|
Μαρκοράς Γεράσιμος | (17
Παραθέματα)
|
ΓΕΝΝΗΣΗ: Kεφαλονιά 1826 |
ΘΑΝΑΤΟΣ: Kέρκυρα 1911 |
|
1. |
Του κάκου τα στολίδια της η γη δεν έχει δώσει·
μη τα πατήσεις, και θα ιδείς
με πόσα ρόδα ο ποιητής
κρεβάτι θα σου στρώσει.
Μόνος αυτός, ανοίγοντας τα πυρωμένα χείλη,
ξυπνάει τους ήχους, κι ημπορεί
σε μακρυσμένην εποχή φήμη θνητού να στείλει.
|
| «Αμουσία», 25-32. Ποιητικά έργα, 1890. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 240. |

|
2. |
Χίλια σοφά συστήματα παλεύουν μ’ άλλα τόσα,
και από του κάμπου τη βοή
μάς πάει σ’ ατάραχη κορφή
της αρμονίας η γλώσσα.
Συχνά, σαν ήλιος φαίνεται, σκορπούν τα πρώτα ως χιόνια·
μόν’ η θεόπλαστη λαλιά
τ’ ανθρώπου ανάβει την καρδιά
τώρα χιλιάδες χρόνια.
Νά! ―σε στεριές και θάλασσες φωνή αντηχάει τριγύρου,
μέσ’ από αγνώριστους καιρούς·
Πόσο μαγεύει! ―την ακούς;
Είναι η φωνή του Ομήρου.
Νους, που ποτέ δεν εύρηκε σε τέτοιον ήχο κάτι,
διψώντας άκοπα για φως,
μένει στη νύχτα του, καθώς του θείου Τυφλού το μάτι.
|
| «Αμουσία», 33-48. Ποιητικά έργα, 1890. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 240. |

|
3. |
Λες και δε σ’ έχει ο Θάνατος, χρυσέ μου φίλε, αρπάξει.
Εδώ το φως ευτύχησε πιστά να σε χαράξει·
και τ’ άλλο ―φως ακοίμητο, που νους μεγάλος χύνει― δική σου εικόνα ολόλαμπρη σ’ ό,τι έχεις γράψει αφήνει.
|
| «Για μία φωτογραφία Ιακώβου Πολυλά». Μικρά ταξείδια, 1898. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 135. |

|
4. |
Ξημερώνει. Αυγή ροδάτη
με το πρώτο της πουλί
λες και κράζει τον εργάτη
στη φιλόπονη ζωή.
Σηκωθείτε, η γη χαρίζει
μόνον άφθονο καρπό,
αν ο κόπος την ποτίζει
μ’ έναν ίδρωτα συχνό.
Σαν εσάς, αδέλφια, ιδρώνει
και ο σοφός, που με το νου
κάμπους άμετρους οργώνει,
για θροφή του λογισμού.
Δίχως άνεση και σχόλη
πάντα, ως άξιος δουλευτής,
το ανθηρό του περιβόλι σκάφτει, σπέρνει ο Ποιητής.
|
| «Εργασία», 1-4, 17-28. Μικρά ταξείδια, 1898. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 248. |

|
5. |
Μάνα! ―Δε βρίσκεται
λέξη καμία
να ’χει στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο, όνομα θείο;
|
| «Μάνα», 1-7. Μικρά ταξείδια, 1898. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 243. |

|
6. |
Στη φύση ομπρός καλέστηκε
με τιμωρίας φοβέρα,
σαν ένας μέγας ένοχος,
η χτεσινή σου μέρα.
Εκεί καταμαρτύρησαν
καθρέφτηδες και χτένια
πως έκαμε ασημένια μία τρίχα σου χρυσή.
|
| «Μια άσπρη τρίχα», 1-8. Μικρά ταξείδια, 1898. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 244. |

|
7. |
Βγάλτε το σκίνο σύρριζα, ρίχτε τους βάτους πέρα,
βαθιά, βαθιά τες δίκοπες· είναι κι η γη ως μητέρα,
π’ όσο βαθύτερες πληγές ένα παιδί τής κάνει, τόσο η καρδιά της άφθονους καρπούς αγάπης βγάνει.
|
| «Ο γυρισμός των χωρικών μας», 3-6. Μικρά ταξείδια, 1898. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 247. |

|
8. |
Είδες ποτέ, με απόκρυφη
της φαντασίας λαμπάδα,
μία γη, στα πλούσια κάλλη της,
καμάρι του Θεού;
Πατώντας την Ελλάδα θα ευρέθηκες αυτού.
|
| «Ο ερχομός του Γεωργίου Α΄ στην Κέρκυρα», 1-6. Ποιητικά έργα, 1890. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 236. |

|
9. |
Και μες στο ξυλοκρέβατο να καυχηθεί προσμένω. Θα λέει: Ποιος είδε λείψανο να είν’ έτσι κορδωμένο;
|
| «Ο καυχησιάρης». Ποιητικά έργα, 1890. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 241. |

|
10. |
Βουβή μηνύτρα συφοράς είναι του κάκου η Φήμη,
όσες φορές τα λόγια του σου αντιλαλούν στη μνήμη:
[...]
«Εδώ, βαθιά στο στήθος μου, που τώρα, ενώ σπαράζει, Θρησκεία, Πατρίδα κι Έρωτας κάθε του χτύπο αγιάζει».
|
| Ο Όρκος, Α΄, 49-50, 53-54. 1875. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 137. |

|
11. |
Κι όσο αυτού μέσα δε θ’ ακούν παρ’ άλυσες και θρήνους αχ! της πατρίδας ο σταυρός θα ’ναι σταυρός για εκείνους!
|
| Ο Όρκος, Α΄, 383-384. 1875. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 140. |

|
12. |
Είπα: «Ο θνητός ανίκητος, αν είναι η δύναμή του μέσα στο κάστρο της ψυχής, που δε χωρούν οι εχθροί του».
|
| Ο Όρκος, Β΄, 535-536. 1875. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 143. |

|
13. |
Πλην κάθε φόβου δισταγμό ξάφνου ο θυμός νικάει.
|
| Ο Όρκος, Β΄, 1007. 1875. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 146. |

|
14. |
Τ’ αυτιά του κόσμου αν γελαστούν, η μύτη δε γελιέται.
|
| «Ο φαντασμένος ποιητής», 4. Ποιητικά έργα, 1890. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 241. |

|
15. |
Στη συφορά που σ’ εύρηκε, στον πόνο της ψυχής σου,
πετούμενο του Παρνασσού, τ’ άλλα πουλιά μιμήσου·
αγκαλά πέφτει και σ’ εμάς πικρό θανάτου βόλι, κιλαηδισμός ατέλειωτος είναι η ζωή μας όλη.
|
| «Ο Χαροκαημένος», 9-12. Ποιητικά έργα, 1890. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 233. |

|
16. |
Πίστεψέ το· αλήθεια, φως μου,
καθώς έγραψαν πολλοί,
για τες όμορφες του κόσμου ήρθαν άγγελοι στη γη.
|
| «Περιδιάβαση», 1-4. Μικρά ταξείδια, 1898. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 242. |

|
17. |
Μ’ αγάπη αυτός ανάσταινε,
βαθιά με φόβο κλειούσε
τα φλογερά πετούμενα
που ο νους γεννοβολούσε.
Ανίσως τώρα ορφάνεψαν,
θνητή δεν έχουν φύση·
αχ! έπρεπε να ζήσει
κι αυτός παντοτινά!
Και ζει. Με πλούσια χρώματα
η θεία ψυχή μάς μένει
στο στίχο τον αθάνατο
πιστά ζωγραφισμένη·
εκεί το πνεύμα δείχνεται
με αναλαμπή μεγάλη·
φέγγουν εκεί τα κάλλη οπού ’χε στη θωριά.
|
| «Το πρώτο Ψυχοσάββατο», 65-80. Ποιητικά έργα, 1890. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 128. |

|
|