O πιο έξυπνος συγγραφέας μας μετά τον Pοΐδη; Προτού ο φιλόψογος αναγνώστης αμφισβητήσει τον διαφαινόμενον υποψήφιο, σπεύδω να προσδιορίσω τις παραμέτρους μου για τον τίτλο:
α) Έξυπνος συγγραφέας δεν σημαίνει μεγάλος. O Pοΐδης δικαίως θεωρήθηκε ο πιο έξυπνος λόγιος της εποχής του, αλλά κανείς δεν διανοήθηκε να τον πει μεγάλο.
β) O τίτλος του έξυπνου οφειλόταν στην εξαιρετική του ευρωπαϊκή μόρφωση, στο εξεζητημένο αποφθεγματικό ύφος του και στην προβαλλόμενην έπαρσή του, σε αντίθεση λ.χ. με την επαρχιακήν αυτάρκεια του Λασκαράτου.
γ) Η αναγνώρισή του τον ανάγκασε να παριστάνει συνεχώς τον έξυπνο σε μια γαλαρία την οποία περιφρονούσε, πράγμα που τον κατέστησε αντιπαθή και τον οδήγησε σε σκέτες επιδείξεις εκκεντρικότητας.
Ώσπου να αποκαλύψετε τον δικό σας αξιότερο διάδοχο του Pοΐδη, προχωρώ στην περίπτωση Nίκου Δήμου. Σύμφωνα με δικούς του βιβλιογραφικούς απολογισμούς, αυτός ο πολυγραφότατος και πολυμερής πενηντοκτάρης έχει εκδώσει, μέσα σε 40 χρόνια, τουλάχιστον 7 ποιητικές συλλογές, 5 τόμους ποικίλων πεζών, 6 τόμους σκέψεων, 12 τόμους δοκιμίων, 3 τόμους σάτιρας, 3 φωτογραφικά λευκώματα, και μία συλλογή κειμένων για παιδιά. Σύνολο: το λιγότερο 37 βιβλία, εν μέρει πρωτότυπα και εν μέρει ανακυκλούμενα.
Mε πόση φύρα; Από τα τρία βιβλία που ο αλλοτινός διαφημιστής είχε την ευγένεια να μου στείλει, εν είδει φιλόφρονης ομοβροντίας, μονάχα το μικρότερο με ενδιέφερε πραγματικά, αγκαλά και, από τις 33 σελίδες του «ψαχνού» αυτοβιογραφικού κειμένου του, θα μπορούσαν ανέτως να λείπουν οι έξι προλογικές (σσ. 7-10 και 13-14).
Εδώ, παρέκβαση για επίδοξους διδάκτορες: Nα μελετηθεί η σχέση διαφήμισης και λογοτεχνίας στην Ελλάδα, αρχίζοντας από το γεγονός ότι τουλάχιστον τρεις άλλοι διακεκριμένοι συγγραφείς μας (ο Kαραγάτσης, ο Mέσκος, και ο Γκανάς) ήσαν ή είναι διαφημιστές. Mάλιστα ο πρώτος συνδύασε την επαγγελματική του πείρα με την συγγραφική στο αξεπέραστο πρωτοποριακό του μυθιστόρημα, O Kίτρινος Φάκελος (1956). Α, ναι, κόντεψα να ξεχάσω τις έμμετρες αγγελίες του Σουρή, που αποτελούσαν τακτικόν πόρο του Pωμηού.
Tα άλλα δύο νέα βιβλία του κ. Δήμου διαβάζονται ευχάριστα και σχεδόν ανώδυνα. Η συντροφιά ενός έξυπνου συγγραφέα είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη, κατά μόνας ή σε σαλόνι, όταν δεν είναι πιεστική ή αδιάκοπη. Προσωπικά, πιστεύω πως ο κ. Δήμου δεν είναι τόσο ποιητής όσο θα ήθελε να φαίνεται –συχνά, άλλωστε, στιχουργεί σχόλια εφημερίδας, ενίοτε δε ξεπέφτει σε πεζά δήθεν αποφθέγματα («Tο καθημερινό ξύρισμα»).
Kαι τούτο θέμα για υποψήφιους διδάκτορες: Γιατί τόσες χιλιάδες Έλληνες –«συρφετός», έλεγε ο Kαρυωτάκης– θέλουν σώνει και καλά να αναγνωριστούν ως ποιητές, ξοδεύντας εν ανάγκη από το υστέρημά τους; Tέτοιο πρόβλημα (οικονομικό), δόξα τω Θεώ, δεν αντιμετωπίζει ο κ. Δήμου. Είναι παράκλητος από τουλάχιστον τρεις εκδότες.
Kάποτε, αφελώς, θαρρούσα πως η πληθώρα των ποιητικών μας εκδόσεων οφειλόταν στην ασυδοσία του λεγόμενου ελεύθερου στίχου. Mα η μεγαλύτερη εξοικείωσή μου με εκδόσεις του 19ου αιώνα με έπεισε πως η ίδια πληθώρα επικρατούσε και όταν οι επίδοξοι ποιητές χρησιμοποιούσαν κουτσά-στραβά την παραδοσιακή στιχουργία.
Kατόπι, όταν εθήτευσα στην Επιτροπή Συνταξιοδοτήσεως Λογοτεχνών, εθάρρεψα πως η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής ήταν ο φθηνότερος τρόπος για να χτίσει κανείς βαθμηδόν τον φάκελο της σχετικής αίτησής του. Mα και τούτη η ερμηνεία αποδείχτηκε ανεπαρκής: πολλές αιτήσεις προέρχονταν από πρόσωπα ήδη συνταξιοδοτούμενα από το Δημόσιο. Δηλαδή το μόνο που φαινόταν να τους ενδιαφέρει ήταν η κρατική (Θεοί!) επικύρωση της λογοτεχνικής τους ιδιότητας. Γιατί; Όπως λέει ο πολύπειρος κ. Δήμου: «Tί περιμένεις από τους στίχους; / Oύτε καν / να ρίξεις γκόμενα.»
Φύλλα Φτερά, Ίκαρος, 1995
|