Χάρης Πέτρος(3  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Aθήνα 1902
ΘΑΝΑΤΟΣ: Aθήνα 1998
Εκτύπωση
1.  Η ελληνική λογοτεχνική γενεά του ’30, που είχε πάρει κοντά της και μερικούς λογοτέχνες λίγο παλαιότερους και πιο ώριμους κι έτσι δυνάμωσε περισσότερο ακόμα, δεν ακολούθησε ριζικές ιδεολογικές ανταρσίες, έζησε μέσα στην αμφιβολία, πολύ βασανίστηκε στον κλοιό της γενικής απιστίας, μα και διαμόρφωσε καθαρά πνευματική συνείδηση, που τη βοήθησε να δώσει έργο. Δεν έχει να προβάλει μαχητική διάθεση και δράση μεγάλη έξω από τα σπουδαστήρια, μπορεί όμως να επιδείξει περισυλλογή και οικοδομικές ικανότητες, που έστησαν και κράτησαν όρθιο, ανάμεσα σε τόση αναταραχή, ένα οικοδόμημα που στεγάζει σήμερα ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο κατασταλαγμένο και μαζί ό,τι πιο συγχρονισμένο έχει η πνευματική μας ζωή. Η γενεά του ’30, στην ευρύτερη σύνθεση που όρισα παραπάνω, πίστεψε πολύ στην αξία του πνεύματος, όσο κι αν πικράθηκε από την αστάθειά του σε ώρες κρίσιμες, και στάθηκε δισταχτική μπροστά σε καθετί που την έσπρωχνε στη δράση και στο πεζοδρόμιο.

 «Δύο γενεές». Υπάρχουν «θεοί»;, 1948. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Ε΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 60.




2.  Η γενεά του ’40 αποτελείται από ανθρώπους που δε συζητούν αλλά ζουν το φανατισμό τους και τον κάνουν καθημερινή πράξη. Και οι πνευματικοί τους αντιπρόσωποι από τον ίδιο φανατισμό ξεκινούν και σ’ αυτόν πάλι γυρίζουν [...]
     Θά ’ρθει, βέβαια, η ώρα, που θ’ αναζητήσει τη βαθύτερη και διαρκέστερη αλήθεια, την αλήθεια που υπάρχει πέρ’ από τη δράση και την ταραχή, στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων και στο κρυφό δράμα των ελεύθερων συνειδήσεων. Μα η ώρα αυτή δεν πρέπει ν’ αργήσει. Και η γενεά του ’40, πριν περάσει στην ηλικία της ωριμότητας, είναι ανάγκη να ζήσει και έξω από τις ιδέες, έξω από τους ιδεολογικούς φανατισμούς.

 «Δύο γενεές». Υπάρχουν «θεοί»;, 1948. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Ε΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 60-61.




3.  Έχουν να πουν ότι η μετακόμιση δεν παραλλάζει από πυρκαγιά. Μα ο θάνατος αφήνει πίσω του όχι ένα σπίτι που κάηκε αλλά ανθρώπους που ολοένα καίγονται και δε βρίσκουν τρόπο να σβήσουν τη φωτιά κι από κανένα δε μπορούν να ’χουν βοήθεια. Αμέτρητες οι μικρές-μικρές φλόγες στο σπίτι: ό,τι αγάπησε η γυναίκα που έφυγε, ό,τι άγγιζε και ζέσταινε με τη μαλακή της παλάμη, ό,τι φορούσε κι έγινε στολίδι του κορμιού της, του προσώπου της, των αυτιών της, των χεριών της, στολίδι της γυναίκας που την βλέπει όλος ο κόσμος και της άλλης που λάμπει σ’ ένα κλειστό δωμάτιο για έναν μόνο άντρα.

 «Τριάντα εννέα κι οχτώ». Δρόμος 100 μέτρων, 1962. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Ε΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 56.