Καρυωτάκης Κ.Γ.(26  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Tρίπολη 1896
ΘΑΝΑΤΟΣ: Πρέβεζα 1928
Εκτύπωση
1.  Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιγνίδι χωρίς ουσία.

 [Η αποχαιρετιστήρια επιστολή]. Τα πεζά. Νεφέλη, 1989. 57.




2.  Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
[...]
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής―
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

 «Αισιοδοξία, 1-2, 19-24. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 139.




3.  Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
 
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
 
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «διά τας μητέρας».
 
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μία φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!

 «Αποστροφή», 1-8, 17-24. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 102.




4.  Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.

 «Αφιέρωμα», 16-17. Νηπενθή, 1921. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 48.




5.  Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα ’ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

 «Δημόσιοι υπάλληλοι», 1-4. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 104.




6.  Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
[...]
Έτσι, αν το θέλει ο Θερβαντές ―εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
 
Τους είδα πίσω νά ’ρθουνε ―παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο―
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!


 «Δον Κιχώτες», 1-4, 13-20. Νηπενθή, 1921. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 22-23.




7.  Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
 
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
 
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
 
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

 [«Είμαστε κάτι...»]. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 87.




8.  Κράτει λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Το πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
     παραίτησόν μας.
 
Ή, αν προτιμάς, εξύμνησον,
αντίς γεγυμνωμένων
ξιφών, όσα μαστίγια
προς θρίαμβον επισείονται
     των καφενείων.
 
Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν
και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται οι ήρωες
     μέσα εις τα ντάνσιγκ.

 «Εις Ανδρέαν Κάλβον», 26-40. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 100.




9.  Με το Μηδέν και το Άπειρο
να συμφιλιωθούμε.

 Ελεγεία και σάτιρες, μότο. 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 62.




10.  Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι
ζήτημα ύψους.
[...]
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!).
Όνειρο ανάγλυφο, θα ’ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
 
Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

 «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», 1-4, 9-16. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 113.




11.  Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
 
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.
[...]
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
 
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

 «Ιδανικοί αυτόχειρες», 1-8, 13-20. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 114.




12.  Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

 [«Μίσθια δουλειά»]. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 73.




13.  Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
[...]
Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.
 
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ’ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».

 «Όλοι μαζί...», 1-4, 13-20. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 103.




14.  Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
[...]
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

 «Ο Μιχαλιός», 13, 16-18. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 105.




15.  Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε,
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη;
 
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι,
περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.

 [«Όταν κατέβουμε...»], 1-8. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 140.




16.  Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
 
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
 
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
 
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμές τριάντα.
 
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!».
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
 
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

 «Πρέβεζα». Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 141-142.




17.  Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ’λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
 
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

 [«Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα»], 9-18. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 83.




18.  Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
[...]
Τα λόγια μου θα ’χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.
 
Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.
 
Θα φύγουν, και θα ’ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου.

 «Σταδιοδρομία», 1-2, 13-18. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 112.




19.  Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.

 «Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», 13-18. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 98.




20.  Είκοσι χρόνια παίζοντας
αντί χαρτιά βιβλία,
είκοσι χρόνια παίζοντας,
έχασα τη ζωή.

 «Στροφές», 1-4. Νηπενθή, 1921. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 31.




21.  Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν,
άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους,
τάφοι που πάντα με ανοιχτή χρονολογία προσμένουν,
γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.

 [«Σύμβολα...»]. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 73.




22.  Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.

 [«Την ώρα αυτή...»], 1-2. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 76.




23.  Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;

 «Ύπνος», 1-3. Νηπενθή, 1921. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 47.




24.  Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.

 «Υποθήκαι», 1-4. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 106.




25.  Ευτυχίζω σε σένα
τις ερχόμενες τύχες,
την άγνοια του κόσμου,
το χαμόγελο που είχες,
ω άγγελε παραστάτη,
ω παρήγορο φως μου!

 «Ωδή σ’ ένα παιδάκι», 31-36. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 85.




26.  Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...
 
Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά ’μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.
[...]
...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.

 «Ωχρά σπειροχαίτη», 1-8, 17-20. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 107.