|
Ρίτσος Γιάννης | (37
Παραθέματα)
|
ΓΕΝΝΗΣΗ: Mονεμβασιά 1909 |
ΘΑΝΑΤΟΣ: Aθήνα 1990 |
|
1. |
Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ώς το τέλος, είναι η δόξα.
|
| «Αναπάντητο», 10. Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα. Κέδρος, 1972. 16. |
|
2. |
Λίγο-λίγο τα πράγματα αδειάζουν, όπως εκείνα τα μεγάλα κόκκαλα
που συναντούσαμε το καλοκαίρι στ’ ακρογιάλι ― κόκκαλα αλόγων
ή ζώων προϊστορικών· αδειάζουν απ’ τη μέσα ουσία, απ’ το μεδούλι·
μένει μονάχα ένα στέρεο λευκό, σαν έλλειψη χρώματος, με αόρατες τρύπες,
όπως το χρώμα εκείνο μέσα στα δωμάτια, το χειμώνα, όταν έξω
βρέχει ραγδαία. Τότε κρατάς το χερούλι της πόρτας ή το χερούλι
απ’ το φλιτζάνι του τσαγιού, κι ούτε που ξέρεις αν εσύ τα κρατάς ή σε κρατούνε
ή αν κρατιούνται κι εκείνα κι εσύ. Και, ξαφνικά, καθώς δοκιμάζεις
να πιεις το τσάι σου, βλέπεις στα δάχτυλά σου ανάμεσα το πορσελάνινο χερούλι
μόνο του· ―το φλιτζάνι λείπει· ―περιεργάζεσαι αυτό το χερούλι, τόσο άσπρο,
τόσο αβαρές, σχεδόν κοκκάλινο ―και το βρίσκεις ωραίο, σε σχήμα
μισού μηδενικού― γυρεύει τη συμπλήρωσή του, ενώ, αντίκρυ, στον τοίχο, μέσ’ από μια βαθιά ρωγμή, βγαίνει ζεστός ο ατμός απ’ το τσάι που δεν ήπιες.
|
| «Αναχωρήσεις, ΙΙΙ». Χειρονομίες, 1972. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 335. |
|
3. |
Τ’ αληθινό μπόι τ’ ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς.
|
| Αποχαιρετισμός, 288-289. 1957. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 233. |
|
4. |
Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα.
|
| Αποχαιρετισμός, 366-367. 1957. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 237. |
|
5. |
Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του, κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.
|
| Δοκιμασία, VII, 3-7. 1943. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 129. |
|
6. |
[...] Και τότε τρέχοντας εγώ φώναξα:
Γκραγκάντα
κι οι άλλοι κατάλαβαν αμέσως και φώναξαν: Γκραγκάντα
κι οι αντίλαλοι απ’ τους λόφους απέναντι καθώς ανεβαίναμε φώναξαν:
Γκρα και γκα και νντα
και Γκρα και γκα και νντα
Γκραγκάντα.
Κι ήταν αλήθεια Γκραγκάντα.
|
| Γκραγκάντα 5. 192-199. 1973. Γίγνεσθαι. Κέδρος, 1977. 74. |
|
7. |
Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.
Εδώ το φως, εδώ ο γιαλός, ―χρυσές, γαλάζιες γλώσσες, στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε.
|
| «Εδώ το φως». Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 1973. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 325. |
|
8. |
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σού λέω;
|
| Επιτάφιος, Ι, 1-4, 1936. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 66. |
|
9. |
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες, όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.
|
| Επιτάφιος, VII, 1-2. 1936. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 72. |
|
10. |
Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι, κι εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
|
| Επιτάφιος, ΙΧ, 9-10. 1936. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 74. |
|
11. |
Τά που δε μου ’παν οι καιροί κι όλου του κόσμου οι γλώσσες, μου τα ’πε μόνο η μια στιγμή, ξεχωριστή στις τόσες.
|
| Επιτάφιος, XVIII, 3-4. 1936. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 83. |
|
12. |
Κι εσύ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες
γιομίζεις τα σταφύλια σου μ’ αίμα και δυναμίτη στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του Χάρου.
|
| Η κυρά των αμπελιών, ΧΧ, 16-18. 1954. Ποιήματα, Β΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 95. |
|
13. |
Η λέξη με είχε
με βρήκε
με είπε.
Κι εγώ
μονάχα «ευχαριστώ».
Στη λέξη
μια λέξη. Ο κόσμος.
|
| [«Η λέξη»]. Χάρτινα, 1974. Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 2000. 320. |
|
14. |
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
|
| Η σονάτα του σεληνόφωτος, 33-36. 1956. Τέταρτη διάσταση. Εκδόσεις «Κέδρος», 1972. 46. |
|
15. |
Και νά, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα ― δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
|
| Καπνισμένο τσουκάλι, 88-97. Μετακινήσεις (1942-1949). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 250. |
|
16. |
― Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σκισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσκο και σαλεύεις;
― Μέσα στο βράχο σύναζα το γαίμα στάλα-στάλα, μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα.
|
| «Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι». Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 1973. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 322. |
|
17. |
Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ’ αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ ― το πέλαο δεν το βλέπουν.
Κι ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει το γαλάζιο κι απ’ το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ’ τον καημό του.
|
| «Λιγνά κορίτσια». Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 1973. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 324. |
|
18. |
Η ποίηση δεν θέτει όρους αποδοχής της αλλά τους δημιουργεί αυτούς τους όρους.
|
| Μελετήματα. Εκδόσεις «Κέδρος», 1974. 46. |
|
19. |
Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, [...] τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος.
|
| «Ο χώρος του ποιητή», 16-17. 12 ποιήματα για τον Καβάφη, 1963. Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου. Κέδρος, 2000. 252. |
|
20. |
Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους ―είπε―
εσύ, Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους
για μια πανανθρώπινη συνάντηση. [...]
Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, ―είπε― μάθαμε τουλάχιστον
πως αύριο θα συναντηθούμε. Αυτό διδάσκουμε,
αυτό κηρύττουμε, μην κάνοντας καθόλου κήρυγμα,
γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα, λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει.
|
| «Όχι πολιτική», 1-3, 16-20. Ασκήσεις (1950-1960). Ποιήματα, Γ´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1964. 339. |
|
21. |
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
|
| Ρωμιοσύνη, Ι, 1-4. 1954. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 158. |
|
22. |
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
|
| Ρωμιοσύνη, Ι, 23-26. 1954. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 159. |
|
23. |
Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
|
| Ρωμιοσύνη, IV, 32-33. 1954. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 165. |
|
24. |
[...] Το κέρδος είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη.
|
| «Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου». Δοκιμασία, 1943. Ποιήματα, Α΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 424. |
|
25. |
Η μοναξιά, είπε, κάθεται πίσω απ’ τη φωνή μας.
Κάθεται πίσω απ’ το φιλί, πίσω απ’ τον όρκο
όπως το σκοτεινό μιας κάμαρας πίσω απ’ το τζάμι
όπως το φίδι πίσω απ’ την πέτρα όπως, λίγο πιο κει απ’ τον έρωτα, η μετάνοια.
|
| «Σινάγια», 7-11. Η αρχιτεκτονική των δέντρων, 1958. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 240. |
|
26. |
Η μοναξιά παραμονεύει πριν απ’ την ευθύνη και μετά την ευθύνη· η πρόωρη δόξα είναι η ευθύνη η πιο αβάσταχτη.
|
| «Σινάγια», 37-38. Η αρχιτεκτονική των δέντρων, 1958. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 241. |
|
27. |
Αν είναι η δόξα κούραση πολιορκημένη απ’ τις εχθρότητες της μένει πάντα ο δρόμος προς τις ρίζες και προς το ισχυρό οξυγόνο.
|
| «Σινάγια», 47-48. Η αρχιτεκτονική των δέντρων, 1958. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 241. |
|
28. |
Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή.
|
| «Στίχος». Μαρτυρίες Α´, 1963. Ποιήματα, Θ´. Κέδρος, 1989. 193. |
|
29. |
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
|
| «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις». Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 1973. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 325. |
|
30. |
[...] Ω, αυτό το «ή»―
έκφραση περιπαιχτικής κι ευγενικής ταυτόχρονα ακριβολογίας,
αμφίθυμο χαμόγελο μιας αμετάδοτης κι αμέτοχης σοφίας
που στρέφει σκωπτικά προς τον εαυτό της και τους άλλους
γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι
η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει, (γι’ αυτό κι ασυχώρετο
το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας, ―ο θεός να μας φυλάει).
«Ή», διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας,
βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων,
μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου, τις τόσες αποχρώσεις κι εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο.
|
| «Το διαζευκτικόν ή», 5-15. Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα. Κέδρος, 1972. 91. |
|
31. |
Θάλασσα, θάλασσα
τα βιβλία δε φράζουν το ερώτημα
το ερώτημα δε φράζει την πληγή. Απ’ την πληγή μας ξεκινάει το πέλαγος.
|
| Το εμβατήριο του Ωκεανού, 1940. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 97. |
|
32. |
Η μνήμη κατάφυτη με κυπαρίσσια.
|
| Το εμβατήριο του Ωκεανού, 1940. Ποιήματα, Α΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 273. |
|
33. |
Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει,
Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ’ αρχίσεις το τραγούδι.
|
| «Το κυκλάμινο». Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, 1973. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 324. |
|
34. |
Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε·
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου, θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.
|
| «Το νόημα της απλότητας», 1-4. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453. |
|
35. |
Πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
|
| «Το νόημα της απλότητας», 8. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453. |
|
36. |
Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη, και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.
|
| «Το νόημα της απλότητας», 9-11. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453. |
|
37. |
Το ποίημα είναι τ’ αρνητικό της σιωπής.
|
| Χάρτινα, ΙΙΙ. [2]. 1-2. 1974. Ποιήματα, ΙΑ´. Κέδρος, 1993. 265. |
|
|