Λιανοτράγουδα Δημοτικά
Εκτύπωση
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις;
 
 
 
Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
οπό ’χει μες στο σπίτι της τ’ Αυγούστου το φεγγάρι.
 
 
 
Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι,
γιατί τα παίρνει ο δαίμονας και ποιος τα συμμαζώνει;
 
 
 
Ήθελα νά ημουν όμορφος, νά ημουν και παλικάρι,
νά ημουνα και τραγουδιστής, δεν ήθελα άλλη χάρη.
 
 
 
Ο ύπνος περιφέρεται στην κλίνη μου ναπάνω:
κλειστά τα μάτια σε θωρώ, ανοίγω τα σε χάνω.
 
 
 
Ασφάλαχτέ μου, τι κεντάς, βάτε μου, τι αγκυλώνεις;
Εκεί που δε σε θέλουνε, τι πας και ξεφυτρώνεις;
 
 
 
Όποιος αγαπάει τα ρόδα, πρέπει να ’χει υπομονή,
Όταν τον τρουπάν τ’ αγκάθια, να μη λέγει πως πονεί.


(από το βιβλίο: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Εκλογή από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Γράμματα, 1991)