Εφταλιώτης Αργύρης(7  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Mόλυβος 1849
ΘΑΝΑΤΟΣ: Cap d’Antibes, Γαλλία 1923
Εκτύπωση
1.  Μέρες που θα ’τανε μ’ εσέ μαργαριτάρια,
χωρίς εσέ, μες στου Καιρού τα βάθη πάνε,
ψυχρές και ανωφέλητες, σαν τα λιθάρια
που μες στη θάλασσα μικρά παιδιά πετάνε!

 «Αγάπης λόγια», ΙΧ, 1-4. Παλιοί σκοποί, 1909. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 85.




2.  Από τη μάνα το μωρό,
από τη γης βγαίνει λουλούδι,
απ’ το πηγάδι το νερό,
κι απ’ την αγάπη το τραγούδι.
 
Μα το τραγούδι όσο γλυκό,
όσο χαρούμενο κι α βγαίνει
έχει ένα μάγιο μυστικό,
η γλύκα του να σε πικραίνει.

 «Από τη μάνα το μωρό». Παλιοί σκοποί, 1909. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 55.




3.  Και τώρα, ας σας ρωτήσω εσάς, αρχοντόπουλα της ρωμιοσύνης, που πάτε στην Ευρώπη και ξοδεύετε τα μαλλοκέφαλά σας: πώς δεν κάνετε κάθε χρόνο κι απόνα ταξίδι στα νησιά μας, να δείτε όλ’ αυτά κι άλλα πιο περίεργα κι όμορφα, και να τα ξέρετε και να τ’ αγαπάτε, σα δικά σας που είναι και να μην αδειάζει και το πουγγί σας, μόνο τρέχετε στα ξένα, και δεν το βλέπετε πως τα μεγαλύτερα έθνη σ’ αυτήν την Ευρώπη σας είναι κείνα που θαμάζουνε τα δικά τους, αυτά τα χωριάτικα που τα θαρρείτε ασήμαντα, και που θ’ αρχίσουνε νάρχουνται καμιά μέρα οι Φράγκοι κοπαδιαστά να τα σεργιανίζουνε και να λεν πως ζουν ακόμα οι χάρες κι οι ομορφιές της Οδύσσειας και τότες θα τ’ αγαπήσουμε και μεις από μίμηση, κι όχι από δικό μας γούστο!

 «Η Στραβοκώσταινα». Νησιώτικες ιστορίες, 1894. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 131.




4.  Είναι βαριά και ασήκωτα της λύπης τα φτερά,
και δέρνουνται ακατάπαβα στις ρεματιές του χρόνου,
που αν γλυκοπαίζουν γύρωθε στα γάργαρα νερά,
το λαλητό τους χάνεται στο σπάραγμα του πόνου.

 «Λύπη», 1911. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 44.




5.  Σε μανιασμένα κύματα πλέω μ’ ακοίμητο κουπί
και χλωροπράσινα νησιά συχνοανταμώνω ομπρός μου.
Εκεί κονεύω, ωσότου ερθεί μοίρα σκληρή και ξαναπεί
πως είναι μες στα πέλαγα κι ο δρόμος κι ο σκοπός μου.

 «Νησιά στα πέλαγα», 1911. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 49.




6.  Είναι χτήμα της καρδιάς μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρει άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και νάθελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνίσει απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίσει μια πεθαμένη γραμματική! Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήσει τον πόνο της, την κοφτερή να δείξει το πάθος της.

 «Προκοπή». Φυλλάδες του Γεροδήμου, 1897. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 314.




7.  Ό,τι κι αν κοιτάξεις μέσα στη Ρωμιοσύνη, μα σε χωριό είσαι, σε χώρα, κορίτσι βλέπεις, αγόρι, ένα πράμα παρατηρείς. Πως ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά-σιγά τ’ αποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε τ’ αγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα να δεις. Τη γλώσσα μας την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας τα πετάξαμε. Τους χορούς μας τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, ας μένουν ακόμα σ’ αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί. Μας μένει και κάποιο φιλότιμο, κι αυτό δα είναι που μας χαντακώνει βαθύτερα. Ρωμαίικο φιλότιμο πάει να πει, να κάνεις ό,τι δε σου ταιριάζει.

 «Ρωμιοπούλες». Φυλλάδες του Γεροδήμου, 1897. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 361.