Βιζυηνός Γεώργιος(16  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Bιζύη 1849
ΘΑΝΑΤΟΣ: Aθήνα 1896
Εκτύπωση
1.  Ιδέτε τον σκώληκα της γης. Τι ταπεινότερον, τι ατελέστερον πλάσμα, ηδύνατο να φαντασθή κανείς; Και όμως τίς θα το επίστευεν; Η φύσις προσηνέχθη προς τον σκώληκα φιλοστοργότερον ή προς τον αυτοκαλούμενον βασιλέα της δημιουργίας!
     Φαντασθήτε τον άνθρωπον εστερημένον χειρών και ποδών ―οποίος κίνδυνος διά την ζωήν του! Τι ελεεινόν και άσχημον θέαμα διά τους οφθαλμούς! Πόσον δύσκολος η διατροφή του! Η δε μήτηρ αυτού Φύσις― αγρόν ηγόρασεν! Αλλά διχοτομήσατε τον σκώληκα, και θα τον ιδήτε μετά πόσης δραστηριότητος και φιλοστοργίας θα σπεύση να συμπληρώση το αποκοπέν, να άρη την μικράν ασχημίαν, να κάμη εκ των τεμαχίων του ενός, δύο σκώληκας!

 «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», 1884. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 193.




2.  Κακόν δεν θα ειπή πάντοτε Θάνατος. Ο Θάνατος δεν είναι μάλιστα ποτέ ανέλπιστον κακόν.

 «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», 1884. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 219.




3.  Μία των απολαύσεων τούτων είναι προ πάντων το μεγαλοπρεπές θέαμα τρικυμίας εν ανοικτώ πελάγει. Οι φιλόσοφοι ουδέποτε λησμονούν να εισαγάγωσιν αυτό ως παράδειγμα του Υψηλού εν ταις Καλολογίαις των· και, δεν ενθυμούμαι τώρα ποίος ζωγράφος ή ποιητής, ταξειδεύων εν φοβερά τρικυμία, παρεκάλεσε τον πλοίαρχον να προσδέση αυτόν στερρώς επί του ημιθραύστου ιστού του κλυδωνιζομένου σκάφους, όπως, χωρίς να γίνη ανάρπαστος υπό του ανέμου ή των κυμάτων, τέρψη την ψυχήν αυτού διά της υψίστης πνευματικής απολαύσεως, την οποίαν μετ’ ολίγον δεν θα ηδύνατο πλέον να τω παράσχη εν τω άλλω κόσμω ο Θεός, με όλην αυτού την παντοδυναμίαν! Όσον αφορά τους φιλοσόφους, είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι ποτέ δεν εθαύμασαν αυτοί μίαν τρικυμίαν, έστω και από της ασφαλούς παραλίας. Προς τον καλλιτέχνην εκείνον όμως λέγω: ― Όστις και αν είσαι, δος δόξαν τω Θεώ, ο οποίος σε έπλασε μ’ εντόσθια δυσπαθέστερα των άλλων. Διότι, ας σε έπιανεν η θάλασσα, και σε έβλεπα εγώ αν δεν αφίνεσο μάλλον να σε αρπάξουν και σε πνίξουν τα κύματα, διά να απαλλαγής από τα βάσανά σου μίαν ώραν πρωτήτερα.

 «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», 1883. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 281.




4.  Και όμως ιδέτε την εκλεκτήν μου, ιδέτε την πιστήν μου Πομπηίαν! Ο πηλός των οδών αυτής στολίζει τα στήθη των ηγεμονίδων, και διά των σκουπιδίων αυτής κοσμούσι των βασιλέων τας αιθούσας. Τίς θα ενθυμείτο το άσημον πολίχνιον των ναυτών και αλιέων, εάν δεν είχεν υπάρξη πιστή του Βεζουβίου μέχρι θανάτου, εάν δεν εξέπνεεν ασπαίρουσα υπό τας φλογεράς του περιπτύξεις;....

 «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», 1883. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 289.




5.  Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος, εξηκολούθησεν είτα ο Σελήμ αναλαβών το πρότερον ύφος. Για πες μου, στο Θεό σου! Δεν είν’ αλήθεια πως και οι πέτρες, που είναι στον κόσμο, αν εύρισκαν κανένα να πουν τα ντέρτια τους, θα ήσαν ελαφρότερες;

 «Ο Μοσκώβ Σελήμ», 1895. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 234.




6.  Να βλέπει τις την ευμορφιά είναι χαΐρι.

 «Ο Μοσκώβ Σελήμ», 1895. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 252.




7.  Ό,τι δεν κατωρθώθη διά της λεοντής, επετυγχάνετο λάθρα διά της αλωπεκής.

 «Ο Μοσκώβ Σελήμ», 1895. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 252.




8.  Είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά.

 «Παιδί μου! Ώρα σου καλή», 2. Ατθίδες αύραι, 1883. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 169. 62.




9.  Το τάζω χρόνο και καιρό
να βάλω μαύρο ράσο,
μαύρο μονόκερο σταυρό
στα στήθη να κρεμάσω.
[...]
Και μόλις κάμω την βουλή,
την παίρν’ ανεμοβρόχι·
και συλλογιούμαι το φιλί,
θυμούμ’ αυτήν που το ’χει.
[...]
Γλυκά-γλυκά τήνε φιλώ
γλυκά τήνε χαϊδεύω.―
Σύρε, ψυχή μου, στο καλό,
κι εγώ δεν ασκητεύω!

 «Παλιμβουλία», 1-4, 13-16, 21-24. Ατθίδες αύραι, 1883. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Δ΄. Οι Φαναριώτες και η Αθηναϊκή Σχολή. «Δωδώνη», χ.χ. 187-188.




10.  Λοιπόν το ίδιο και με την ζωήν, παιδί μου. Η ζωή, καθώς είπαμεν, δεν είναι παρά λεπτά και ώρες και ημέρες του χρόνου. Όποιος λοιπόν γνωρίζει να οικονομή τα λεπτά και τας ώρας του χρόνου, αυτός γνωρίζει τον μόνον δυνατόν τρόπον να αυξήση τα έτη του επιγείου βίου, να μακρύνη, καθώς λέγομεν, την ζωήν του.

 «Πώς οικονομείται ο χρόνος», 1890. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 112.




11.  Μολαταύτα μη νομίσης ότι αρκεί να είναι κανείς αιωνίως ενησχολημένος διά να είναι και εργατικός άνθρωπος. Ημπορεί να είναι χειρότερος από τον αργόν εάν όχι μόνον τον καιρόν του, αλλά και το φως των οφθαλμών του και τα υλικά εξοδεύση εις τα χαμένα. Η ενασχόλησις διά να είναι έργον πρέπει να γίνεται δι’ ένα σκοπόν, άξιον να φέρη τούτο το όνομα· άλλως είναι προτιμότερον να μένης άεργος όλην την ημέραν παρά ν’ αναγιγνώσκης ανόητα και μηδαμινά πράγματα, ή να κουράζης τους οφθαλμούς και τα νεύρα σου επάνω εις κανέν πολυδαίδαλον αλλ’ ανωφελές εργόχειρον «κόκκινον από το αίμα του δολοφονουμένου χρόνου».

 «Πώς οικονομείται ο χρόνος», 1890. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 115.




12.  Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον· ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλες τες βουλές και τα θελήματα του Θεού και συγχωρνά τες αμαρτίες όλου του κόσμου. Μα τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!

 «Το αμάρτημα της μητρός μου», 1883. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 132.




13.  Είναι αληθώς θαυμαστή η προθυμότης και η ευσέβεια, μεθ’ ης και ο δυστροπώτερος των ανθρώπων υπακούει παρ’ ημίν εις την τελευταίαν επιθυμίαν των αποθνησκόντων. Δεν ηξεύρω εάν πιστεύεται, ότι οι μη συντείναντες προς εκπλήρωσιν αυτής προκαλούσιν αφ’ εαυτών την του ουρανού δυσμένειαν. Ίσως ―κατά την φιλοσοφικωτάτην ηθικήν του λαού― αποφεύγει έκαστος να πράξη ό,τι δεν επιθυμεί να συμβή εις αυτόν. Το βέβαιον είναι, ότι η αποδημούσα ψυχή, εφ’ όσον έχει ακόμη επιθυμίαν τινά ανεκπλήρωτον, δεν δύναται να αποσπασθή του ξένου πλέον αυτής σώματος και αναχωρήση, αλλά τριγυρίζει γογγύζουσα και παραπονουμένη επί των χειλέων του ψυχορραγούντος· φρικτόν δε θεωρείται και στιγματίζεται ως ασέβεια, εάν οι συγγενείς και οι οικείοι δεν σπεύδουν να πράξωσι παν το επ’ αυτοίς, όπως ετοιμάσωσιν ήσυχον και ευχαριστημένην την αναχώρησιν της ψυχής από ένα κόσμον, εις τον οποίον δεν ανήκει μεν πλέον, μετά του οποίου όμως την συνδέει ακόμη η τελευταία της επιθυμία. Εκ της εκφράσεως μάλιστα, ην λαμβάνει το πρόσωπον του νεκρού αφού εκπνεύση, δύναται ν’ αποφανθή τις αλανθάστως, εάν τούτο εγένετο ή όχι.

 «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», 1884. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 169.




14.  Η γιαγιά με τας χείρας θηλυκωμένας περί τα γόνατά της, με το απελπισμένον της βλέμμα απλανές επί της όψεως του παππού, εκάθητο ωχρά, βωβή, ακίνητος ως απολιθωμένη παρά το πλευρόν του. Η ταλαίπωρος! Τι δε θα έδιδεν όπως τον εμποδίση από τούτο το ταξείδιον. Διότι το μειδίαμα του παππού ήτον η λάμψις, ην έσυρεν οπίσω της η προς ουρανόν αποδημούσα ψυχή του. Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα το μόνον της ζωής του ταξείδιον.

 «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», 1884. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Βασική Βιβλιοθήκη, 18. «Αετός» Α.Ε., 1954. 183.




15.  Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
―Θεός να μην το κάμει
να γίν’ αληθινό!―
Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλικάρι,
χλωμό σαν το φεγγάρι,
σαν νύχτα σιγανό.

 «Το όνειρον», 1-8. Ατθίδες αύραι, 1883. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Δ΄. Οι Φαναριώτες και η Αθηναϊκή Σχολή. «Δωδώνη», χ.χ. 186.




16.  Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ’ αυτή την χώρα,
όλα αλλάξαν τώρα!
 
Και από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

 «Το φάσμα μου», 1-10. 1894. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Δ΄. Οι Φαναριώτες και η Αθηναϊκή Σχολή. «Δωδώνη», χ.χ. 189-190.