Πικατόρος Ιωάννης(3  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Ρέθυμνο 16ος αι.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Άγνωστο
Εκτύπωση
1.  Κι είδα τον Χάρον κι έμπαινε κι έβγαινε θυμωμένος,
σαν μακελάρης και φονιάς, στα χέρια ματωμένος.
Μαύρον εκαβαλίκευεν, εβάσταν και γεράκιν,
κι εκράτειεν εις την χέραν του σαγίταν και τοξάκιν,
κι είχεν θωριάν αγριόθωρη, μαύρη και αλλοτριωμένη,
κι η φορεσιά του χάλκινη και καταματωμένη.

 «Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην», 67-72. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 107.




2.  Αν ήτονε να πήγαινε στον Άδην άλλος γι’ άλλον,
πολλοί να μου ’παν, Χάροντα, άσ’ τον αυτόν και νά άλλον.

 «Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην», 307-308. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 108.




3.  Λέγει μου: «Ξεύρε, φίλε μου, και ο κόσμος μύλος έναι
και νοικοκύρης τον κρατεί και αργός ποτέ δεν έναι.
Και άνωθεν έναι ο μυλωνάς, ο θεός αυτός γροικάται,
και άμαν τ’ ορίσει, πάραυτα ο μύλος ’ς μιον κινάται,
και άλλους αλέθει και μασεί και βάνει τους στον Άδη,
και άλλους σηκώνει εκ τον βυθόν στου κόσμου το λαγκάδι».

 «Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην», 344-349. Στυλιανός Αλεξίου, Κρητική Ανθολογία (ΙΕ΄-ΙΖ΄ αιώνας). Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 1969. 69.