|
Όθων | (2
Παραθέματα)
|
ΓΕΝΝΗΣΗ: Salzburg 1815 |
ΘΑΝΑΤΟΣ: Bamberg 1867 |
|
 |
1. |
Τρεις πραματευτάδες Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
Αφού είπανε το ’να και τ’ άλλο, [...] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου [...], γυρίζει στον έναν από τους τρεις Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει ο Χιώτης.
Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
― Δεν έχει νταραβέρι, Μεγαλειότατε!
Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
― Και η λέξις νταραβέρι, τι σημαίνει;
Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε! Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.
|
| Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, 1927. 325-326. |

|
2. |
Ανέγνων είς τινας εφημερίδας ότι, κατά την επικρατούσαν δόξαν μεταξύ του λαού, απαίσιον θεωρείται να βασιλεύη ο ηγεμών πέραν των τριάκοντα ετών. Τα τριάκοντά μου έτη ετελείωσαν.
|
| [1/13 Οκτωβρίου 1862]. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Β΄, 1879. 301. |

|
|