Μπεργαδής(7  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Kρήτη; τέλη ιε΄ αιώνα;
ΘΑΝΑΤΟΣ: Άγνωστο
Εκτύπωση
1.  Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·
έθεκα στο κλινάρι μου κι ύπνον αποκοιμήθην.
Εφάνιστή μου κι έτρεχα ’ς λιβάδιν ωραιωμένον,
φαρίν εκαβαλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κι είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στην χέρα μου κοντάριν,
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίττες και δοξάριν·
κι εφάνη με οκ’ εδίωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώρες εκοντοστένετον και ώρες με βιαν εκίνα.

 Απόκοπος, 3-10. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 19.




2.  Οπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον η Νεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.

 Απόκοπος, 81-82. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 21.




3.  Χριστέ, να ράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,
να γέρθημαν οι ταπεινοί από τ’ ανήλιον στρώμα!
Να διάγειρεν η όψη μας, να στράφην η ελικιά μας,
να λάλησεν η γλώσσα μας, ν’ ακούσθην η ομιλιά μας!

 Απόκοπος, 243-246. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 25.




4.  [Για τις γυναίκες:]
Και οπού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,
τ’ αγρίμια ’ς λίμνην κυνηγά κ’ εις τα βουνιά ψαρεύγει.

 Απόκοπος, 264-265. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 26.




5.  Εκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,
οι άνεμοι εταράχθησαν κι η θάλασσα βρουχίσθην·
εσυχνοβρόντα κι ήστραπτεν, κι η συννεφιά απονάτον·
πώς να προσφέρει κίνδυνον τότες οικονομάτον.
Και ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ’ απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν,
ίτις εμείς τον θάνατον ομπρός τον εθωρούμαν·
στον Άδην να κατέβωμεν ως θαρρετά εκρατούμαν.

 Απόκοπος, 345-352. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 28.




6.  Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ’ εις το νερό εκτίσαν·
τώρα τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά σκορπίσαν.
Το θεμελιώσαν έπεσεν, το έκτισαν ερράγην
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.

 Απόκοπος, 411-414. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 30.




7.  Διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει.
Χρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ’ άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει.

 Απόκοπος, 449-452. Μπεργαδής, Απόκοπος - Η Βοσκοπούλα. Ερμής, 1979. 31.