφία», δηλ. «όφσετ» – άλλο «φωτοτυπία») σε 75 αντίτυπα στην Αλεξάνδρεια.
     Γιατί η συλλογή αυτή δεν έλαβαν αμέσως τυπογραφική δημοσιότητα ή έστω δεν φωτολιθογραφήθηκε σε περισσότερα αντίτυπα προορισμένα για τα βιβλιοπωλεία; Δεν ξέρω. Πιθανόν και για λόγους αυτολογοκρισίας – πράγμα που δεν σημαίνει αναγκαστικά φόβο επίσημων κυρώσεων· μπορεί κάλλιστα να οφείλεται και σε περίσκεψη είτε σε αιδώ μπροστά σε δημόσιες αντικειμενικές συνθήκες («Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα», λέει στον εαυτό του ο ποιητής Φερνάζης του Καβάφη). Κάτι ανάλογο είχεν ήδη κάνει ο Σεφέρης το 1940: μόνο τα επτά εκτός εμπορίου αντίτυπα (όχι τα λοιπά 310) του Ημερολογίου Καταστρώματος α´ περιείχαν, όχι τυπωμένο αλλά αυτόγραφο, το «Η τελευταία μέρα», που η αυτολογοκρισία του ποιητή –τότε προϊστάμενου της Διευθύνσεως Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών– δεν του επέτρεψε να το δημοσιέψει παρά πέντε χρόνια αργότερα, ως παράρτημα της δεύτερης (πρώτης τυπογραφικής) έκδοσης του Ημερολόγιου Καταστρώματος β´.3
     Γιατί τούτη η αθηναϊκή τυπογραφική έκδοση πραγματοποιήθηκε μόλις τον Δεκέμβριο 1945; Πάλι δεν ξέρω. Ίσως γιατί ο ποιητής δεν είχε αρκετά χρήματα, ίσως γιατί δεν έβρισκε εκδότη του γούστου του, ίσως γιατί δεν ευκαιρούσε, ίσως γιατί δεν είχε κέφια, ίσως βασικά (δεν λέω: αποκλειστικά) γιατί ένιωθε πως τα ποιήματά του θα έπεφταν στο μεταπελευθερωτικό κενό της αποκαρδίωσης και της μισαλλοδοξίας.
     Γιατί, ωστόσο, έκανε εκείνη την φωτολιθογραφική ιδιωτικήν έκδoση; Δεν φοβάμαι να ξαναπώ: Δεν ξέρω. Απίθανην όμως θεωρώ την αιτία που υπαινίσσεται ο κ. Αργυρίου: «Πάντως, μια κανονική έκδοση ήταν υποχρεωτικό να περάσει από την αγγλική και ελληνική λογοκρισία». Δεν ξέρω πώς λειτουργούσε η πολεμική λογοκρισία στα 1944 στην Αίγυπτο· μπορεί και να μην έλεγχε τις λογοτεχνικές εκδόσεις μα αν τις έλεγχε, θα ήταν παράλογο να μην ελέγχει πρώτα-πρώτα τις ιδιωτικές εκδόσεις. Αφ’ ετέρου, μην ξεχνάμε πως ο Σεφέρης ήταν τότε πια Διευθυντής Τύπου και Πληροφοριών της αυτοεξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης στην Αίγυπτο, και ότι η πρώτη έκδοση των Δοκιμών (με πεζά κείμενα ασυγκρίτως σαφέστερα από τα ποιήματα του Ημερολογίου Καταστρώματος β´) είχε τυπωθεί και κυκλοφορήσει κανονικότατα στο Κάιρο τον Φεβρουάριο 1944.
     Ας θυμηθούμε επίσης πως τούτη δεν ήταν η πρώτη ιδιωτική έκδοση ποιημάτων του Σεφέρη: δεν εννοώ απλώς ότι, έως το 1945 (όταν άρχισε να εκδίδεται στον «Ίκαρο»), όλα του τα βιβλία έβγαιναν με δικά του έξοδα και με δική του τυπογραφικήν επιμέλεια αλλά και ότι ήδη στα 1932 (για λόγους εμφανέστατα εξωπολιτικούς) είχεν εκδώσει την Στέρνα σε 50 αντίτυπα εκτός εμπορίου και ότι το ποίημα αυτό ουσιαστικά πρωτοδημοσιεύτηκε μόλις το 1935 στα Νέα Γράμματα. Ακόμη, υπενθυμίζω ότι τον Μάρτιο 1944 ο Σεφέρης είχε γράψει με το χέρι του τον ανυπόγραφο πρόλογο της φωτολιθογραφικής έκδοσης (εντός εμπορίου) των «παράνομων» Ακριτικών του Σικελιανού:4 έτσι, φαντάζομαι, ανακάλυψε τις τεχνικές και αισθητικές δυνατότητες της «κατάργησης της τυπογραφίας».
     Μη γελιόμαστε: όπως ο Σικελιανός ή όπως ο Καβάφης, και πιθανόν σε μεγαλύτερο βαθμόν από τους δυο τους, ο Σεφέρης ήταν, με τον τρόπο του (τρόπο ανατολίτικο, με γαλλικές και εγγλέζικες προεκτάσεις), ένας μερακλής. Δεν εννοώ, βέβαια, «ντιλετάντης» (όπως βιαστικά αποφαίνεται ο κ. Αργυρίου για τον Καβάφη, προφανώς εννοώντας «αισθητής»5 και όχι «ερασιτέχνης» –  όπως ερμηνεύουν την λέξη όλα τα λεξικά που συμβουλεύτηκα). Και το μεράκι του (άλλο πράγμα ο καημός του) διαφαίνεται σε όλα του σχεδόν τα βιβλία, πριν καλά-καλά τα διαβάσεις, αλλά ιδιαίτατα στην φωτολιθογραφημένην έκδοση του καλλιγραφημένου και εικονογραφημένου από τον ίδιον Ημερολογίου Καταστρώματος β´,:6 πόσο πιο θερμό και όμορφο είναι από την τυπογραφικήν έκδοσή του, ακόμα και από τα 33 αντίτυπά της που έχουν προμετωπίδα μιαν ακουαρέλα του Τσαρούχη! Μόνο σε αυτή την προοπτική, άλλωστε, ολοκληρώνεται το νόημα της (κατά τα αλλά σολωμογενούς) επιγραφής που συνοδεύει την αφιέρωση της συλλογής (επιγραφή την οποίαν επίσης μονοσήμαντα ή μάλλον μερικά ερμηνεύει ο κ. Αργυρίου): «Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι».7
     Είτε μας αρέσει είτε όχι, η φωτολιθογραφική έκδοση του Ημερολογίου Καταστρώματος β´, παραμένει, τουλάχιστον ως τον Δεκέμβριο 1945, μια πράξη ιδιωτικού κεφιού, υπόθεση «κλειστή» ανάμεσα στον ποιητή και το πoλύ 74 φίλους και γνωστούς του8 – ασύγκριτα πιο περιορισμένη από την ιδιωτική κυκλοφορία των μονόφυλλων του Καβάφη (όχι, δεν «σκόρπιζε χειρόγραφα τα ποιήματά του» όπως «κάνουν όλοι οι νέοι ποιητές»!), ο οποίος, κατά κανόνα, αμέσως αναδημοσίευε σε περιοδικά τα φρεσκοτυπωμένα ποιήματά του.
     Ύστερα από όλα τα παραπάνω (όχι και παραπανίσια, φευ), νομίζω πως είναι αναμφισβήτητο πως η φράση του Σεφέρη, ως επιγραφή της φωτολιθογραφικής έκδοσης του Ημερολογίου Καταστρώματος β´, δεν είναι δυνατόν να σχετίζεται μόνο με τα ιστορικοπολιτικά συμφραζόμενα της συλλογής, αλλά και με την τεχνική τούτης της έκδοσης: αυτή η αμφισημία είναι που αναδίνει το «πικρό χιούμορ» που ο κ. Αργυρίου σωστά το μυρίστηκε εξαρχής και μετά το επιβεβαίωσε αναλύοντας λαμπρά την εσωτερική λεκτική δομή της. Διαφορετικά, δεν εξηγείται γιατί ο Σεφέρης αφαίρεσε τούτη την επιγραφή (αλλά όχι και εκείνην της αφιέρωσης) από την κανονική τυπογραφική έκδοση.9 Εκτός πια αν δεχτούμε πως ο τότε Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Αντιβασιλέα-αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού είχε την αφέλεια να πιστέψει ότι στα τέλη του 1945 είχαμε ξεπεράσει «τα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας» (με την αποκλειστικά πολιτικήν έννοια που παραδέχεται για την φράση επιγραφή ο κ. Αργυρίου)...
     Β. Αλλά η φράση αυτή δεν είναι μόνον επιγραφή της φωτολιθογραφικής έκδοσης του Ημερολογίου Καταστρώματος β´: πριν και μετά το 1944 είχε και λεκτικά συμφραζόμενα, τα οποία μας είναι (στην τελική μορφή τους) γνωστά από το 1962, δηλ. από την δεύτερη έκδοση των Δοκιμών (σ. 337) – συμφραζόμενα, μάλιστα (τι σύμπτωση!), καβαφικά. Και στο σημείον αυτό, δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου βλέποντας έναν δόκιμο κριτικό και έναν πρόσφατο νεοελληνιστή να αρκούνται σε μιαν «επιτροχάδην» παραπομπή σε δικά μου καβαφικά συμφραζόμενα.
     Οπωσδήποτε, επειδή η έκδοση εκείνη των Δοκιμών είναι από καιρό δυσεύρετη και η τρίτη έκδοση ακόμη ταλαιπωρείται στα τυπογραφεία, δεν θεωρώ περιττό να παραθέσω ολόκληρη την σχετική περικοπή από το «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό». Προσθέτω πως τούτη η περικοπή, ενώ φαίνεται γραμμένη στην Νότιο Αφρική το 1941 (όπου, καθώς θα ιδούμε στο Γ, πράγματι γράφηκε η πρώτη μορφή της), πιθανότατα ξαναγράφηκε στην Ελλάδα ή στην Τουρκία μεταξύ 1946 και 1950:
 
     Είμαι ολωσδιόλου μόνος. Τα γράμματα από γνώριμους τόπους κάνουνε μήνες για να σώσουν, αν έχουνε την τύχη, ως εμάς· έχω μόνο τρία βιβλία μαζί μου· το ένα ο Αισχύλος· είμαι στο περιθώριο του τόπου μου· στο περιθώριο του πολέμου. Τη νύχτα, κοιτάζω στον ουρανό να τοποθετήσω καινούργια ονόματα σε άγνωστα άστρα: Νότιος Σταυρός, Κάνωπος, Αχερνάρ... Δε θα το πίστευα πως θα μου τύχαινε να νοσταλγήσω κάποτε την Άρκτο όπως νοσταλγείς ένα πεύκο· λέω πως είμαι και στο περιθώριο τ’ ουρανού. Οι πολιτείες είναι χτεσινές εδώ: τούτη στην ηλικία του Παλαμά, εκείνη νεότερη από τον Σικελιανό. Οι τρόποι είναι άλλοι· πάνω από την παμπάλαιη ζωή των νέγρων –όλο μάγια, στολίδια, και χτυπήματα τυμπάνων–, ήρθε και κάθισε η καινούργια ζωή των αποίκων, των ανθρώπων του χρυσαφιού και του διαμαντιού, χωρίς μνήμη, σαν την αίθουσα χειρουργείου. Κάποτε ένας ταξιδιώτης περνά και λέει ανεξακρίβωτες ιστορίες για την Ελλάδα· τις ακούμε με απληστία· τις λέμε και τις ξαναλέμε μόνοι μας, ώρες και νύχτες, διυλίζοντας την πίκρα μας. Ένας άλλος, τις προάλλες, έφερε και μου δάνεισε τον τόμο του Καβάφη. Μου φαίνεται πως δεν ήξερε καλά-καλά τι πράγμα κουβαλούσε μέσα στο τραγικό «μέγα πανελλήνιον»· μια έκθετη ύπαρξη σαν τον Έμη (οδ´). Έτσι, όπως αντίγραψα, μαζί με τη γυναίκα μου, τις Ωδές του Κάλβου, βάλθηκα ν’ αντιγράψω, πάει κανένας μήνας, τα ποιήματα του Καβάφη, σημειώνοντας τις σκέψεις μου γι’ αυτά μετά την κάθε αντιγραφή. Μια προσπάθεια να κρατήσεις ζωντανό το θεό, συλλογίζομαι, μέσα σε τούτη την ασέλγεια της σφαγής· μια προσπάθεια ίσως δωρεάν· έστω. Λέω πως είμαι ένας αντιγραφέας του Μεσαίωνα· πως φτάξαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας. Συλλογίζομαι την Αλεξάνδρεια· προσπαθώ να κρατηθώ από αυτήν· ύστερ’ απ’ την Κρήτη, είναι ο τόπος που μου έδωσε την παρηγοριά μιας ελληνικής λαλιάς, ενός ελληνικού κόσμου. Αν δεν είχα πατήσει, το περασμένο καλοκαίρι, εκείνη τη χαμηλή γη, σίγουρα δε θα είχα καταπιαστεί τούτα που γράφω τώρα. Τότε μόνο μου ήρθε στο νου η σκέψη πως ο Καβάφης έζησε όλα τα χρόνια του αιώνα του σ’ έναν τόπο χωρίς βουνά.
 
     Εδώ, βέβαια, η φράση (επίτηδες δεν την υπογράμμισα) έχει άλλες διαστάσεις και διαφορετική λειτουργία από την επιγραφή του 1944. Δεν πρόκειται (ακόμη ή πια) διόλου για την φωτολιθογραφία, ούτε καν για ιδιωτικήν έκδοση ποιημάτων με ή χωρίς (αυτο)λογοκρισία, αλλά για χειρόγραφα. Επίσης, τα ιστορικά συμφραζόμενα σαν να περιορίζονται, αφού υποτίθεται πως έπεται η εμπειρία των ετών 1942-44· αυξάνονται όμως αναδρομικά, όχι μόνο με την παρουσία του Αισχύλου, του Κάλβου και του Καβάφη, μα ιδίως με το μεσαιωνικόν αίσθημα του μοναχικού αντιγραφέα και σχολιαστή ελληνικών –δηλ. ακατανόητων και άχρηστων, αν μη και ύποπτων, για τους πολλούς– ποιημάτων.
     Μπορώ να φανταστώ κάμποσους που θα χαρακτήριζαν «αισθητισμό» (ή «ντιλεταντισμό», με όποια έννοια) την αμέσως προηγούμενη φράση: «Μια προσπάθεια να κρατήσεις ζωντανό το θεό, συλλογίζομαι, μέσα σε τούτη την ασέλγεια της σφαγής μια προσπάθεια ίσως δωρεάν· έστω». Ακούς εκεί! μέσα στην πιο μαύρην ώρα του πολέμου, ένας Έλληνας διπλωμάτης, πρόσφυγας στην Νότιο Αφρική, να αδιαφορεί ακόμη και για το ρατσιστικό πρόβλημα, και να περνάει τις ώρες του κοιτάζοντας τ’ άστρα ή αντιγράφοντας και σχολιάζοντας – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα ενός καθαρευουσιάνου και ενός ομοφυλόφιλου! Αμέ και τα ακαταλαβίστικα στιχάκια που έγραφε την ίδιαν εκείνην εποχή; «Όλο για ζώα μιλάει, αν πρόσεξες: μεγάλα ψάρια, μέλισσες και πεταλούδες, κόκκινα (γιατί όχι πράσινα;) άλογα, ιπποπόταμους, δελφίνια, φασιανούς, πελεκάνους, χήνες, χρυσόψαρα, σκυλιά, τριζόνια – λες και χάθηκαν οι άνθρωποι! Σου βάζω στοίχημα πως την ώρα που εμείς πεθαίναμε της πείνας, αυτός έτρωγε αυγά στρουθοκαμήλου...
     Όσο χυδαία υπερβολή και αν έβαλα σε τούτα τα υποθετικά λόγια, ελάχιστα διαφέρουν από το πνεύμα ορισμένων επικρίσεων που δημοσιεύτηκαν το 1942 για τον Πρόλογο του Σεφέρη στην αλεξανδρινή έκδοση της Λύρας του Κάλβου ή από το γράμμα του οχετού που άνοιξε στα 1947 η βράβευση του Ημερολογίου Καταστρώματος β´ με το Έπαθλο Παλαμά ή και από τους κορδακισμούς της επιστολής «οργισμένου» φοιτητή της Θεσσαλονίκης για την έκδοση πολυτελείας του Άσματος Ασμάτων...10 Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας, για να τελειώνουμε.
     Γ. Παρατηρώντας ότι στις Δοκιμές (β´ έκδοση) η φράση δεν βρίσκεται στο «Απομνημόνευμα» που προεισάγει το «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», αλλά κάπως αναπάντεχα στο σχόλιο για το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», συλλογίστηκα ότι στα χαρτιά του Σεφέρη ίσως να σώζεται ακόμα η αρχική γραφή του «Προλόγου σ’ ένα ατέλειωτο βιβλίο» (σύμφωνα με την παραπομπή της φράσης-επιγραφής). Πράγματι, στα καβαφικά σημειωματάρια του ποιητή, τα οποία πριν από λίγες μέρες μου εμπιστεύτηκε η κ. Μαρώ Σεφέρη (πραγματοποιώντας μια γραπτήν επιθυμία του άντρα της),11 βρήκα και το χειρόγραφο του Προλόγου, από το οποίο, με την άδειά της, δημοσιεύω τώρα εδώ τις τρεις τελευταίες παραγράφους:
 
     Εδώ που μ’ έριξε η τύχη, κάθομαι και γράφω ταχτικά. Γράφω όπως μπορώ, για να ξανάβρω την παλιά συνήθεια της πένας που μιλάει με το χαρτί, και που με είχε αφήσει ύστερα από μια ταραγμένη ζωή στους τελευταίους καιρούς. Αλλά εκείνο που είναι πολύ πιο δύσκολο να συνηθίσει κανείς, είναι το να γράφει μέσα σε μια τέτοια μόνωση. Γιατί, ό,τι και να λέμε, δε γράφουμε ποτέ μόνοι μας. Τα έργα μας, και τα πιο ασήμαντα, είναι μια συνεργασία και μια προσφορά. Συνεργασία με ποιον; πρόσφορα σε ποιον; Λέω πως είναι με τους ανθρώπους και στους ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα μας. Δηλαδή με την πιο ακριβή έννοια της φράσης. Και το ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται τυραννικά: Πώς αισθάνουνται, πώς εκφράζουνται οι άνθρωποί μου; Όμως η νύχτα μένει αδιαπέραστη και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο παρά ν’ ακολουθήσεις έτσι το δρόμο σου μέσα στο σκοτεινό λαγούμι. Ίσως στο τέλος, όταν ξαναβγείς στο φως της μέρας, έχεις την τύχη ν’ αντικρίσεις μια γνώριμη μορφή.
     Η Ελλάδα είναι τώρα βουβή. Είναι βουβοί και οι δίκαιοι. Φτάξαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας. Ωστόσο, μέσα στην ψευτιά, την απιστία, τη μικροψυχία και την ιδιοτέλεια που έφεραν αυτά τα πράγματα που γίνονται γύρω μας, μέσα σε τούτη την ασέλγεια της σφαγής, νιώθεις πως πέρα γύρω στην οικουμένη υπάρχουν τα μικρά αδιόρατα φώτα, όπως στο δάσος του παραμυθιού της γιαγιάς μας. Εδώ κι εκεί, σε παράξενα και ανυποψίαστα μέρη, άνθρωποι που βάλανε σε μια μικρή κιβωτό ό,τι αξίζει να φυλάξει κανείς μέσα στον κατακλυσμό. Τους γυρεύεις. Tους προσκαλείς μέσα σου. Δεν ακούς καμιά απάντηση. Αδιάφορο, ξέρεις πως υπάρχουν, κι αυτό σε κάνει να συνεχίζεις τη δουλειά σου.
     Όπως στο Μεσαίωνα, αντιγράφεις ελληνικά ποιήματα και σημειώνεις «γλώσσες» σ’ ένα μικρό σημειωματάριο, προσπαθώντας να κρατήσεις μέσα σου ζωντανό το θεό.
 
Πρετόρια, 18 Οκτ. 1941
 
     Οφείλω να παρατηρήσω ευθύς ότι, στην κάπως υποκειμενικότερη προοπτική των πρώτων αυτών συμφραζομένων της, η φράση (πάλι δεν την υπογράμμισα) δικαιώνει πλήρως την αρχική διαισθητικήν ερμηνεία του κ. Αργυρίου. Το αίσθημα του Μεσαίωνα, τόσο έντονο μεταφορικά στην τελική γραφή (Β), εδώ είναι απλή παρομοίωση, ίσως δεύτερη σκέψη. Άμεση συνάρτηση της φράσης τώρα είναι η συνείδηση της αναγκαστικής βουβαμάρας της Ελλάδας και των «δίκαιων», και το αίσθημα της ανήμπορης μοναξιάς του γραφιά που ενεργοποιείται από την πίστη του. Σημειώνω, τέλος, την εικόνα της Κιβωτού (οσοδήποτε συμβατική εδώ), που ο Σεφέρης θα την αναπτύξει και θα την στεριώσει λίγο πριν από τον θάνατό του, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας αλλά όχι και των συνθηκών που την είχαν επιβάλει.12
     Ιδιαίτερα με ενδιαφέρει ότι στην «μικρή κιβωτό» του Σεφέρη, στα 1941, είχε θέση και ο Καβάφης – δίπλα στον Αισχύλο, τον Κάλβο και (πιθανότατα) τον Μακρυγιάννη. Ελπίζω κάποτε να αξιωθώ να μιλήσω σωστά για την βαθμιαία προσέγγιση του Σεφέρη στον Αλεξανδρινό, και για την θεληματική του απόσπαση από την καβαφική γοητεία – στην οποία, ωστόσο, χρωστάμε τουλάχιστον δύο σημαντικά πολιτικά ποιήματα: τον «Δαίμονα της Πορνείας» και το «Επί ασπαλάθων».
 
Πόρος, 24 Ιουλίου 1973
 
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Η συζήτηση έγινε σε τρία τεύχη της Συνέχειας (1, 4, 5), ξεκινώντας από ένα άρθρο του κ. Αργυρίου (σσ. 4-5), το οποίο σχολίασε με επιστολή του ο κ. Σουλιώτης (σ. 150), στον οποίον απάντησε ο κ. Αργυρίου (σσ. 200-1).
 
2. Είμαι αναγκασμένος να διορθώσω τον κ. Αργυρίου, όταν γράφει (σ. 200): «τη μόνη μνεία της αινιγματικής αυτής φράσης, που είχαμε ως τώρα, ήταν παρενθετικά, όπως αναφέρει κι ο Μ. Σουλιώτης, στα σχόλια του Γ.Π. Σαββίδη, τα οποία συνοδεύουν τη φωτοτυπική [=φωτολιθογραφική] έκδοση των αυτόγραφων ποιημάτων του Καβάφη, από το λεγόμενο τετράδιο Σεγκoπούλου». Βλ. (α) Για τον Σεφέρη, 1961, σ. 326, σημ. 1, και (β) Σαββίδης, Οι Καβαφικές Εκδόσεις, 1966, σ. 91, σημ. 1. Το λάθος δεν είναι σοβαρό, αλλά ο κ. Αργυρίου θα είχε βρει στο (β) μια χρήσιμη παραπομπή στην δεύτερη έκδοση των Δοκιμών (βλ. εδώ το Β) και στοιχεία που ενδεχομένως θα του επέτρεπαν να ζυγίσει καλύτερα τις γνώμες του για την έκδοση του Τετράδιου Σεγκοπούλου.
 
3. Είναι αξιοσημείωτο, νομίζω, πως «H τελευταία μέρα» πρωτοδημοσιεύτηκε, εν αγνοία του Σεφέρη και κάτω από την ναζιστική λογοκρισία, στο τεύχος Ιανουαρίου 1944 των Νέων Γραμμάτων.
 
4. Τα Ακριτικά, χειρόγραφη «έκδοση» πολυτελείας, καλλιγραφημένη και εικονογραφημένη από τον Σπύρο Βασιλείου σε 100 αντίτυπα, κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι το 1942 στην Αθήνα. Η πρώτη και μόνη πραγματική της έκδοση έγινε με φροντίδα του Α.Γ. Ξύδη και του Σεφέρη, φωτολιθογραφικά στην Αλεξάνδρεια από μικροφίλμ (αν δεν κάνω λάθος) ενός χειρόγραφου αντιτύπου που «βρισκότανε σε μια ουδέτερη χώρα»· τον Μάρτιο 1944 τυπώθηκαν 135 αντίτυπα και τον Μάιο έγινε ανατύπωση σε 450 αντίτυπα.
 
5. Για τον καβαφικόν αυτό νεολογισμό (αντί «εστέτ»), βλ. Οι Καβαφικές Εκδόσεις, σ. 149. Εκεί (σημ. 6) παραπέμπω και στην ακόλουθη σημαδιακή φράση του Σεφέρη: «Εδώ αισθάνομαι πως δεν είμαι αρκετά αισθητής για να καταλάβω ολωσδιόλου τον Καβάφη» (Δοκιμές, σ. 353). Πρβλ. την ουσιαστικά διαφορετική διατύπωση άλλης ανάλογης δήλωσης του ίδιου: «Όσο και να ψάχνω μέσα μου, δεν είμαι διόλου Φαναριώτης» (ό.π., σ.288).
 
6. Άλλες ανάλογες (δηλ. αυτόγραφες φωτολιθογραφημένες ή τσιγκογραφημένες) ελληνικές εκδόσεις γνωρίζω μονάχα τις εξής, σχεδόν όλες ποιητικές και όλες προορισμένες για το εμπόριο: Ήβης Κούγια (Μελισσάνθης), Προφητείες, Αθήνα 1931 – Φώτη Κόντογλου, Βίος και Άσκησις του Οσίου πατρός ημών αγίου Μάρκου του αναχωρητού κλπ., Αθήνα 1947 – Νίκου Νικολαΐδη, Το Βιβλίο του Μοναχού, Κάιρο 1951 – Κώστας Οικονόμου, Η γιαγιά, Παρίσι 1967 και 1971 - Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ (απόδοση και γραφή Αργύρης Ευστρατιάδης), Αθήνα 1968 – Κώστα Π. Βλάχου, Καιρός του ποιήσαι, Γιάννινα 1971 – Μάχης Μουζάκη, Ζαρκάδι των Εφτά Πηγών, Αθήνα 1971 - Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα, Βρυξέλλες – Αμμόχωστος 1972; – Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας, Αθήνα 1973 (τυπογραφική και τσιγκογραφική). Η «πανομοιότυπη» έκδοση των χειρογράφων του Σολωμού από τον καθηγητή Λίνο Πολίτη, όπως σωστά υπογραμμίζει ο κ. Αργυρίου (σ. 200), ανήκει σε άλλη κατηγορία – στην οποία, πoλύ ταπεινά, επιμένω πως ανήκει και η έκδοση του καβαφικού Τετράδιου Σεγκοπούλου.
 
7. Εκτός από το κείμενο τούτης της επιγραφής και των ποιημάτων, μοναδικοί εικαστικοί σύνδεσμοι ανάμεσα στην φωτολιθογραφική και την τυπογραφική έκδοση του Ημερολογίου Καταστρώματος β´ είναι δύο κοσμήματα σχεδιασμένα από τον Σεφέρη: το πιο εύγλωττο από αυτά είναι η ακρωτηριασμένη (γιατί άραγε;) γοργόνα που, στην τυπογραφικήν έκδοση, συνοδεύει την αφιέρωση και την επιγραφή (η οποία, στην φωτολιθογραφική έκδοση, ήταν καλλιγραφημένη σε σχήμα καρδιάς τρυπημένης από βέλος). Βλ. επίσης, Για τον Σεφέρη, σ. 312, σημ. 4.
 
8. Ενδεικτικά, σημειώνω ότι το δικό μου αντίτυπο (αρ. 47) το έλαβα από τον Σεφέρη το 1950, ενώ τότε δεν είχαμε παρά αλληλογραφική γνωριμία.
     Με την ευκαιρία, προσθέτω πως ύστερα από την έκδοση του Τετράδιου Σεγκοπούλου (1968) και δέκα μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Σεφέρης επείστηκε από τους φίλους του εκδότες Έντσο Κρέα και Λένα Σαββίδη να προβεί σε νέα έκδοση (εντός εμπορίου και σε 555 αντίτυπα) του χειρογράφου του Ημερολογίου Καταστρώματος β´ (το οποίο μου είχε χαρίσει από το 1962). Η έκδοση αυτή, όχι φωτολιθογραφική αλλά τσιγκογραφική, ελπίζεται ότι θα κυκλοφορήσει πια το φθινόπωρο από τον «Ερμή» σε 1.000 αντίτυπα.
 
9. Αυτό μου επιτρέπει, νομίζω, για λόγους χώρου να μην εξετάσω εδώ (το έκανε ήδη, περιληπτικά, ο κ. Αργυρίου) τα ποιητικά συμφραζόμενα της φράσης-επιγραφής, δηλ. την σχέση της με τα ποιήματα που αποτελούν την φωτολιθογραφικήν έκδοση του Ημερολογίου Καταστρώματος β´.
     Αλήθεια, αναρωτήθηκε κανείς γιατί ο Σεφέρης, από το καλοκαίρι 1944 έως τον Δεκέμβρη 1945, αποφάσισε να αφαιρέσει, από την τυπογραφικήν έκδοση της συλλογής του, και την μετάφρασή του της «Μυθολογίας β´» του προπολεμικού Άγγλου φίλου του Λώρενς Ντάρρελλ; Η μετάφραση αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε το 1965 στις Αντιγραφές, σ. 133.
 
10. Βλ. Εποχές, Ζ´ (1966), σ. 177.
 
11. Τα σημειωματάρια συνοδεύονται από την ακόλουθην ιδιόχειρη σημείωση του Σεφέρη: «Στον Γ.Π.Σ. Με την ευχή να μην του φουντώσει πάλι στο μυαλό η μέθη της περιδιάβασης και τα κάμει θάλασσα». Οφείλω επίσης να προσθέσω ότι πριν από το 1966, όταν έγραφα την διατριβή μου για τις καβαφικές εκδόσεις, ο ποιητής μου είχε γενναιόδωρα προσφέρει όλες τις φιλολογικές σημειώσεις που είχε κρατήσει για να θεμελιώσει την κριτική του εργασία για τον Καβάφη.
 
12. Βλ. πρόχειρα: Νέα Κείμενα, 2 (Φθινόπωρο 1971), σσ. 21-23.

Σχόλιο στη φράση του Σεφέρη «Φτάσαμε στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας». Περιλαμβάνεται στο Εφήμερον Σπέρμα, 1978, 249-259 (βλ. αρ. 345). H μετάφραση του ποιήματος του W.H. Auden, “Eις μνήμην W.B. Yeats” αναδημοσιεύτηκε στον τόμο Eδώδιμα Aποικιακά, Eλάσσονα και ανέκδοτα κείμενα και ποιητικές μεταφράσεις 1945-1995, Eρμής, 2000, 169.