Πολυλάς Ιάκωβος(14  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Kέρκυρα 1825
ΘΑΝΑΤΟΣ: Kέρκυρα 1896
Εκτύπωση
1.  Η υψηλή δραματική ποίηση δεν είναι άλλο παρά μία θεοποίηση της ψυχής του ανθρώπου.

 Γεώργιος Καλοσγούρος, «Μελέτη στον Προμηθέα του Αισχύλου». Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης, εν Αθήναις, 1921. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 280.




2.  Όταν στα βάθη της νυκτός με περιζώνει
άκρα θαλάσσης, ουρανού και γης ειρήνη,
το πνεύμα οπού στην ταραχή του κόσμου σβήνει
σιγά την μυστικήν ζωή του ανανεώνει.
 
Των πόθων όλων και παθών αγάλι’ οι πόνοι
παύουν, καθώς στο νουν απλώνετ’ ευφροσύνη,
ο αιθέρας, οπού αρχήθεν η ψυχή μου κλίνει,
ήσυχη ορμή προς κόσμον άλλον με φτερώνει.
 
Και όσα πνεύματα εδώ στα πλάσματά τους είδα,
ακαθρέφτιστα εκεί θωρεί τα η φαντασία,
κι όταν θαρρώ πως την χρυσήν πατώ βαθμίδα,
 
όπου αντηχεί ψηλάθε απέραντη αρμονία
θαμπή στιγμή την ιλαρήν μού παίρνει ελπίδα
με ουράνιο λάλημα να ειπώ τραγούδια θεία.

 «Ερασιτέχνης». Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 211.




3.  Δύο απαιτούνται στοιχειώδη προσόντα εις την φιλολογικήν γλώσσαν. Να είναι κανονική, δηλαδή γραμματικώς ωρισμένη, και να είναι νοητή εις την ολομέλειαν του έθνους. (Η έλλειψις και των δύο τούτων συστατικών είναι γνώρισμα βαρβαρότητος. Η έλλειψις ή του ενός ή του άλλου την καθιστάνει ανίκανον να εκπληρώση τον προορισμόν της, την εξημέρωσιν και τον φωτισμόν της κοινωνίας.) Ακανόνιστος, δεν δύναται να χρησιμεύση ούτε εις ακριβή νοημάτων παράστασιν, ούτε εις ζωηράν αισθημάτων έκφρασιν. Διάφορος πολύ από την κοινώς ομιλουμένην, δεν αποτείνεται εις την καρδίαν, εις την αντίληψιν και εις την διάνοιαν του λαού, και πάλιν δεν δύναται να μεταδίδη γνώσεις και ιδέας.

 Η φιλολογική μας γλώσσα, 1892. Άπαντα τα λογοτεχνικά και κριτικά. Εκδόσεις Πηγής, 1950. 256




4.  Η δημοτική γλώσσα, και καθώς την εξώρισαν και από την πολιτείαν και από τον γραπτόν λόγον, δεν έπαυσε να είναι ο προφορικός λόγος του Έθνους, και απέναντι τόσων φραγμών και περιορισμών δεν έμεινε στάσιμος, αλλά μάλιστα κατώρθωσε να φανερώση τας ευγενείς της ιδιότητας εις τα αυτόματα πλάσματα της διανοίας και της φαντασίας του λαού.

 Η φιλολογική μας γλώσσα, 1892. Άπαντα τα λογοτεχνικά και κριτικά. Εκδόσεις Πηγής, 1950. 285.




5.  Ό,τι μεταξύ αγρίων έπραττε προνομιούχος άνθρωπος, όταν ηδυνήθη πρώτος να διερμηνεύση την άμεσον αντίληψιν ενός εξωτερικού αντικειμένου με μίαν διάρθρωσιν, έπραξεν, εις την απαίδευτον κοινωνίαν, όποιος έκλεισε πρώτος ένα νόημα καθολικόν εις πρότασιν αυτοτελή και καταληπτήν. Τοιαύτα είναι τα λαϊκά ρητά, ευτυχή του ατόμου εφευρήματα, τόσον αρμόδια και σύμφωνα προς την κοινήν συνείδησιν, ώστε γίνονται αμέσως αναφαίρετον κτήμα ολοκλήρου του λαού από γενεάν εις γενεάν.

 Η φιλολογική μας γλώσσα, 1892. Άπαντα τα λογοτεχνικά και κριτικά. Εκδόσεις Πηγής, 1950. 285.




6.  Οι νέοι ποιηταί μας δεν καινοτομούν, όταν παίρνουν από την αρχαίαν ό,τι αβίαστα συναρμόζεται με την φύσιν και τον χαρακτήρα της νεωτέρας. Τοιούτος εμπλουτισμός, εάν κανονίζεται από την καλαισθησίαν και το πλαστικόν πνεύμα, υποβοηθεί την οργανικήν ανάπτυξιν της γλώσσης, αντί να την αφήση εις την ορυκτολογικήν κατάστασιν, εις την οποίαν θέλουν να την καταδικάσουν οι καθαρολόγοι.

 Η φιλολογική μας γλώσσα, 1892. Άπαντα τα λογοτεχνικά και κριτικά. Εκδόσεις Πηγής, 1950. 304-305




7.  Στις γνώμες τις ανθρώπινες είν’ χωρισμός μεγάλος.
Ένας τη δόξα επιθυμεί,
άλλος τα χρήματα ποθεί,
τη μάθηση ένας άλλος.
 
Ποιος στο χειμώνα αρέσκεται και ποιος στο καλοκαίρι,
ποιος θέλει κόττα ή παππί·
ποιος ασηκώνεται πρωί
και ποιος το μεσημέρι.
 
Ποιος θέλει νύφη ασπρόλαιμη, ψηλή, χαριτωμένη,
ποιος τη ζητάει μελαχροινή,
και ποιος τη θέλει ταπεινή
και ποιος δαιμονισμένη.
 
Εγώ ούτε πλούτη εζήλεψα, ούτε ομορφιά και νιότη,
κι ούτε τη δόξα θέλω εγώ!
Να ’χω γιομάτο επιθυμώ
από κρασί το μπότη.

 «Ο μοναχός μου πόθος», 1872. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 210.




8.  Ο ποιητής ηξεύρει καλλίτερα ακόμη από εκείνον τον ζωγράφον [...] με τα πλάσματα, με τας εικόνας της φαντασίας του, να παραστήση, να μεγαλύνη, να ανυψώνη τα συμβάντα και τα κατορθώματα, να ηλεκτρίζη την καρδίαν, να κεντά τας πλέον ευαισθήτους χορδάς της, να εμπνέη τον ενθουσιασμόν διά τας μεγάλας, γενναίας και εθνωφελείς πράξεις.

 Παραδόσεις προς τον λαόν, 1871. Άπαντα τα λογοτεχνικά και κριτικά. Εκδόσεις Πηγής, 1950. 170.




9.  Το εθνικόν πνεύμα εις την παροιμίαν και εις τα ρητά περικλείει με θαυμαστήν συντομίαν τα στοιχειώδη διδάγματα του πρακτικού βίου, δοξάζει την αρετήν και στηλιτεύει την κακίαν· εις το παραμύθι διερμηνεύει συμβολικώς την παιδικήν ιδέαν, οπού έχει της ανθρωπίνης ζωής και του κόσμου, εις το τραγούδι, το ανώτερον αυτό ξεχείλισμα της ψυχής, απομνημονεύει και μεγαλοποιεί τας μυθικάς και τας ιστορικάς παραδόσεις, ή αφελώς εικονίζει την άμεσον των φυσικών εμφανίσεων αίσθησιν, ή περιπαθώς εκφράζει τα τρυφερά και πένθιμα αισθήματα. Αυταί αι πρώται απαρχαί της πλαστικής δυνάμεως του λαού, αυτά τα πρώτα σπέρματα, όθεν εις το μέλλον θα βλαστήσουν όλα τα διάφορα της ποιήσεως είδη, εμφανίζονται πλουσιώτερα και ευγενέστερα εκεί όπου την ψυχήν του έθνους εδοκίμασαν μεγάλα παθήματα και αγώνες γενναίοι.

 «Περί γλώσσης», 1894. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 222.




10.  Ως όργανον πλαστικώτατον της εμπνεύσεως ευρίσκεται ο στίχος, με ρυθμόν τόσον αρμόδιον εις την κλίσιν του έθνους και εις την φύσιν της γλώσσης, ώστε το πρωτόπλαστον εκείνον μέτρον συνήθως είναι προωρισμένον να μείνη εις τας ερχομένας της γλώσσης περιόδους πρότυπον άφθαρτον του ποιητικού λόγου.

 «Περί γλώσσης», 1894. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 223.




11.  Εάν προς τελειοποίησιν της γλώσσης συντελεί περισσότερον η αργοπόρος διάπλασις, ή το θαύμα της έξαφνης δημιουργίας, είναι αμφίβολον· όπως δήποτε είναι γεγονός, ότι ο γραπτός λόγος, εάν είναι το εξαγόμενον μακροχρονίου ζυμώσεως, γίνεται πλούσιος, πολυμερής, ευκολοκίνητος, αλλά, επειδή η παρέλασις του χρόνου συνεπιφέρει αφεύκτως την επικοινωνίαν προς άλλας συγγενείς φιλολογίας, λαμβάνει κοσμοπολιτικόν χαρακτήρα προς βλάβην της ατομικότητός του. Εάν απ’ εναντίας έλαβε την πρώτην ζωηφόρον ώθησιν από την μεγαλοφυΐαν, γίνεται πρωτοτυπώτερος, πλαστικώτερος και συμφωνότερος προς το πνεύμα του έθνους, όθεν και συμπαθέστερος προς ξένα στοιχεία.

 «Περί γλώσσης», 1894. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 223-224.




12.  Τας δύο της γλώσσης ικανότητας, την πνευματικήν και την οργανικήν, καλλιεργεί αυτομάτως, ως είδομεν, η καρδία και η φαντασία του λαού, αλλά πάλιν μόνος ο αληθής καλλιτέχνης δύναται να τας γονιμοποιήση εις τον ανώτατον βαθμόν, καθώς του το επιβάλλει η ανάγκη να διερμηνεύση νέας ιδέας και νέα συναισθήματα. Κατ’ αυτήν την έννοιαν οι ποιηταί δικαίως ονομάζονται γλωσσσοπλάσται, διότι ευρύνουν τα όρια της γλώσσης και εάν τα γλωσσικά των δημιουργήματα είναι αβίαστα, τότε η νεόπλαστος λέξις έχει ως διαφανή την σημασίαν, εισάγεται αμέσως εις τον γραπτόν λόγον και εις τον προφορικόν και αποτελεί οριστικώς αναφαίρετον μέρος του γλωσσικού θησαυρού.

 «Περί γλώσσης», 1894. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 224.




13.  Η ποίηση, η οποία δεν ημπορεί να αναπνέη παρά εις τες αγκάλες της φύσης, δεν στέργει άλλο όργανον ειμή τη ζωντανή φωνή με τους τύπους της, η οποία άλλο δεν είναι ειμή η λαχταριστή καρδιά όλης της κοινωνίας.

 «Προλεγόμενα», ΙV στην έκδοση Διονυσίου Σολωμού: Tα ευρισκόμενα, 1859. Διονύσιος Σολωμός, Ποιήματα. Ίκαρος, 1961. 15.




14.  Kαι ως προς την ουσία του ποιητικού έργου ο Σολωμός έβλεπε καθαρά και ασάλευτα επίστευε ότι ψυχή του αληθινού ποιήματος πρέπει να είναι η νίκη του λόγου απάνου εις την δύναμη των αισθήσεων· θρίαμβος αληθινός, διότι ούτε θα στηρίζεται εις την στωικήν απάθεια, ούτε θ’ αναπαύεται (μολονότι όχι ριζικώς αντίθετο) εις την τυφλήν υποταγήν εις την θείαν θέληση, αλλά θα πηγάζη εις τον άνθρωπο από την υψηλή συναίσθηση της ηθικής του ελευθερίας και από την ανάγκη να έβγη νικητής μες από τους πλέον γλυκούς πειρασμούς της καρδίας, από τον πλέον τρομερόν αγώνα με την τυφλήν οργή των ανελευθέρων εχθρών του φωτός.

 «Προλεγόμενα», XIV στην έκδοση Διονυσίου Σολωμού: Tα ευρισκόμενα, 1859. Διονύσιος Σολωμός, Ποιήματα. Ίκαρος, 1961. 33.