Προτάσεις για έναν “Τάφο” του Τ. Κ. Παπατσώνη, εφ. Το Βήμα (8.8.1976).Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
     Μελέτες, περιδιάβασες, μετεωρισμοί
     αιώνων απασχόληση για ν’ αποβεί
     κάποτε ανέβασμα ψυχών των νέων παιδιών,
     πολλάκις άκαρπη, πάντοτε μισερή...
    
     («Ο κηπoυρός του τάφου»)
 
Ο ελληνισμός έχασε, μέσα σε έντεκα μήνες, δύο από τους «πατέρες» της νεοτερικής ποίησής του: τον περασμένο Αύγουστο πέθανε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τούτο τον Ιούλιο ο Τάκης Παπατσώνης. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο για να σταθμίσουμε το βάρος του κενού που άφησε ο καθένας τους. Ήταν μοναδικοί και ασύγκριτοι, στα μέτρα όχι απλώς της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μα και της ευρωπαϊκής – και, φυσικά, παραγνωρισμένοι. Από την τελευταία αυτήν άποψη, ίσως πιο αδικημένος στάθηκε ο Παπατσώνης – κι ας τον «ανακάλυψε» ο Γαβριηλίδης στα 1915, κι ας έγινε ακαδημαϊκός στα 1967. Μόλις τώρα, σε ένα ισχνό αφιέρωμα που εκδόθηκε τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του, είδαμε να εδραιώνεται κάπως η πεποίθηση ότι πρόκειται για τον ουσιαστικότερο ανανεωτή της ποιητικής μας μετά τον Καβάφη – είκοσι χρόνια πριν από τον Εμπειρίκο και από τον Σεφέρη.
     Την καθυστερημένη αυτή αναγνώριση δεν την οφείλουμε, βέβαια, στους συνομήλικους του Παπατσώνη: γεννημένος το 1895, ανήκε ληξιαρχικά στην ίδια ποιητική γενεά με τον Φιλύρα, τον Ουράνη, τον Λαπαθιώτη, τον Δούρα, τον Κλ. Παράσχο (που μάταια επιχείρησε να τον καταλάβει), τον Καρυωτάκη, τον Άγρα. Δεν την οφείλουμε καν στους κριτικούς νομοθέτες της «Γενιάς του ’30»: π.χ. ο Κ.Θ. Δημαράς δεν έγραψε ή πάντως δεν δημοσίεψε ποτέ το όγδοο από τα Επτά κεφάλαια για την ποίηση, που θα σάρκωνε την γοητευτική ποιητική του θεωρία με το κατεξοχήν παράδειγμα της ποιητικής πράξης του Παπατσώνη. Και ο Αντρέας Καραντώνης τον αγνόησε συστηματικά στην Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση. Έτσι το χρέος τιμής άρχισε να εκπληρώνεται κυρίως από νεότερους ομότεχνους: ξεκινώντας από τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γ. Θέμελη και την Ζωή Καρέλλη, και φτάνοντας ως τον Ματθαίο Μουντέ, τον Νίκο Φωκά, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη –δηλαδή από όσους αλήθεια ποτίστηκαν από τον λόγο και το πνεύμα, και από το ήθος και την στοργή του Παπατσώνη.
     Ωστόσο το χρέος των νεότερων κριτικών μας και νεοελληνιστών απέναντι στον Παπατσώνη (όσο και στον Εμπειρίκο), παραμένει ορθάνοιχτο. Οσοδήποτε καίριες είτε ευοίωνες και αν θεωρηθούν οι ολίγες σελίδες που του αφιέρωσαν περιστατικά ο Α. Αργυρίου, ο Μ.Γ. Μερακλής, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος ή ο Ελληνοαμερικανός Κώστας Μυρσιάδης, σίγουρα δεν αρκούν έστω και για μια προκαταρκτικήν ιχνογράφηση μιας τόσο πολύτροπης πνευματικής φυσιογνωμίας, ενός τόσο «εκκεντρικού» λυρισμού, μιας τόσο ιριδίζουσας πρόζας. Δεν διστάζω να ομολογήσω πως η δική μου συμβολή στην μελέτη του έργου του Παπατσώνη υπήρξε ως τώρα ασήμαντη: περίπου δέκα μαθήματα στους πρωτοετείς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κλιμακωμένα σε πέντε ακαδημαϊκά έτη! Λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να προτείνω εδώ, δίπλα στον νωπό του τάφο, ένα διάγραμμα κριτικών είτε φιλολογικών εργασιών που μας είναι απαραίτητες, όχι αλίμονο πια για να τιμήσουμε τον Τάκη Παπατσώνη, αλλά για να ανταποκριθούμε στο χρέος που το έργο του απαιτεί για λογαριασμό των ουσιαστικών πνευματικών του κληρονόμων, δηλαδή για το πλατύ και ολοένα ανανεούμενο κοινό αναγνωστών της μεγάλης ποίησης.
 
     Προϋπόθεση για οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη πάνω στον ποιητή και το έργο, είναι η συστηματική έρευνα του αρχείου του. Ένας άνθρωπος τόσο πολυάσχολος και με τόση διοικητική πείρα, όπως ήταν ο Παπατσώνης, σίγουρα θα κρατούσε αρχείο, καλά ταξινομημένο. Δεν θα περίμενα να βρω πολλά αδημοσίευτα χειρόγραφά του, γιατί πρόθυμα ανταποκρινόταν σε παρακλήσεις συνεργασίας· ούτε θα έλπιζα σε σχεδιάσματα δημοσιευμένων κειμένων του, γιατί ήταν προικισμένος με ρηματικήν εύροια. Θα προσδοκούσα όμως μιαν άφθονη αλληλογραφία, που θα μας οδηγούσε κιόλα στην αναζήτηση των δικών του επιστολών σε μύριους παραλήπτες: ήταν ευγενικός, χαριτωμένος (ενίοτε δηκτικός) και ακούραστος επιστολογράφος. Εύλογο επίσης θα είναι να έχει συνάξει βιογραφικά και οικογενειακά μνημόνια, καθώς και τεκμήρια της δημόσιας σταδιοδρομίας του· παράλληλα, πλήθος αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών: διέθετε μεν άριστη μνήμη, μα προφανώς είχε μάθει και πώς να την ενισχύει.
     Η έρευνα αυτή θα βοηθούσε σημαντικά να συνταχτούν με κάποια επάρκεια δύο βασικά όργανα μελέτης: η Βιβλιογραφία (ιδίως των δημοσιευμάτων του σε εφήμερα έντυπα και σύμμεικτες εκδόσεις) και το Χρονολόγιο των έργων και ημερών, τόσο του δημόσιου άντρα όσο και του λογοτέχνη. Χρήσιμα εργαλεία επίσης θα ήταν ο Πίνακας Λέξεων των συσσωματωμένων ποιημάτων και το Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων που απαντούν στους τόμους των πεζών κειμένων του: δείκτες της βαθιάς ελληνομάθειάς του και του πλάτους της πολιτισμικής του εμπειρίας. Σπεύδω να προσθέσω, σε τούτα τα προκαταρκτικά, πως δεν τίθεται προσώρας θέμα κριτικής έκδοσης για όσα κείμενα συγκέντρωσε ο ίδιος σε τόμους από το 1962 και δώθε. Χρειάζονται όμως ερμηνευτικές σημειώσεις – και, φυσικά, μας ενδιαφέρουν οι ενδεχόμενες παραλλαγές των πρώτων δημοσιεύσεων, καθώς και όσα πoιήματα δεν περιέλαβε στους δύο τόμους της Εκλογής. Έτσι θα αξιωθoύμε να μπούμε στο εργαστήρι του.
     Εκεί πια, νομίζω πως προέχει να μελετηθεί διεξοδικά (εννοώ: συγκριτικά και διαχρονικά) η Ποιητική του Παπατσώνη: δηλαδή η Ρητορική –ή, αν προτιμάτε, το ύφος του, που αφορά και τον αμίμητο πεζό του λόγο– και η Μετρική του, επειδή σε τούτες παρατηρείται η εμφανέστερη ιδιοτυπία και πρωτοπορία του. Λιγότερο θα επέμενα στην διερεύνηση της ποιητικής του θεωρίας και ακόμα λιγότερο στην ιχνηλάτηση των τεχνικών επιδράσεων που αφομοίωσε. Αντίθετα, θα προσδοκούσα κάμποσην ωφέλεια από τις «συντεχνικές» παρατηρήσεις του στα ξένα κείμενα που διάβασε (πολλά, φαντάζομαι, μας επιφυλάσσουν τα marginalia της βιβλιοθήκης του) και από την προσεχτική μελέτη της μεταφραστικής του άνεσης: είχε κρυσταλλώσει από νωρίς μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, ώστε η φωνή του απλώς να χρωματίζεται και να λαμπικάρεται από την σιωπηρή συνομιλία με τους «μείζονες» ομότεχνούς του.
     Άφησα επίτηδες τελευταία την Θεματική του, όχι γιατί είναι απλούστερη, αλλά γιατί είναι οπωσδήποτε προσιτότερη στις τρέχουσες κριτικές μεθόδους μας. Προσωπικά, θα έδινα προτεραιότητα στην Αισθητική, Ηθική και Φυσική των θεμάτων του, σε βάρος της Μεταφυσικής και της Πολιτικής – ή, αλλιώς ειπωμένο, βρίσκω πως ποιητικά η ερασιτεχνική Αστρονομία του είναι λειτουργικότερη από την «αιρετική» Θεολογία του. Γιατί πιστεύω πως, κατά βάθος, ο Παπατσώνης ήταν προπάντων ένας αισθησιαρχημένος μεγαλοαστός λόγιος που αγωνίστηκε, επί εξήντα τόσα χρόνια, να αποπνευματώσει κατανυκτικά τον ρηματικό κρουνό του ερωτικού λυρισμού του. Το ασκημένο ένστικτό του και η καλλιεργημένη ευφυία του σωστά τον οδήγησαν να παρακάμψει την επική, την δραματική και την σατιρική ποίηση, και να ακολουθήσει μιαν έμφυτη λυτρωτική «ροπή προς το καλό και προς το ατάραχο, μίαν Αγάπη κι ένα αγκάλιασμα προς όλα τα γύρω». Διέγνωσε όμως εύστοχα τις πλούσιες δυνατότητες της ειρωνείας και του χιούμορ, για τον έλεγχο της λυρικής μεταρσίωσης. Αυτή η σοφή εναλλαγή θέρμης και ψυχρολουσίας, αγνότητας χωρίς αφέλεια και τετραπερατοσύνης χωρίς υπόκριση αθωότητας, αυτό το γονιμοποιό πάντρεμα αισθητισμού και τραχύτητας, είναι θαρρώ η στερεότερη εγγύηση της επίγειας αθανασίας του ποιητή Τάκη Παπατσώνη.

Nεκρολογία. Περιλαμβάνεται στο Εφήμερον Σπέρμα, 1978, 231-234 (βλ. αρ. 345).