Η κυπριακή λογοτεχνία από ελλαδική σκοπιά, εφ. Ο Φιλελεύθερος Λευκωσίας (13.3.1979).Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
Με βασικό μοτίβο-θέμα «Η Κυπριακή Λογοτεχνία από Ελλαδική σκοπιά» έδωσε γραπτή συνέντευξη στη Μαρία Δωρίτη ο Γιώργος Π. Σαββίδης, Καθηγητής της Γ΄ έδρας Νεωτέρας ελληνικής φιλολογίας, στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Επισκέπτης-Καθηγητής της έδρας Νεοελληνικών Σπουδών «Γιώργου Σεφέρη» στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Η συνέντευξη είναι η ακόλουθη:

      Μιλήστε μας για την Κυπριακή λογοτεχνία και τη θέση που μπορεί να έχει στον Ελλαδικό χώρο.

      Ας ξεκαθαρίσω πρώτα τι καταλαβαίνω όταν λέτε «Κυπριακή λογοτεχνία», έργα Κυπρίων που ζουν στην Κύπρο, γραμμένα ελληνικά, είτε στην κοινή νεοελληνική είτε στο κυπριακό ιδίωμα. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, δεν ανήκουν στην Κυπριακή λογοτεχνία ποιητές όπως ο Τεύκρος Ανθίας, πεζογράφοι όπως ο Νίκος Νικολαΐδης ή κριτικοί όπως ο Αιμίλιος Χουρμούζιος. Φυσικά υπάρχουν οριακές περιπτώσεις, π.χ. ο Θεοδόσης Πιερίδης ανήκει στην Αιγυπτιώτικη ή στην Κυπριακή λογοτεχνία;
      Η αναμφισβήτητη ύπαρξη Κυπριακής λογοτεχνίας δεν σημαίνει κατ' ανάγκη πως υπάρχει και «Κυπριακή Σχολή»: Αν εξαιρέσουμε την συνειδητή επιστροφή ορισμένων λογίων ποιητών του 19ου αιώνα στην λαϊκή ιδιωματική γλώσσα και την παράδοση που δημιούργησαν με ένα μέρος του έργου τους, ομολογώ πως δεν διακρίνω ακόμα τα έντονα χαρακτηριστικά που θα μας επέτρεπαν να μιλήσουμε γενικότερα για «Κυπριακή Σχολή». Συνήθως «Σχολή» προϋποθέτει ή έναν σχολάρχη, δηλ. μια δυνατή προσωπικότητα διατεθειμένη να παίξει αυτόν το ρόλο σε πρόθυμους μαθητές, ή μια ομάδα περίπου ισοδύναμων προσωπικοτήτων με κοινά ιδανικά είτε κριτήρια που τους ξεχωρίζουν ριζικά από τους προηγούμενους ή και τους συγχρόνους τους, και τους καθιερώνουν στα μάτια τουλάχιστον μιας νεότερης γενιάς. Αφ' ετέρου φυσικό είναι η νεότερη Κυπριακή λογοτεχνία να αρδεύεται άμεσα από την Ελληνική (Ελλαδική θα έλεγα, αν δεν υπήρχε ο Καβάφης) και έμμεσα είτε άμεσα, από την ευρωπαϊκή (στην πλατύτερη έννοια) λογοτεχνική παράδοση. Αλλά οι πολιτικοπολιτισμικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται η Κυπριακή λογοτεχνία είναι πολύ διαφορετικές από τις ελλαδικές: άρα, αργά ή γρήγορα, η ιδιοτυπία της θα γίνει πιο έκδηλη και ευεργετική για το σύνολο της Ελληνικής λογοτεχνίας.
      Στο σημείο αυτό επιτρέψετέ μου να αντιγράψω την εισαγωγική παράγραφο από μια βιβλιοκρισία που δημοσίεψα το 1973 στο Βήμα παρουσιάζοντας Το Αγγείο με τα Σχήματα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη:
      «Λογικά, η Κύπρος απομένει ο μόνος εξωελλαδικός χώρος από τον οποίο πια μπορούμε να προσδοκούμε μιαν άμεση ανανέωση της ποιητικής μας― ανανέωση ανάλογη με εκείνες τις οποίες προσέφεραν κατά καιρούς στον νεότερον Ελληνισμό η Κρήτη, τα Εφτάνησα, η Αλεξάνδρεια, η Μικρασία. Δεν υποστηρίζω πως ανανέωση του ποιητικού μας λόγου μπορεί να προέλθει μονάχα από χώρο που βρίσκεται έξω από τα σύνορα του Κράτους, αλλά ότι, αν δεν προέλθει μέσα από την ελλαδική χύτρα, μου φαίνεται πιο εύλογο να μας δοθεί από Έλληνες της Κύπρου παρά από Ελληνοαμερικανούς ή πάροικους της Δυτικής είτε της Ανατολικής Ευρώπης. Πολύ λιγότερο ισχυρίζομαι πως μια ενδεχόμενη ποιητική ανανέωση από την Κύπρο είναι προδιαγεγραμμένη από την "ιστορική αναγκαιότητα"... Απλώς σημειώνω πως την θεωρώ πιθανή, σύμφωνα με την κοινή γραμματολογική μας πείρα: πιθανή και επιθυμητή, όχι σίγουρη και «μοιραία». Και νομίζω πως οι πιθανότητες για την Μεγαλόνησο έχουν σημαντικά αυξηθεί μετά το 1955, τόσο από τις αδιάκοπες πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις, όσο και χάρη στο δυναμικό δίδαγμα των κυπριακών ποιημάτων του Σεφέρη».
      Οφείλω να προσθέσω πως όταν έγραφα τα παραπάνω αγνοούσα ως και το όνομα του Κώστα Μόντη, και πως η ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη μού ήταν γνωστή μόνο από φιλική χειρονομία του Α. Διαμαντή. Βλέπετε, οι Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γράφονται από Ελλαδίτες...

      Πώς θα μπορέσει η Κυπριακή λογοτεχνία να διακινηθεί ώστε να ξεφύγει από τον απομονωτισμό της;

      Μια στοιχειωδώς ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημά σας θα προϋπέθετε πολλές εμπειρίες και γνώσεις που δεν κατέχω: π.χ. Ακριβέστερο προσδιορισμό αυτού του «απομονωτισμού» και ιδίως των αιτίων του. Ή ακόμα, σύγκριση της Κυπριακής με άλλες «απομονωμένες» λογοτεχνίες, όπως η Γαλλο-Καναδική. Ή τουλάχιστον μιαν επιστημονική ιστορία της Κυπριακής Λογοτεχνίας.
      Οπωσδήποτε για να μιλήσω πρακτικά και με βάση τα δεδομένα της περιορισμένης μου εμπειρίας: Αν κρίνω από το προηγούμενο της Αιγυπτιώτικης λογοτεχνίας, ένας τρόπος είναι η ύπαρξη, στην Κύπρο, λογοτεχνικών περιοδικών υψηλής στάθμης, με πανελλήνιο κύρος. Παράλληλα, η συνεργασία Κυπρίων λογοτεχνών στα πιο ζωντανά ελλαδικά έντυπα, περιοδικά ή εφημερίδες, και η υπεύθυνη ετοιμασία ειδικών πτυχών («αφιερωμάτων») σε ξένα περιοδικά διεθνούς κύρους, έστω με ιδιωτικές είτε κρατικές χορηγίες. Αφ' ετέρου, βέβαια, η συστηματική έκδοση κυπριακών βιβλίων από γνωστούς εκδοτικούς οίκους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης αλλά ιδίως η προώθηση των Κυπριακών εκδόσεων σε τουλάχιστον δέκα μεγάλα βιβλιοπωλεία στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, την Πάτρα, την Κρήτη κλπ. Από αυτή την άποψη, τολμώ να παρατηρήσω πως η βιβλιοπωλειακή προώθησή τους υστερεί πολύ ακόμη και στην Λευκωσία: π.χ. τις προάλλες μπήκα με χαρά σ' ένα λαμπρό βιβλιοπω λείο που είχε αφιερώσει όλη την βιτρίνα του σε εκδόσεις του Μόντη, αλλά όταν γύρεψα να ιδώ άλλες Κυπριακές λογοτεχνικές εκδόσεις βρήκα μια πενιχρότατη επιλογή ― θέλω να πω: έλειπαν βασικά βιβλία, σίγουρα όχι εξαντλημένα. Αντίθετα, όσον αφορά άλλα μέσα επικοινωνίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση), νομίζω πως το ΕΙΡΤ θα μπορούσε και σ' αυτόν τον τομέα να διδαχθεί πολλά ωφέλιμα από το ΡΙΚ.
      Σε προσωπικότερο επίπεδο, θα ευχόμουν λιγότερες προσκλήσεις Ελλαδιτών «σούπερσταρ» (πόσοι είναι δα, όλοι κι όλοι;) και συχνότερες ομαδικές συναντήσεις είτε δημόσιες συζητήσεις Κυπρίων και Ελλαδιτών λογοτεχνών, κατά προτίμηση στην Κύπρο και μακάρι με κοινή πρωτοβουλία των δύο λογοτεχνικών σωματείων σας. Τέλος, μια ενεργοποίηση των Κυπρίων κριτικών (που σίγουρα δεν είναι κατώτεροι από την σημερινή ελλαδική στάθμη) προς κάθε κατεύθυνση, αλλά με φυσική προτεραιότητα σε πρόσωπα, κείμενα και θέματα της Κυπριακής λογοτεχνίας. Καιρός να παραδεχτούμε πως ο τοπικός «επαρχιωτισμός» είναι δυναμογόνος, αρκεί να μην συγχέεται με την πνευματική ξενηλασία ή με τον χρονικό «επαρχιωτισμό». Πραγματικά μια από τις φυλλοξήρες ολόκληρου του νεότερου ελληνισμού είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας με την «εθνική αλήθεια».

      Μιλάμε σήμερα πολύ για την «στράτευση» του καλλιτέχνη-δημιουργού. Πώς εννοείτε σεις τη θέση αυτή;

      Θεωρητικά, το θέμα της «στρατευμένης λογοτεχνίας» έχει συζητηθεί κατά κόρον στα τελευταία πενήντα χρόνια ― και η συζήτηση, αν δεν κάνω λάθος, ξεκίνησε από τον Πλάτωνα: δηλαδή είναι κατά βάθος μεταφυσική, θεολογική και αντιδραστική, χωρίς δυστυχώς [να έχει] καμμιά από τις χάρες του Πλατωνικού λόγου. Πρακτικά, το θέμα τίθεται εξ αρχής για κάθε έργο τέχνης, ανάλογα στην θρησκευτική είτε πολιτική τοποθέτηση του καθενός μας, και βέβαια ανάλογα στο βαθμό και στο είδος «στράτευσης» της κοινωνίας μέσα στην οποία έλαχε να ζούμε.
      Από την πείρα μου, θα έλεγα πως όταν ένα έργο τέχνης ξεκινάει να κάνει κρατική ή κομματική προπαγάνδα, πιθανότατα δεν θα επιζήσει παρά ως ιστορικό ντοκουμέντο. Γενικότερα, νομίζω πως ένα από τα διδάγματα της ιστορίας της λογοτεχνίας είναι ότι τα αντιπολιτευόμενα έργα είναι κατά κανόνα ζωτικώτερα από συμπολιτευόμενα. Ωστόσο, ένα σωρό εξαιρέσεις (τι άλλο είναι τα αριστουργήματα που δημιουργούν νέους κανόνες;) τινάζουν στον αέρα παρόμοιους ακαδημαϊκούς χρησμούς.

      Πώς βλέπετε την λειτουργικότητα της λογοτεχνίας σήμερα μέσα από τα παγκόσμια δεδομένα, που έχει απομονωθεί από τις μάζες του λαού;

      Φοβάμαι πως επιμένετε να χρησμοδοτήσω ή να συνθηματολογήσω... Αν κουβεντιάζαμε ήσυχα και ωραία με όλον τον απαιτούμενο χώρο και χρόνο για διακρίσεις, διευκρινήσεις και ιδίως αναθεωρήσεις, θα ήμουν πρόθυμος να υποστηρίξω κατ' αρχήν πως σήμερα η λογοτεχνία φαίνεται λιγότερο από ποτέ απομονωμένη «από τις μάζες του λαού» ― εννοώντας, βέβαια, τη γραπτή λογοτεχνία σε χώρες όπου δεν υπάρχει πρόβλημα αναλφαβητισμού. Αλλά και η προφορική λογοτεχνία, χάρη στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, θεωρώ πως φτάνει τώρα ως το πιο ερημικό σπίτι.
      Τι κάνουμε εμείς, οι δάσκαλοι και οι δημοσιογράφοι, για να βοηθήσουμε αυτές τις «μάζες» να καταλάβουν και να αξιολογήσουν καλύτερα την λογοτεχνία και να την διακρίνουν από τα πονηρά υποπροϊόντα της, είναι άλλη κουβέντα.

      Ποιες είναι οι νεώτερες τάσεις της ποίησης σήμερα;

      Σήμερα; Και πού; Με το χέρι στην καρδιά, δεν μπορώ να ισχυριστώ πως διάβασα όλα τα ελληνικά ποιητικά βιβλία που είτε έλαβα είτε αγόρασα κατά την τελευταία τριετία. Ίσως να φταίει η πρεσβυωπία μου. Πάντως ομολογώ πως δεν βλέπω γύρω μας «νεότερες τάσεις της ποίησης» ― νεότερες δηλαδή από την επαναστατική ανανέωση που σημειώθηκε στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία ας πούμε ως το 1935. Ακριβέστερα: αμφιβάλλω αν έχουμε οπουδήποτε μείζονες ποιητές γεννημένους μετά το 1920. Έχουμε όμως πολλούς άριστους τεχνίτες του «αρμονικού λόγου», που προεκτείνουν και αξιοποιούν τα ευρήματα των παλαιότερων γενεών, οι οποίοι ασκούν και διευρύνουν τις δυνατότητες της γλώσσας και ιδίως εκφράζουν και μνημειώνουν την εποχή μας. Ειδικότερα η Ελληνική ποίηση θαρρώ πως βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την Γαλλική, λ.χ., ή την Αγγλο-Αμερικανική ― μακάρι το ίδιο να συμβαίνει και με την πεζογραφία μας, το θέατρό μας και την κριτική μας! Όμως ας μην είμαστε πλεονέκτες ούτε απαισιόδοξοι. Από το 1880 ως σήμερα αξιωθήκαμε έναν σχεδόν αδιάκοπο «χρυσό αιώνα» ελληνικής ποίησης, που τώρα φαίνεται να τον διαδέχεται ένας «αργυρός αιώνας». Στο χέρι μας εν πολλοίς βρίσκεται η ευθύνη να μην τον διαδεχτεί ένας τενεκεδένιος αιώνας.
      Καταλήγοντας, θέλω να σας ευχαριστήσω που δεν ρωτήσατε «Ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι σημαντικότεροι Κύπριοι συγγραφείς σήμερα». Όχι γιατί θα με βάζατε σε δύσκολη θέση, αλλά γιατί δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να επαναλάβει τους ειρωνικούς στίχους του Καβάφη:

ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.


      Με άλλα λόγια: αν η Κυπριακή λογοτεχνία, όπως άλλοτε η Κρητική, είναι αναπόσπαστο μέλος της Ελληνικής, οι Κύπριοι συγγραφείς έχουν αυτοδικαίως θέση ανάμεσα στους Ελλαδίτες ομόγλωσσους και ομότεχνούς τους. Οι σημαντικότεροι με τους σημαντικότερους, και ο συρφετός με τον συρφετό.


Tο σπίτι της μνήμης, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 1997




Περιλαμβάνεται στον τόμο Tο σπίτι της μνήμης, 1997, 39-47.