Eλεύθεροι πολιορκημένοι [Aπομνημονεύματα του Κασομούλη, τ. Β΄]. ― εφ. Eλεύθερον Bήμα, 23 Δεκεμβρίου 1940.Δημαράς Κ. Θ.
Εκτύπωση
Ο αναγνώστης της στήλης αυτής θα θυμάται ίσως ότι όταν δημοσιεύθηκε πέρσυ από τον κ. Γιάννη Βλαχογιάννη ο πρώτος τόμος των Aπομνημονευμάτων του Aγωνιστή Νικ. Κασομούλη ―που επιγράφονται Ενθυμήματα Στρατιωτικά―είχα αφιερώσει τότε σειρά επιφυλλίδων για να τιμήσω όπως μπορούσα καλύτερα τον σημαντικό αυτόν σταθμό της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Ο τίμιος στρατιώτης και ο σοφός και ένθερμος σχολιαστής του, μας δίνουν, αληθινά, ένα μνημείο μοναδικό της ιστορίας του Aγώνος, έναν καθαρό κρυστάλλινο καθρέφτη, που σκύβοντας επάνω του, μπορούμε επιτέλους να γνωρίσουμε κάτι από την θαυμαστή αλύγιστη ψυχή των πολεμιστών μας.
    Τώρα, ο δεύτερος τόμος των Aπομνημονευμάτων φανερώνεται με μια υψηλή επικαιρότητα, τη στιγμή όπου η καινούρια δόξα του στρατού μας έδεσε τον ελληνισμό ολόκληρο σε μια πρωτοφανέρωτη ενότητα που εκτείνεται πέρα από τον χώρο και πέρα από τον χρόνο. Νιώθουμε πιο κοντά μας την άψογη μορφή του Αγωνιστή όσοι ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε τον σημερινό στρατιώτη που επαναλαμβάνοντας το προφητικό «ο είς διώξει χιλίους» ξαναστολίζει με καινούριες δάφνες το δέντρο της ελληνικής ελευθερίας. Σε μια επαρχιακή πόλη, σ' ένα στρατιωτικό νοσοκομείο κατάλαβα προχθές από το στόμα ενός χωριάτη που είχε τραυματισθεί στο μέτωπο, πώς μπόρεσε στο Εικοσιένα μια φούχτα ανθρώπων να νικήσει μιαν αυτοκρατορία. Μια γριά γυναίκα χήρα, που έχει το μονάκριβό της παιδί στον πόλεμο, μ' εδίδαξε, κάπου μακριά σ' ένα χωριό, με τα απλά της λόγια, πώς αναθρέφαν τα παιδιά τους οι Σουλιώτισσες.
    Έτσι ο ένας Aγώνας φωτίζει τον άλλο και μας παρασκευάζει ψυχικά να πλησιάσουμε μιαν από τις κορυφές του ελληνικού ηρωισμού. Σε μια πρόσφατη ραδιοφωνική ομιλία του ο κ. Κ. Άμαντος μας είπε πώς οι εχθροί μας δεν είχαν στην ιστορία τους ένα Μεσολόγγι, και γι' αυτό δεν μπορούσαν να περιμένουν το ελληνικό θαύμα της Πίνδου. Αύριο τα παιδιά μας, την βαριά κληρονομία που είχαμε λάβει από το Εικοσιένα, θα την δεχθούν βαρύτερη ακόμη από τον Πόλεμο του Σαράντα. Και πώς θα μπορούσε να μη θαυματουργεί ένας λαός όταν τρέφεται με τέτοιες παραδόσεις;
    Ο δεύτερος τόμος του Κασομούλη αφιερώνει τις μισές σχεδόν από τις εφτακόσιες σελίδες του, στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγιού. Αυτές και μόνες θα μας απασχολήσουν σήμερα. Μέσα σ' όλη την εφτάχρονη δόξα του Aγώνος, η πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγιού σημειώνει την οριστική τροπή προς την νίκη. H μυστική φλόγα που υψώθηκε τότε κι εθάμπωσε τον κόσμο ολόκληρο, όπως τον φωτίζει και τον θαμπώνει σήμερα η νέα μας εξόρμηση, απεμάκρυνε τους δισταγμούς, εξύπνησε τις ναρκωμένες ψυχές, διέλυσε τα σκοτάδια της διχονοίας. Όμως και καθεαυτήν, η στιγμή εκείνη της ιστορίας μας, αποτελεί το όριο της ελληνικής ψυχής, είναι το ακριβό λουλούδι που εβλάστησε από την βαθιά οργωμένη ελληνική καρδιά, η κορυφή που σημαδεύει την ελληνική επίδοση. Σαν τέτοια την είδε ένας Σολωμός, και θέλησε να την στήσει για σύμβολο, σύγχρονός της αυτός, και άξιος να σταθεί αντικρύ της και να την τραγουδήσει. Όμως το έργο στάθηκε βαρύ στα χέρια του, κι αφού το δούλεψε ξανά και ξανά, μας το άφησε μισοτελειωμένο.
    Κι αυτό που ο μεγάλος τεχνίτης του λόγου δεν μπόρεσε να κάνει, έρχεται και το πραγματοποιεί με τα απλά και αδέξια μέσα του, ταπεινός αφηγητής και χρονογράφος, ο Νικόλαος Κασομούλης. Χάρις στον Κασομούλη γνωρίζουμε σήμερα την εσωτερική ιστορία της Πολιορκίας, ερχόμενοι κοντά της. Κάθε σελίδα του αποτελεί, έτσι ανεπιτήδευτα καθώς μας δίνεται, ένα τέλειο μνημείο πίστεως, αυτοθυσίας, υποταγής στο κοινό αγαθό. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν λύσει μέσα τους κι έχουν ξεπεράσει όλα τα μεγάλα προβλήματα που ώς χθες εμπόδιζαν σε κάθε στιγμή την κάθε μας κίνηση. Οι άνθρωποι αυτοί, είτε απορρίπτουν τις προτάσεις του Κιουταχή, είτε προσφέρουν τα άρματά τους ενέχυρο για να μπορέσουν να παρατείνουν τον αγώνα τους ―τα ίδια εκείνα τα άρματα που έγιναν αφορμή να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τον εχθρό― είτε απολακτίζουν μακριά τους την εχθρική βόμβα που σκάζει λίγα βήματα πιο πέρα, και γυρίζουν ήσυχοι στις καθημερινές ασχολίες τους, έχουν απόλυτα την συνείδηση της αποστολής τους. Κάθε τους πράξη έχει μεγαλοπρέπεια και τελειότητα. H ομόνοια τους δίνει δύναμη και η πίστη τούς οπλίζει. Σκληροί προς τον εαυτό τους, αρχαϊκά φιλόξενοι προς φίλους και εχθρούς, είναι έτοιμοι για τα μεγάλα έργα.
    Εκεί όμως όπου η λιτή αφήγηση του Κασομούλη παίρνει έναν χαρακτήρα αληθινά επικό, είναι την ώρα της Εξόδου. Ο χρονογράφος που τα έζησε όλα αυτά, που ξέρει πως έτσι απλά εχώρεσαν μέσα στην ζωή ενός ανθρώπου, δεν υψώνει καθόλου τον τόνο. Αλλά οι πράξεις έχουν μια τέτοια ανάταση, που κανένας λόγος δεν θα μπορούσε να συντονισθεί μαζί τους. Οι στρατηγοί που εξάντλησαν όλα τους τα τρόφιμα, που μοιράσθηκαν με τους στρατιώτες τους το κρέας των σκύλων και των αλόγων τους, φοβούνται μήπως δεν εξετέλεσαν όλο το χρέος τους προς την πατρίδα. Και ζητούν την έγκριση του αντιπροσώπου της κυβερνήσεως για να εκτελέσουν την ηρωική τους απόφαση, και την ευχή του Δεσπότη. Και αυτοί οι δύο, που θα πεθάνουν μαρτυρικά όταν θα εκτελείται το μεγάλο σχέδιο, επευλογούν το έργο τους. Οι γυναίκες καλούν τους στρατιώτες να τους προσφέρουν καινούριες φορεσιές, ό,τι καλό έχουν, για να μην το πάρουν οι εχθροί. Εκείνοι αρνούνται: «Ας το πάρουν. Πάλι τα παίρνουμε απ' αυτούς». Σε μια ατμόσφαιρα γάμου, πανηγυριού, όπως την χαρακτηρίζει ο εκδότης των Aπομνημονευμάτων, ετοιμάζεται η λύση της τραγωδίας. Κι επάνω από την αφήγηση μιας από τις πιο μεγάλες στιγμές που έζησε η ανθρωπότης, γράφονται τα λόγια του Aγίου Ρωγών: «Μάρτυρας κ' εγώ των δεινών σας, θέλω ομολογήσει και εις τον Θεόν μετά θάνατον την αλήθειαν των δεινών σας και την αρετήν της φρουράς». Λίγες ώρες αργότερα, η ψυχή του ανέβαινε στον ουρανό, να μαρτυρήσει πως η Ελλάδα ξαναζούσε για την Πίστη και για την Ελευθερία.

Σύμμικτα, A΄, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 2000




Aναδημοσιεύεται στον τόμο Σύμμικτα, A΄. Aπό την παιδεία στην λογοτεχνία, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 2000, 134-136.