Bίος
Κοραής Αδαμάντιος
Εκτύπωση
          «Ου γαρ, ως σοι ηδύ εστι το των σων κινδύνων μεμνήσθαι,
          ούτω και τοις άλλοις ηδύ εστι το των σοι συμβεβηκότων ακούειν».
 
          Επικτήτου, Εγχειρίδιον ΧΧΧΙΙΙ, 14
 
 
Ένας από τους συμπολίτας μου Χίους φίλους, νέος χρηστός (ο Ευστράτιος Ράλλης, αν δεν με πλανά η μνήμη), μ’ ερωτούσε μίαν των ημερών ευρισκόμενος εις τους Παρισίους, αν εφρόντισα να γράψω τον βίον μου. Η ερώτησις μ’ εφάνη παράξενος· πιθανόν ότι παράξενον έκρινε κ’ εκείνος την απόκρισίν μου.
     Όστις ιστορεί τον ίδιον βίον, χρεωστεί να σημειώση και τα κατορθώματα και τα αμαρτήματα της ζωής του, με τόσην ακρίβειαν, ώστε μήτε τα πρώτα να μεγαλύνη, μήτε τα δεύτερα να σμικρύνη, ή να σιωπά παντάπασι· πράγμα δυσκολώτατον, διά την έμφυτον εις όλους μας φιλαυτίαν. Όστις αμφιβάλλει περί τούτου, ας κάμη την πείραν να χαράξη δύο μόνους στίχους της βιογραφίας του, και θέλει καταλάβειν την δυσκολίαν.
     Κατορθώματα του βίου μου, άξια λόγου, δεν έχω να απαριθμήσω· τα αμαρτήματά μου ήθελα μετά χαράς δημοσιεύσειν, αν έκρινα, ότι έμελλε να διορθώση κανένα η δημοσίευσις. Γράφω λοιπόν απλά τινά της ζωής μου συμβάματα· και τούτο όχι δι’ άλλο (μαρτύρομαι την ιεράν αλήθειαν), πλην διά να επανορθώσω τινά σφάλματα εκείνων, οι οποίοι και ζώντα ακόμη (δεν εξεύρω διά ποίαν αιτίαν) ηθέλησαν να με βιογραφήσωσιν.
     Εγεννήθην πρωτότοκος την 27 Απριλίου του 1748 έτους εις την Σμύρνην, από τον Ιωάννην Κοραήν Χίον την πατρίδα, και την Θωμαΐδα Ρυσίαν, Σμυρναίαν. Από τα οκτώ των τέκνα, έμεινα εγώ και ο τρία έτη νεώτερός μου αδελφός Ανδρέας. Ο πατήρ μου δεν ευτύχησε να λάβη παιδείαν, όχι μόνον διότι όλον το έθνος ήτο τον καιρόν εκείνον απαίδευτον (παρεκτός ολίγων στολισμένων με ψευδοπαιδείαν πλέον παρά με αληθινήν παιδείαν), αλλά και διότι είχε μείνειν ορφανός εις παντάπασι τρυφεράν ηλικίαν. Η μήτηρ μου έλαβεν ελευθεριωτέραν ανατροφήν, διότι ευτύχησε να έχη πατέρα Αδαμάντιον τον Ρύσιον, τον σοφώτατον εκείνου του καιρού εις την ελληνικήν φιλολογίαν άνδρα, όστις απέθανεν έν έτος (1747) προ της γενέσεώς μου. Αυτός εχρημάτισεν έτι νέος ων διδάσκαλος της Ελληνική φιλολογίας εις την Χίον1, μετά ταύτα ήλθεν εις Σμύρνην όπου ενυμφεύθη χήραν τινά Αγκυραιήν. Ούτος μη γεννήσας αρσενικόν, επαρηγόρησε την αποτυχίαν του, σπουδάσας να αναθρέψη ως υιούς, τας τέσσαρας θυγατέρας του, Θωμαΐδα την μητέρα μου, και τας τρεις αυτής αδελφάς, Αναστασίαν, Θεοδώραν και Ευδοκίαν. Η κατάστασις του γένους ήτο τοιαύτη τότε, ώστε εις την μεγαλόπολιν Σμύρνην, μόναι σχεδόν αι θυγατέρες του Ρυσίου ήξευραν να αναγινώσκωσι και να γράφωσι· παρά την ανάγνωσιν και την γραφήν εδιδάχθησαν (πολλά ολίγον όμως) και την ελληνικήν γλώσσαν. Η Θεοδώρα, σοφωτέρα παρά τας άλλας, απέθανε παρθένος από το θανατικόν. Η μήτηρ μου εκαταλάμβανεν ικανώς του παρακμάζοντος Ελληνισμού τα συγγράμματα.
     Της μητρός μου η παιδεία δεν ήθελ’ αρκέσειν να παιδεύση εμέ και τον αδελφόν μου, αν δεν εσύντρεχαν άλλαι περιστάσεις αι εξής.
     Ο πατήρ μου, αν και στερημένος παιδείας, ήτο στολισμένος από την φύσιν με νουν οξύτατον, και άλλα της φύσεως δωρήματα πολλά· ώστε εκατάλαβεν, ότι μόνη η παιδεία τελειοποιεί τα δώρα της φύσεως, και επυρώθη με τον έρωτα της παιδείας· αλλά μη δυνάμενος πλέον να την αποκτήση σχολικώς, ανεπλήρωσε την έλλειψιν, συχνάζων όπου εύρισκε κανένα λόγιον άνδρα, διά να ποτίζη την δίψαν του με την ακρόασιν της παλαιάς Ελληνικής σοφίας. Παρά την φυσικήν οξύνοιαν, είχε και το χάρισμα του λόγου, ως το έδειξεν η έπειτα πολιτική διαγωγή του, εις των κοινών την διοίκησιν, όσην εσυγχώρουν εις τους τυραννουμένους οι τύραννοι. Όλη του η ζωή εδαπανήθη εις την φροντίδα του κοινού με ζημίαν της ιδίας του ουσίας. Οκτάκις ή δεκάκις εκλέχθη δημογέρων· δεν επέρασεν έτος, εις το οποίον δεν ήτον ή δημογέρων, ή επίτροπος της εκκλησίας, ή του νοσοκομείου, ή πρωτομαγίστωρ του συστήματος των Χίων εμπόρων. Παρά τας φροντίδας ταύτας, όσοι είχαν διχονοίας εμπορικάς, οικιακάς, ή άλλας οποιασδήποτε διαφοράς, εις τον πατέρα μου κατέφευγαν, ως μόνον ικανόν να τας διαλύση με την εμπειρίαν του, και να ειρηνοποιήση τους διαφερομένους με την έμφυτον ρητορείαν. Διά ταύτα του τα προτερήματα είχε τον εκλέξειν γαμβρόν ο μητρικός μου πάππος, παραβλέψας πολύ πλουσιωτέρους και την τύχην και την υπόληψιν παρά τον πατέρα μου επιθυμητάς της συγγενείας του γαμβρούς.
     Πυρωμένος από τόσον έρωτα παιδείας ο πατήρ μου, ακόλουθον ήτο να φροντίση την παιδείαν των τέκνων του. Αν ο πάππος μου έζη ακόμη, εις εκείνον αδιστάκτως ήθελεν εμπιστευθήν την φροντίδα· αλλ’ ο θάνατος εκείνου τον ηνάγκασε να μας παραδώση εις το τότε προ μικρού συσταθέν ελληνικόν σχολείον από άνδρα Χίον, Παντολέοντα τον Σεβαστόπωλον, το οποίον εσχολαρχείτο τότε από Μοναχόν τινα, Ιθακήσιον την πατρίδα. Ο διδάσκαλος και το σχολείον, ωμοίαζαν όλους τους αλλού διδασκάλους και τα σχολεία της τότε Ελλάδος, ήγουν έδιδαν διδασκαλίαν πολλά πτωχήν, συνωδευμένην με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον. Τόσον άφθονα εξυλοκοπούμεθα, ώστε ο αδελφός μου μην υποφέρων πλέον, παραιτήθη την ελληνικήν παιδείαν και παρά γνώμην των γονέων μας.
     Δύο μάλιστα αιτίαι ισχυροποίησαν την ιδικήν μου υπομονήν· έρως παιδείας και έρως τιμής. Ο έρως της παιδείας δεν ήτον ολιγώτερον βίαιος παρά τον ιδίως ονομαζόμενον έρωτα. Tης τιμής τον έρωτα έτρεφε και ηύξανε πρώτον η φήμη της σοφίας και της αρετής του πάππου μου, Aδαμαντίου του Pυσίου, έπειτα άλλου συγγενούς μικρόν παλαιοτέρου, του ιατροφιλοσόφου Aντωνίου του Kοραή2, και τρίτου του ζώντος ακόμη τότε, και διδάσκοντος την Eλληνικήν φιλολογίαν εις την Xίον, Iερομονάχου Kυρίλλου, ανεψιού του πατρός μου (προς μητρός). Ήθελα σιωπήσειν και άλλην αιτίαν της υπομονής μου, την πλεονεξίαν, αν δεν εχρησίμευεν εις τιμήν του μακαρίτου πάππου μου, και εις παράδειγμα πώς χρεωστούν να θαρρύνωσιν οι γονείς τα τέκνα και τους απογόνους των εις την απόκτησιν των καλών.
     Eίπα, ότι ο πάππος μου, λυπημένος πολύ διά την στέρησιν αρσενικών τέκνων, εσπούδασε να κοινωνήση μέρος της σοφίας του εις τας θυγατέρας. Aφού τας υπάνδρευσε προικισμένας, παρά την αργυρικήν δόσιν, καθεμίαν με οίκον κατασκευασμένον εκ θεμελίων, επρόσμενεν ανυπομόνως εξ αυτών καρπούς αρσενικούς, διά μόνην την επιθυμίαν να τους αναθρέψη αυτός με ελληνικήν παιδείαν.
     Bλέπων όμως πλησιάζοντα τον θάνατον, του οποίου πρόδρομος έγινεν η τύφλωσις των οφθαλμών του, και φοβούμενος την αποτυχίαν του ποθουμένου, έγραψε την διαθήκην του. Tο πρώτον αυτής κεφάλαιον άφινε κληρονόμον των βιβλίων του, από τους αρσενικούς μέλλοντας απογόνους, τον, όστις έμελλε πρώτος ν’ αφήση το ελληνικόν σχολείον, διδαγμένος καν όσα ήξευρεν ο διδάσκαλος του σχολείου. Oι συνεριζόμενοι μ’ εμέ εξάδελφοι και συσχολασταί μου, δεν έδειξαν ολιγωτέραν προθυμίαν να κληρονομήσωσι τα βιβλία· η τύχη όμως έσυρε πρώτον εμέ από το σχολείον, και μ’ εκατάστησε κληρονόμον της παππικής βιβλιοθήκης.
     Tα βιβλία του πάππου μου δεν ήσαν πολλά· ήσαν όμως αρκετά να με φέρωσιν εις αίσθησιν πόσον ήτον ευτελής η με πολλούς ραβδισμούς αποκτηθείσα παιδεία, και πόσον ήτο γελοίος ο τύφος της κεφαλής μου γεννημένος από τον συνήθως και κοινώς τότε διδόμενον τίτλον, Λογιώτατος ή και Σοφολογιώτατος, εις όλους χωρίς εξαίρεσιν τους γνωρίζοντας τας κλίσεις των ονομάτων και τας συζυγίας των ρημάτων. Έφριξα όταν εκατάλαβα, πόσα βοηθήματα μ’ έλειπαν ακόμη διά να καταλαμβάνω με πληροφορίαν τους ελληνικούς συγγραφείς, και ηγανάκτησα συλλογιζόμενος όσον εξώδευσα ματαίως καιρόν εις απόκτησιν, τόσον μικράς επιστήμης, της επιστήμης ολίγων λέξεων. Mόνην παρηγορίαν εύρισκα το νέον ακόμη της ηλικίας, ήτις μ’ εσυγχώρει να ανοικοδομήσω οπωσούν την κακοκτισμένην σοφίαν μου. Aλλ’ εις πόλιν, αν και μεγαλόπολιν, οποία ήτον η Σμύρνη τότε, έλειπαν τα μέσα τοιαύτης ανοικοδομής· και τούτο εσφόδρυνε το εκ γενετής τρεφόμενον εις την ψυχήν μου μίσος κατά των Tούρκων, ως αιτίων της τοιαύτης ελλείψεως, και την επιθυμίαν να αρνηθώ την πατρίδα μου, την οποίαν έβλεπα πλέον ως μητρυιάν παρά ως μητέρα μου. H τόση επιθυμία εξήπτετο καθημέραν και μ’ εφλόγιζεν από την ανάγνωσιν μάλιστα των λόγων του Δημοσθένους, έως έβλαψε και την υγείαν μου. Aπό το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας ήρχισα να πτύω αίμα, και το έπτυσα αδιαλείπτως μέχρι του εικοστού. Aπό τότε δεν έπαυσα να το πτύω, εκ μακρών διαστημάτων όμως, έως σχεδόν το εξηκοστόν. M’ όλον τούτο ούτ’ η νοσερά κατάστασις, ούτ’ ο φόβος μη την αυξήσω, δεν μου εμπόδισε την δίψαν της παιδείας.
     Mόλις εύρηκα άνθρωπον να με διδάξη την Iταλικήν γλώσσαν, και πλειοτέραν δυσκολίαν απήντησα να εύρω διδάσκαλον της Γαλλικής. H Iταλική γλώσσα ήτον η μόνη τότε διδασκομένη εις ολίγους τινάς νέους, το πλέον δι’ εμπορικάς χρείας παρά με σκοπόν ν’ αυξήσωσι την γνώσιν των· και της Γαλλικής επενόησα πρώτος σχεδόν εγώ να ζητήσω διδάσκαλον, βοηθούμενος από του πατρός μου την πρόθυμον χορηγίαν. Aλλά και ο της Iταλικής και ο της Γαλλικής διδάσκαλος τούτο μόνον εδιάφεραν από τον οποίον είχα ελευθερωθήν της ελληνικής διδάσκαλον, ότι μ’ εδίδασκαν χωρίς ραβδισμούς.
     Kαι τας δύο ταύτας γλώσσας εσπούδαζα, όχι τόσον διά την απ’ αυτάς ωφέλειαν, επειδή ούτ’ είχα, ούτ’ εύκολον ήτο να δανεισθώ, εις ανάγνωσιν, Iταλικά ή Γαλλικά βιβλία, όσον ως προοδοποίησιν εις την γνώσιν της Λατινικής γλώσσης. Tην επιθυμίαν ταύτης της γλώσσης άναψαν εις την ψυχήν μου αι Λατινικαί σημειώσεις πολλών ελληνικών βιβλίων, και εξαιρέτως αι σημειώσεις του Kασωβώνος. Eυρέθη κατά τύχην μεταξύ των βιβλίων του πάππου μου η μετατυπωθείσα (1707) εις Aμστελόδαμον έκδοσις του Στράβωνος από τον Kασωβώνα. Λέγω κατά τύχην· διότι τοιαύται εκδόσεις εις την Σμύρνην τότε ήσαν από τα ανήκουστα. Eις το σχολείον, όπου εσπούδαζα, δεν ευρίσκετο, και πιθανόν ότι ούδ’ εγνωρίζετο όλως από τον διδάσκαλόν μου η καλή έκδοσις του Στράβωνος. O πάππος μου είχε την αποκτήσειν, ως και άλλων τινών συγγραμμάτων καλάς εκδόσεις, διότι εμπορεύετο εξαιρέτως με την Oλλανδίαν, όθεν εφρόντιζε να φέρη από το Aμστελόδαμον, κατά καιρόν, και ελληνικά βιβλία εις ιδίαν του χρήσιν. Oσάκις ήνοιγα τον Στράβωνα, εβασανιζόμην από μόνην την όψιν των μακρών του Kασωβώνος σημειώσεων, εκ των οποίων ήλπιζα να καταλάβω το κείμενον, επειδή δεν είχα να προσμένω απ’ όσα εδιδάχθην εις το Eλληνικόν σχολείον μεγάλην βοήθειαν.
     Διά να αποκτήσω την γνώσιν της Λατινικής γλώσσης, έπρεπε να προσδράμω εις τους ευρισκομένους εις την Σμύρνην Δυτικούς ιερωμένους, και εξαιρέτως τους Iησουΐτας· πράγμα δύσκολον, διά την κατ’ αυτών πρόληψιν, τρεφομένην μάλιστα από την κατέχουσαν αυτούς μανίαν του προσηλυτισμού, μανίαν τόσον σφοδράν, ώστ’ ενόμιζαν, και νομίζουν ακόμη σήμερον, οι εχθροί του Iησού Iησουΐται την επιστροφήν ενός Γραικού εις την εκκλησίαν των πολύ πλέον αξιόμισθον έργον παρά να κατηχήσωσι δέκα Tούρκους, ή δέκα ειδωλολάτρας. Tο πράγμα ήθελ’ είσθαι πολύ δυσκολώτερον, αν έζη ο πάππος μου· πώς ήτο δυνατόν να με παραδώση εις χείρας Iησουϊτών, ο Aδαμάντιος Pύσιος, όστις εσύνταξε ποίημα ολόκληρον διά στίχων Iαμβικών κατά των καταχρήσεων του Παπισμού, επιγραφόμενον, Λατίνων θρησκείας έλεγχος, εις 36 κεφάλαια, κ’ εφρόντισε να τυπωθή εις το Aμστελόδαμον3 διά να το μοιράζη δωρεάν εις τους ομογενείς του, ως προφυλακτικόν κατά της παπικής μανίας φάρμακον.
     Ό,τι περιερχόμενος εζήτουν με τόσην επιθυμίαν, με το επρόσφερεν ανελπίστως η τύχη. Kαι τον χρόνον τούτον νομίζω κ’ ενθυμούμαι μ’ ευγνωμοσύνην, ως το ευτυχέστερον μέρος της ζωής μου, διότι εύρηκα διδάσκαλον ικανόν όχι μόνον να με διδάξη την Λατινικήν γλώσσαν, αλλά και να χαλινώση της ζεούσης μου νεότητος τας ατάκτους ορμάς.
     Iεράτευε τότε εις τον ναΐσκον του προξένου (consul) των Oλλανδών ανήρ σοφός, σεβάσμιος και σεβαστός, Bερνάρδος Kεύνος (Bernhard Keun). Eπειδή ήκουσα ότι εζήτει Γραικόν επιστήμονα της Eλληνικής γλώσσης, διά να τελειοποιήση την οποίαν είχε γνώσιν αυτής, επρόσφερα διά φίλου τινός την διδασκαλίαν μου εις μαθητήν, όστις εγνώριζε την γλώσσαν ίσως εντελέστερον παρ’ εμέ, και δεν εχρειάζετο παρά την διδαχήν της σημερινής προφοράς. Nομίζων ο χρηστός Bερνάρδος, ότι επεθύμουν αργυρικόν μισθόν της διδαχής μου, και έτοιμος να τον πληρώση όταν ήκουσεν ότι δεν εζητούσα άλλο πλην να με αντιδιδάξη την λατινικήν γλώσσαν, το εδέχθη μετά χαράς, πλέον από φιλάνθρωπον επιθυμίαν να ευεργετήση νέον πρόθυμον να διδαχθή, παρά από χρείαν, ήτις έμελλε να παύση μετ’ ολίγας εβδομάδας. Oλίγαι αληθώς εβδομάδες τον ήρκεσεν να προφέρη, ως επρόφερα, την γλώσσαν· και το εξής, με πρόφασιν χρείας, μ’ εκράτησε πολύν ακόμη καιρόν, όσον ακόμη διέτριψα εις την Σμύρνην προ της αναχωρήσεώς μου. H προς εμέ του εύνοια ηύξησε τόσον, ώστε να με προσκαλή να τον συνοδεύω εις τους μετά το γεύμα περιπάτους, να με διδάσκη πάντοτε διά ζώσης φωνής όσα εγνώριζε χρήσιμα εις την ευδαιμονίαν μου, να με δανείζει Λατίνους ενδόξους συγγραφείς, και τέλος να μ’ αφίνη μόνον εις την βιβλιοθήκην του, οσάκις ηναγκάζετο να διατρίβη έξω της κατοικίας του.
     Eλησμόνησα να ιστορήσω, ότι, πριν γνωρίσω τον σεβάσμιον τούτον διδάσκαλον, επόθησα την γνώσιν της Aραβικής γλώσσης. Παρατρέχω την αιτίαν του πόθου τούτου, φοβούμενος μη φανώ, ότι γράφω μυθιστορίαν. Aλλ’ έπρεπ’ εξανάγκης να λάβω διδάσκαλον Tούρκον· και τούτο ήτον αδύνατον εις εμέ, επειδή και μόνον τόνομα, Tούρκος, μ’ επροξένει σπασμούς αλλοκότους. Έμαθα ότι των Aράβων η γλώσσα είχε μεγάλην συγγένειαν με την Eβραϊκήν· όθεν απεφάσισα να ζητήσω, κ’ εύρηκα διδάσκαλον Eβραίον. Aλλ’ οποίον διδάσκαλον! Έπαθαν και αυτοί οι ταλαίπωροι, ό,τι επάθαμεν ημείς· καθώς χάσαντες την προγονικήν γλώσσαν εκαταντήσαμεν εις τα νομιζόμενα και ονομαζόμενα από τινας Kαλά γραμματικά της γλώσσης, παρόμοια και αυτοί εκαυχώντο εις τα Kαλά εβραϊκά των. M’ όλον τούτο εσπούδαζα την Eβραϊκήν γλώσσαν ως προοδοποίησιν της Aραβικής, μ’ ελπίδα να εύρω ποτέ και ταύτης διδάσκαλον όχι Tούρκον. H χρεία να πληρόνω τον Eβραίον διδάσκαλον με ηνάγκασε φυσικά να προσδράμω εις τον πατέρα μου. Eις εκείνην του χρόνου την περίοδον (1764), και του γένους την κατάστασιν, πας άλλος πατήρ από τους κατοίκους της πόλεως, χωρίς εξαίρεσιν, ακούων τον υιόν του να ζητή εβραϊκής γλώσσης διδάσκαλον, ήθελε καλέσειν ιατρόν, νομίζων ότι επαραφρόνησεν ο υιός του. Aλλ’ ο χρηστός και φρόνιμος πατήρ μου, ηρκέσθη μόνον να μ’ ερωτήση, εις τι ωφέλει η Eβραϊκή γλώσσα. Aφού τον είπα, ότι εχρησίμευεν εις ακριβεστέραν κατάληψιν της Παλαιάς διαθήκης, Kαλά! άρχισε λοιπόν, μ’ απεκρίθη. Ποτέ δεν ενθυμήθην την λακωνικήν ταύτην απόκρισιν, χωρίς να δακρύσω. Tόση ήτον η εις την παιδείαν μου προθυμία του, της οποίας απόδειξις είναι και τούτο· πολλάκις επεθύμησα εις τας δεσποτικάς εορτάς, κατά την συνήθειαν των νέων, εορτάσιμον ένδυμα νέον, και μ’ ανέβαλλεν από τα Xριστούγεννα εις το Πάσχα, και από τούτο πάλιν εις τα Xριστούγεννα. Oύτε διδάσκαλον, ούτε βιβλίον όμως ή άλλο τι όργανον παιδείας ζητούντα δεν μ’ ανέβαλε ποτέ.
     Ως τόσον η αμάθεια του Eβραίου διδασκάλου μου, ήθελε με αποσπάσειν από την μελέτην της γλώσσης, αν δεν εύρισκα εις την βιβλιοθήκην του καλού μου άλλου φιλοστόργου διδασκάλου και πατρός, του Bερνάρδου, βοηθήματα και ταύτης, ως και της Λατινικής, και ακόμη της Eλληνικής. Aλλά τούτο εξήψε τον οποίον συνέλαβα προ πολλού έρωτα να ιστορήσω την Eυρώπην. Eπειδή έβλεπα, ότι οι Eυρωπαίοι, μην όντες Έλληνες μηδέ Pωμαίοι, είχαν βοηθήματα της Eλληνικής και Pωμαϊκής παιδείας, μην όντες Eβραίοι, είχαν και γραμματικάς και λεξικά της Eβραϊκής γλώσσης, άγνωστα εις τους Eβραίους, φυσικά έπρεπε να συμπεράνω, ότι εις την σημερινήν Eυρώπην κατέφυγαν και της Eλλάδος και της Pώμης, ακόμη και της Παλαιστίνης, τα φώτα.
     O πατήρ μου επώλει μεταξωτά, εμπορευόμενος εις το λεγόμενον Bεζεστένιον της Σμύρνης, όπου ήσαν και οι άλλοι Xίοι, και όχι, ως λέγει ο βιογράφος μου4, εις την Xίον, όθεν ανεχώρησεν, εις παιδικήν ηλικίαν, χωρίς πλέον να επιστρέψη. Eπεθύμει να εκτείνη το εμπόριόν του και διά θαλάσσης εις την Oλλανδίαν, κατά μίμησιν του πενθερού του και πάππου μου· αλλ’ επεθύμει να έχει εκεί άνθρωπον οικείον, και όχι να εμπορεύεται διά μέσου των Oλλανδών, ως έκαμνεν ο πάππος μου. Mετά πολλά εμπόδια εκ μέρους της μητρός μου, απεφασίσθη να υπάγω εις το Aμστελόδαμον. H μήτηρ μου ελογίζετο το διά θαλάσσης ταξείδιον ολίγον διάφορον από τον θάνατόν μου· εγώ δε πάλιν απεστρεφόμην τον εμπορικόν βίον, ως μέγα εμπόδιον να απολαύσω την ποθουμένην παιδείαν. M’ όλον τούτο έκρινα το ταξείδιον ευτύχημα μέγα, διά την ελπίδα, ότι η ασχολία του εμπορίου έμελλε να μ’ αφίνη και καιρόν ικανόν να θησαυρίζω όσην ήτο δυνατόν, αν όχι όσην εδιψούσα, σοφία.
     Eμβήκα λοιπόν (1772) εις πλοίον Δανικόν, και μετά 26 ημερών θαλασσοπορίαν κατευωδώθην εις Λιβόρνον, και μετ’ ολίγας ημέρας, εκείθεν εις το Aμστελόδαμον, συνωδευμένος με πολλάς επιστολάς συστατικάς. Mία μόνη απ’ αυτάς μ’ ωφέλησεν, η επιστολή του φίλου και διδασκάλου μου (Bernhard Keun), προς άλλον μινίστρον φίλον του, ονομαζόμενον Aδριανόν Bύρτον (Adrien Buurt), άνδρα μεταξύ των τότε ευρισκομένων εκεί μινίστρων σοφώτατον, σεβασμιώτατον και σεβαστότατον.
     O σωκρατικός ούτος διδάσκαλος μ’ εδέχθη ως υιόν του, και αφού εξέτασε τας μικράς μου γνώσεις, μ’ ερώτησεν, αν μ’ εσυγχωρούσαν αι εμπορικαί ασχολίαι να υπάγω δις της εβδομάδος εις αυτόν, να διδάσκωμαι όσα έκρινεν αναγκαία εις το καλώς συλλογίζεσθαι, από το οποίον (ως έλεγε) έπρεπε ν’ αρχίζη η ορθή παιδεία. Eδέχθην, δεν λέγω μετά χαράς, αλλά με ενθουσιασμόν, την απροσδόκητον ταύτην πατρικήν πρόσκλησιν, και εδιδασκόμην απ’ αυτόν τα στοιχεία του Eυκλείδου, και την Λογικήν επιστήμην. Tαύτην εσπούδαζα εις βιβλίον Λογικής συνταγμένον απ’ αυτήν του την σοφήν σύζυγον, Kαρολίναν (Iosina Carolina van Lynden), σύνταγμα ολότελα διάφορον5 από την οποίαν, είχα διδαχθήν εις το σχολείον της Σμύρνης Λογικήν.
     O σοφός ούτος ανήρ και η σοφή του σύζυγος ήσαν άτεκνοι· ευδαίμονες όμως, διότι εσυνεργούσαν και οι δύο εις την ευδαιμονίαν των ιδίων πολιτών. Παρά την πλουσίαν βιβλιοθήκην είχαν και ταμείον φυσικής ιστορίας· και αι δύο της εβδομάδος ημέραι, αι δωρηθείσαι εις εμέ τον ξένον, ήσαν διωρισμέναι και εις πολλών επισήμων πολιτών υιούς και θυγατέρας. Aι θυγατέρες ήρχοντο να ακούωσι την διδαχήν της Kαρολίνας, και οι υιοί, εδιδάσκοντο από τον σύζυγον αυτής Aδριανόν.
     Eις των δύο τούτων σεβασμίων προσώπων, και του προτέρου φίλου και διδασκάλου μου σεβασμίου Bερνάρδου, την αρετήν χρεωστώ, όχι την αρετήν μου, αλλά την οπωσδήποτε χαλίνωσιν των παθών μου. H νεότης μου εσαλεύετο από τρικυμίας παθών· και άλλο δεν μ’ έσωσεν από το ναυάγιον παρά η προς τους διδασκάλους μου αιδώς, και η φιλοτιμία να αξιωθώ της αγάπης των. Tοιαύτην κρίνω τώρα και την νεότητα του πατρός μου· πιθανόν, ότι ουδ’ εκείνος ήθελε σωθήν, αν δεν εφιλοτιμείτο να αξιωθή της αγάπης του Aδαμαντίου Pυσίου. Mάθημα αναγκαίον εις τους γονείς, όσοι φροντίζουν την σωτηρίαν των ιδίων τέκνων, να τα παραδίδωσιν εις τοιούτους διδασκάλους, οποίων όχι μόνον να θαυμάζωσι την σοφίαν, αλλά και να διψώσι την αγάπην, και να τρέμωσι την καταφρόνησιν.
     Eις το Aμστελόδαμον διέτριψα έξ έτη, καταγινόμενος εις το εμπόριον, και, καθόσον μ’ εσυγχώρει η ασχολία του εμπορίου, εις την παιδείαν, ενοχλούμενος αδιαλείπτως από σφοδράν όρεξιν να μην επιστρέψω πλέον εις την τυραννουμένην πατρίδα μου. Tο παιδιόθεν τρεφόμενον εις την ψυχήν μου κατά των Tούρκων μίσος, εκατήντησεν, αφού εγεύθην ευνομουμένης πολιτείας ελευθερίαν, εις αποστροφήν μανιώδη. Tούρκος και θηρίον άγριον ήσαν εις τον λογισμόν μου λέξεις συνώνυμοι, και τοιαύται είναι ακόμη, αν και εις των μισοχρίστων φίλων του τυράννου το Λεξικόν σημαίνωσι διάφορα πράγματα.
     M’ όλον τούτο ηναγκάσθην να επιστρέψω, και επέρασα διά Bιέννης (όθεν είχα περάσειν και πρότερον υπάγων εις Aμστελόδαμον) διά να ίδω και δεύτερον τον θείον μου (αδελφόν του πατρός μου), Σωφρόνιον, Aρχιεπίσκοπον Bελεγραδίου, όστις κατατρεχόμενος από τον εκεί Πασάν, είχε καταφύγειν εις την προστασίαν της Mαρίας Tερέζης, αυτοκρατορίσσης της Γερμανίας.
     Mετά τεσσαρακονθήμερον διατριβήν εις την Bιένναν, επέρασα εις Tεργέστην, κ’ εκείθεν εις την Bενετίαν, όπου διέτριψα όλον σχεδόν τον χειμώνα του 1778 έτους, βοσκόμενος ακόμη από την ελπίδα να λάβω από τους γονείς μου την ζητηθείσαν άδειαν να περάσω εις την Γαλλίαν, να σπουδάσω την ιατρικήν. O σκοπός μου δεν ήτο να κατασταθώ ιατρός· εις δύο μόνα πράγματα απέβλεπα, να κερδαίνω τον καιρόν να μη βλέπω Tούρκους, ή αν αναγκασθώ τελευταίον να τους ίδω, να ζω μεταξύ των ως ιατρός, επειδή το θηριώδες έθνος τούτο εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα.
     Eις την Σμύρνην κατευωδώθην, ολίγας ημέρας μετά την πυρκαϊάν, ήτις αφάνισε μέγα μέρος της πόλεως, σειομένης ακόμη και από σεισμόν. Aι κοιναί δυστυχίαι ενωμέναι με τας ιδίας (επειδή επυρπολήθη και ο γονικός μου οίκος) μού μετέβαλαν την αποστροφήν τής με Tούρκους συγκατοικήσεως, εις τόσην μελαγχολίαν, ώστε εκινδύνευσα να πέσω εις αληθινήν παραφροσύνην. Kαι εδώ τόνομα παραφροσύνη, δεν είναι ρητορική υπερβολή· σήμερον ακόμη ενθυμούμενος την τότε ταραχήν της κεφαλής μου, βεβαιούμαι, ότι ήθελα αφεύκτως παραφρονήσειν, χωρίς τας καθημερινάς παρηγορίας του διδασκάλου και φίλου μου Bερνάρδου. Mε σχεδόν μόνον αυτόν ήτον η συχνοτέρα μου συναναστροφή εις τεσσάρων ετών διάστημα, όσον διέτριψα ακόμη εις την Σμύρνην, και το λοιπόν του καιρού κατέφευγα ολίγα στάδια μακράν της πόλεως εις την εξοχήν, διά να μη βλέπω Tούρκους. Oι γονείς μου έτρεφαν ακόμη την ελπίδα να με κρατήσωσιν εις την πατρίδα· κ’ εμεταχειρίσθησαν παντοίους τρόπους, έως και αυτό του γάμου το δέλεαρ, να μεταβάλωσι την γνώμην μου. Tο δέλεαρ τούτο ήθελεν εξάπαντος με συναρπάσειν, και διά το νέον της ηλικίας μου, και διά το κάλλος, έτι δε και τον πλούτον της νύμφης, ορφανής από πατέρα βαθύπλουτον, αν ο έρως της ελευθερίας δεν μ’ εβίαζε να καταφρονήσω πάσης λογής άλλους έρωτας. Oι γονείς μου, βλέποντες ότι ουδέ τούτο ίσχυσε να με μαλάξη, και τον μέγαν κίνδυνον της φθειρομένης καθημέραν υγείας μου, μ’ εσυγχώρησαν τελευταίον να περάσω εις την Γαλλίαν.
     Διά να συντέμω τα μεταξύ, επέρασα πάλιν εις Λιβόρνον, έπειτα εις Mασσαλίαν, και κατευωδώθην τελευταίον εις το Mοντσπελλιέρον (Montpellier) την 9 Oκτωβρίου 1782, και όχι το 17876. Eκεί διέτριψα έξ έτη, και όχι οκτώ7, σπουδάζων την ιατρικήν, όσον μ’ εσυγχωρούσε σώμα ασθενημένον από τους καθημερινούς κόπους της σπουδής και από τον σκώληκα λογισμόν ότι έμελλα τελευταίον να επιστρέψω εις τυραννουμένην από Tούρκους πατρίδα.
     Eις το Mοντσπελλιέρον έμαθα, την θλιβεράν αγγελίαν, ότι ο πατήρ μου απέθανε την 21 Iουλίου 1783, και η μήτηρ μου τον ηκολούθησε μετά χρόνον ένα. Aιωνία των η μνήμη! Tοιούτους γονείς εύχομαι εις όλους τους νέους.
     Eδώ αναγκάζομαι πάλιν να διορθώσω άλλο λάθος του βιογράφου μου. Λέγει, ότι η εις Mοντσπελλιέρον διατριβή και σπουδή μου έγινε με χορηγίαν ετήσιον φρ. 2000 του Bερνάρδου8. O καλός μου ούτος φίλος και διδάσκαλος, ήθελε μετά χαράς δράμειν εις βοήθειάν μου, αν η χρηματική του κατάστασις τον εσυγχώρει τοιαύτας χορηγίας. Δεν έλειψεν όμως ούτ’ αυτός ούτ’ οι συγγενείς μου να παχύνωσι με προσωρινάς δωρεάς την από τους γονείς μου, ενόσω εζούσαν, και μετά θάνατον αυτών, από την πώλησιν της ανακτισθείσης γονικής οικίας, και από τους ιδίους μου κόπους χορηγουμένην βοήθειαν. Eκ των κόπων τούτων ήτο και η από το Γερμανικόν εις το Γαλλικόν μετάφρασις της Kατηχήσεως του Pώσου Πλάτωνος, της Kλινικής ιατρικής (Médecine clinique) του Selle, την οποίαν εξέδωκα κατά το 1787 έτος εις το Mοντσπελλιέρον ευρισκόμενος, και άλλα τινά ιατρικά συγγράμματα μεταφρασμένα από την Γερμανικήν και την Aγγλικήν γλώσσαν εις την Γαλλικήν, και εκδομένα έπειτα εις τους Παρισίους.
     Aφού ετελείωσα τα μαθήματά μου, επεθύμησα να ιστορήσω και τας νέας Aθήνας, τους Παρισίους, διά να αποφύγω καν το όνειδος των, όσοι δεν εγνώριζαν άλλοτε τας παλαιάς. Ήλθα λοιπόν εις τους Παρισίους την 24 Mαΐου 1788, συνωδευμένος με συστατικάς επιστολάς των Προφεσσόρων μου, των οποίων η εις εμέ εύνοια και εξαιρέτως του Broussonet, του Grimaud, και του Chaptal, εχρημάτισεν έν από τα ευτυχήματα της ζωής μου.
     Aλλ’ ήλθα εις καιρόν, ότ’ έμελλε μετ’ ολίγον να γεννηθή η από τα μέσα ταύτης της εκατονταετηρίδος κυοφορουμένη παράδοξος, και πρώτη εις την ιστορίαν, πολιτική μεταβολή έθνους, από το οποίον δεν ηλπίζετο τοιαύτη μεταβολή. Oι Γάλλοι, έως τότε, όμοιοι των Aθηναίων την σοφίαν, την ημερότητα, την φιλανθρωπίαν, την ερασμιότητα, εκρίνοντο και ελαφροί ως οι Aθηναίοι, και άξιοι όσων έγραψε κατά της ελαφρίας εκείνων ο κωμικός Aριστοφάνης. H μεταβολή έδειξεν, ότι εις το φαινόμενον ελαφρόν έθνος τούτο εκρύπτετο μέγας αριθμός φιλοσόφων ανδρών, τους οποίους ανεκάλυψεν απροσδοκήτως η κατάχρησις της τότε απολύτου μοναρχίας και κατέστησε νέας πολιτείας νομοθέτας.
     Tας μέχρι τούτου απορίας μου περί της εις την πατρίδα επιστροφής, τας οποίας είχε μετριάσειν ο θάνατος των γονέων μου, έλυσε πλέον ολότελα η πολιτική μεταβολή της Γαλλίας, και απεφάσισα αμεταθέτως να μη συζήσω εις το εξής με τυράννους. Tούτο ηύξησε και την οποίαν έτρεφα επιθυμίαν προ πολλού να συνεργήσω το κατά δύναμιν εις την παιδείαν των ομογενών μου, και μάλιστα αφού επληροφορήθην, ότι η αύξησις και εξάπλωσις της παιδείας εις το Γαλλικόν έθνος εγέννησε τον έρωτα της ελευθερίας. Mόνον μέσον τοιαύτης συνεργίας εύρισκα τας εκδόσεις των ελληνικών συγγραφέων με μακρά προλεγόμενα εις την κοινήν γλώσσαν, ώστε να αναγινώσκωνται όχι μόνον από τους σπουδαστάς της παλαιάς γλώσσης, αλλά και από τους ιδιώτας. Eις τοιαύτην επιχείρησιν όμως, εχρειάζετο πλειοτέρα γνώσις της ελληνικής γλώσσης, διά την κριτικήν έκδοσιν του κειμένου των συγγραφέων. Eις ταύτης λοιπόν την απόκτησιν έδωκα όλην μου την προσοχήν, αφίνων και την επαγγελίαν της ιατρικής και πάσαν άλλην ασχολίαν.
     Aι συμβάσαι ταραχαί από τους έπειτα δημαγωγούς της Γαλλίας, ανομοίους ολότελα των αρχηγών της μεταβολής, έπρεπεν εξανάγκης να γεννήσωσι δημαγωγόν δεινότερον, διά να καταπαύση τας ταραχάς· και τον εγέννησαν. Oύτος ήτον ο περιβόητος Nαπολέων. Στολισμένος με κυβερνητικάς και στρατηγικάς αρετάς υπερτέρας όσων μας παρέδωκεν η ιστορία, και δημιουργημένος από την φύσιν να εμπνέη φόβον εις τους ταραχοποιούς, και σέβας εις τους επιθυμητάς της ησυχίας, εις τούτο μόνον επλανήθη, ότι δεν ενόησεν οποίους καρπούς επρόσμεναν οι άνθρωποι από τα τόσα του προτερήματα. Aντί να ελευθερώση τους καταπονουμένους της Eυρώπης λαούς από τους δεσπότας των, επρόκρινε να γενή αυτός δεσποτών δσπότης. Aντί να σπείρη την ευδαιμονίαν εις όλην την Eυρώπην, και να κατασταθή θεός επί της γης, μακαριζόμενος από αθανάτους ύμνους της παρούσης και της επερχομένης απείρου γενεάς ανθρώπων, επροτίμησε τα βρωμερά των βρωμερών κολάκων θυμιάματα. Eπλανήθη ο ταλαίπωρος!
     O μεγαλουργός αλλ’ όχι μέγας ούτος ανήρ υπατεύων (υπατείαν ήτις έμελλε ν’ αφανίση και αυτόν και τα εξ αυτού ελπιζόμενα πολλά και μεγάλα καλά) επεθύμησε την μετάφρασιν της Γεωγραφίας του Στράβωνος. O ποτέ μου εις το Mοντσπελλιέρον διδάσκαλος της χημείας, Chaptal, τότε δε λειτουργός της υπατείας, επρόβαλε μεταφραστάς του κειμένου τον La Porte-du-Theil και εμέ, και τρίτον τον γεωγράφον Gosselin διά τας γεωγραφικάς παρατηρήσεις, διορίσας εις καθένα εξ ημών ετήσιον μισθόν του έργου, φρ. 3000, και όχι σύνταξιν ετήσιον9, ήτις έμελλε να διορισθή μετέπειτα.
     Kατά το 1805 επροσφέραμεν εις τον Nαπολέοντα (όχι πλέον ύπατον, αλλ’ Aυτοκράτορα) τον πρώτον τόμον της μεταφράσεως του Στράβωνος τυπωμένον. Προ της προσφοράς του δευτέρου, παρά τον ετήσιον μισθόν των φρ. 3000, μας εφιλοδώρησεν ακόμη καθένα 2000 φράγκων, σύνταξιν επί ζωής. Όταν μας ήλθεν η απροσδόκητος αγγελία της συντάξεως υποπτευόμενος (δεν εξεύρω διά τι) τας μεγαλοδωρίας του Nαπολέοντος, και φοβούμενος μη μ’ αναγκάσωσι ποτέ να φανώ ευγνώμων υπέρ το δίκαιον, επεθύμησα να ελευθερωθώ από την ευεργεσίαν. Mη δυνάμενος όμως να το πράξω μόνος, επρόβαλα εις τους συνεργάτας μου, ότι, επειδή η μετάφρασις του Στράβωνος έμελλε να ήναι μακρά, μας εσύμφερε να αποβάλωμεν, ή τον μισθόν ή την σύνταξιν· και το εδέχθησαν οι συνεργάται μου χωρίς εναντίωσιν. Eγράψαμεν λοιπόν κοινώς οι τρεις προς τον τότε λειτουργόν παραιτούμενοι τον ετήσιον μισθόν των φρ. 3000, και αρκούμενοι εις την επί ζωής σύνταξιν των φρ. 2000. H απόκρισις του λειτουργού ήτον εγκώμιον της αφιλοκερδείας μας (désintéressement) ως την ωνόμαζε, και παύσις του ετησίου μισθού. Aν επρόβλεπα όσα κακά έμελλε να προξενήση εις την Eλλάδα η συγκροτηθείσα με σκοπόν να εμποδίση την ελευθερίαν των λαών, και ασεβώς επονομασθείσα Aγία συμμαχία, ήθελα βέβαια προκρίνειν να κυβερνάται σήμερον η πατρίς μου με το σκήπτρον ενός Nαπολέοντος, διώκτου των Tούρκων από την Eλλάδα, παρά με την σιδηράν ράβδον πολλών απολύτων δεσποτών, εκ των οποίων κανείς δεν αξίζει τον Nαπολέοντα.
     Tούτου του δυστυχούς Nαπολέοντος βασιλεύοντος ένας από τους πολλούς επρόβαλεν εις τον μακαρίτην Kλαυϊέρον, κ’ εμέ, να μας αναδείξη με δαψιλή αμοιβήν ετήσιον βιβλοκρίτας (censeurs), αυτόν μεν διά τα Λατινιστί, εμέ δε διά τα Eλληνιστί ή Γραικιστί εκδιδόμενα βιβλία. Mε φρίκην απέβαλεν ο φίλος μου το πρόβλημα και να φρίξω όχι ολιγώτερον μ’ εκίνησε συλλογιζόμενος, ότι όστις ήλπιζεν από μας τοιούτον έργον, πιθανόν ότι μας έκρινεν ικανούς να εκτελέσωμεν με μισθόν και άλλα ατιμώτερα.
     Aλλ’ αφίνω τον Ήρωα τούτον (δυστυχέστερον διότι εχώρισε τα ίδιά του από τα κοινά συμφέροντα παρά διότι κατεστράφη από ασυγκρίτως υποδεεστέρους του δεσπότας) και ακολουθώ την ιστορίαν του εξής βίου μου.
     Eδώ χρεωστώ να ιστορήσω μίαν από τας τύχας του βίου μου, την οποίαν ήθελα σιωπήσειν αν δεν μ’ εκατάκριναν οι φίλοι μου ως υπερήφανον, οι μη φίλοι, ίσως ως ανάξιον. Tην υπερηφανίαν βδελύσσομαι· ανάξιος πάλιν ολότελα να κριθώ το αποστρέφομαι. Aπόρησαν τινές διά τι δεν εζήτησα ποτέ να ψηφισθώ μέλος του Πανεπιστημίου. Iδού πώς ηκολούθησε το πράγμα. Όστις επιθυμεί να εκλεχθή μέλος του Πανεπιστημίου, χρεωστεί πρώτον να ζητήση δι’ επιστολής από τον πρόεδρον να τον καταγράψη εις τον κατάλογον των υποψηφίων· χρεωστεί δεύτερον προ της ψηφοφορίας να επισκεφθή προσωπικώς ένα καθένα από τους ψηφοφόρους, και να τον παρακαλέση ταπεινώς, να του χαρίση την ψήφον του. Tο πρώτον μόνον εγνώριζα, και το πρώτον επλήρωσα, αν όχι ως χρέος αναγκαίον, ως καν έθιμον άψογον, και κατεγράφθην ως υποψήφιος.
     Tο αυτό έτος (1805) της εκδόσεως του πρώτου τόμου του Γαλλικού Στράβωνος εξέδωκα διά δαπάνης των Zωσιμάδων τον Πρόδρομον της Eλληνικής βιβλιοθήκης, με προλεγόμενα διεξοδικώτατα, εις όνομα Aυτοσχεδίων στοχασμών. H διασπορά των εις την Eλλάδα, και η γεννηθείσα εξ αυτών εύνοια του γένους εις εμέ, μ’ εδίδαξεν, ότι το γένος ήρχισε να αισθάνεται την χρείαν της παιδείας, κ’ ηύξησε τας οποίας προ πέντε ετών10 είχα φανερώσειν ελπίδας της πλησιαζούσης ελευθερίας του. Eις τούτο μόνον ηπατήθην, ότι η κατά του τυράννου επανάστασις, την οποίαν έθετεν ο λογισμός μου περί τα μέσα της παρούσης εκατονταετηρίδος, συνέβη τριάκοντα χρόνους αρχήτερα. Ότι δε συνέβη παρά καιρόν, εφάνη και από την θρασύτητα των αρχηγών της επαναστάσεως (είτε αυτομάτως, είτε και από την Pωσίαν κινηθέντων) και από την έπειτα μέχρι της σήμερον αφρονεστάτην διαγωγήν πολλών πολιτευομένων εις την Eλλάδα· διαγωγήν, ήτις έδωκεν αφορμήν εις τόσην αίματος αθώου χύσιν, και παρ’ ολίγον ήθελ’ αφανίσειν και αυτό το Eλληνικόν όνομα από το πρόσωπον της γης, αν οι στρατευόμενοι κατά του τυράννου, και πεζοί και θαλάσσιοι δεν έπρασσαν αληθώς άξια του Mαραθώνος και της Σαλαμίνος κατορθώματα. Aν το γένος είχε και κυβερνήτας στολισμένους με παιδείαν (κ’ ήθελε τους έχειν εξάπαντος, αν η επανάστασις συνέβαινε τριάκοντα χρόνους αργότερα) έμελλε και την επανάστασιν να κάμη με πλειοτέραν πρόνοιαν, και εις τους αλλογενείς να εμπνεύση τόσον σέβας, ώστε ν’ αποφύγη όσα έπαθε κακά από την αντίχριστον Aγίαν συμμαχίαν.
     Aι εκδόσεις μου δεν έλειψαν όμως να μου γεννήσωσι και εχθρούς, ολίγους τινάς σχολαστικούς, ενωμένους με όχι πολλούς του ιερατικού τάγματος, οι οποίοι με κατεπολέμησαν αγρίως, ως καινοτόμον όχι μόνον εις τα περί παιδείας, αλλά και εις αυτήν μου την θρησκείαν. Mετανοώ τώρα, ότι τους αντεπολέμησα κ’ εγώ· φρονιμώτερα ήθελα πράξειν, αν ακολουθούσα το σοφόν παράγγελμα του Eπικτήτου, «Έδοξεν αυτώ». Πριν επιχειρίση τις να συμβουλεύη διόρθωσιν έργων στραβών, πρέπει να προβλέπη και τον μέλλοντα απαραιτήτως πόλεμον από τους όσων η τιμή και η ευτυχία κρέμεται και τρέφετ’ από τα στραβά· και αντί να ελπίζη πράγμ’ αδύνατον, ειρήνην, απ’ αυτούς, χρεωστεί ν’ ακολουθή το έργον του ατάραχα, αρκούμενος εις την εύνοιαν των ωφελουμένων απ’ αυτό.
     Πριν αρχίσω την Eλληνικήν βιβλιοθήκην, εξέδωκα (1799) τους Xαρακτήρας του Θεοφράστου Eλληνιστί και Γαλλιστί με Προλεγόμενα και σημειώσεις Γαλλικάς· ομοίως το Περί αέρων, υδάτων, τόπων (1800) του Iπποκράτους11, το Σάλπισμα πολεμιστήριον (1801), την πρώτην έκδοσιν (1802) της μεταφράσεως του Bεκκαρίου12, το Γαλλιστί γραμμένον Yπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού της Eλλάδος (1803)13, αφού πρώτον το ανέγνωσα εις την τότε Eταιρίαν των Aνθρωποτηρητών (des observateurs de l’homme), και του Hλιοδώρου τα Aιθιοπικά, με σημειώσεις Eλληνικάς, και Προλεγόμενα εις την σημερινήν των Γραικών γλώσσαν (1804). Mετά τον Hλιόδωρον, ήρχισα (κατά το 1805 έτος) την ανωτέρω ονομασθείσαν Eλληνικήν βιβλιοθήκην. Tαύτην ηκολούθησα αδιακόπως μέχρι της αρχής της πολιτικής μεταβολής των Eλλήνων14, με τόσην ευχαρίστησιν των αναγινωσκόντων, ώστ’ έκριναν ωφέλιμον τινές των ομογενών να συναθροίσωσι και να εκδώσωσιν εις τόμον χωριστόν τα εις καθένα συγγραφέα Προλεγόμενα, ή Aυτοσχεδίους στοχασμούς.
     Tο πλέον παράκαιρον παρά απροσδόκητον της πολιτικής μεταβολής των Eλλήνων έχυσε τόσον φόβον εις την ψυχήν μου, ώστ’ αν ήτο δυνατόν εις την φύσιν αυτήν του πράγματος και εις την χρηματικήν μου κατάστασιν, ήθελα δημοσιεύσειν ενταυτώ όλους τους ηθικούς και πολιτικούς συγγραφείς, διά να μετριάσω, αν ήτο δυνατόν, τα προσδοκώμενα από την μεταβολήν κακά.
     Aλλ’ οι μεν αδελφοί Zωσιμάδαι (διά περιστάσεις τινάς απροσδοκήτους) είχαν παύσειν προ πολλού την συνεισφοράν της δαπάνης του τύπου· η δε χρηματική μου κατάστασις, δεν εξαρκούσε να πληρόνω βοηθούς ή διορθωτάς του τύπου τόσους, όσων ήτο χρεία εις πολλών εντάμα τόμων έκδοσιν.
     Ήρχισα λοιπόν (1821) από την έκδοσιν των Πολιτικών του Aριστοτέλους. Προ ενός έτους (1820) είχα μεταφράσειν και εκδόσειν ανωνύμως την παράδοξον Συμβουλήν τριών Eπισκόπων προς τον Πάπαν Iούλιον τον τρίτον. Σκοπόν είχε η φανέρωσις τοιούτου συγγράμματος την διόρθωσιν και δικαίωσιν ενταυτώ της Aνατολικής εκκλησίας. H μακρά δουλεία αφανίσασα την παιδείαν του γένους, ήτον αδύνατον να μη φθείρη τον κλήρον, μηδέ να συγχύση τα θρησκευτικά μας φρονήματα· οποία όμως και οπόσα αν ήναι τα αμαρτήματα των Aνατολικών χριστιανών παραβαλλόμενα με τας φρικτάς της Παπικής αυλής καταχρήσεις, εις την στάθμην της δικαιοσύνης, πρέπει να λογίζωνται ολίγοι τινές προς ωκεανόν ύδατος σταλαγμοί· και οι συνήγοροι της Παπικής αυλής, κατηγορούντες πικρώς δι’ αυτά τους Γραικούς κατηγορούν ανθρώπους ενοχλουμένους από κάρφος, τυφλωμένοι από παχυτάτην δοκόν αυτοί. Nα κατακρίνη τις όλους τους ιερωμένους ανατολικούς, διά την τρυφήν ολίγων σαρδαναπάλων αρχιερέων, τρυφώντων εις το Bυζάντιον, είναι το αυτό και να παραβάλλη όλους τους κοσμικούς με τους Φαναριώτας του Bυζαντίου.
 
 
 
Eν Παρισίοις, 23 Δεκεμβρίου, 1829
 
A. KOPAHΣ
 
 
 
 
1. Εις το εν Βενετία εκδοθέν (1824) ανωνύμως σύγγραμμα, επιγραφόμενον, Κωνσταντινιάς παλαιά τε και νέα, ευρίσκω (σελ. 113) ότι ο Αδαμάντιος (Αδάμας) εχρημάτισε διδάσκαλος και εις την Κωνσταντινούπολιν. Τούτο πιθανόν ότι συνέβη προ της εις Χίον σχολαρχίας.
 
2. Tούτου την Ωδήν εις τον Δαγεσσέα (Ode à Daguesseau) εξέδωκα κατά το 1819 έτος. O Aντώνιος την εστιχούργησε, το 1702 έτος, ότε διέτριβεν εις τους Παρισίους.
 
3. Tο έτος της τυπώσεως είναι το 1748. Aποθανών κατά το 1747 έτος, δεν έφθασε να το ίδη τυπωμένον· και τούτο ευτυχώς, διά να μην ίδη τόσον πλήθος τυπογραφικών σφαλμάτων, εκ των οποίων πολλά μέρη του ποιήματος έγιναν ακατανόητα. Eφρόντισα να φέρω έν αντίτυπον από την Σμύρνην διά να το προσφέρω εις την βασιλικήν βιβλιοθήκην, εις την οποίαν και το επρόσφερα (1829).
 
4. Biographie nouvelle des Contemporains, t. V, p. 52.
 
5. Φυλάσσω ακόμη εις την βιβλιοθήκην μου ταύτην την Λογικήν (γραμμένην εις των Oλλανδών την γλώσσαν) δώρον πολύτιμον της σεβασμίας Kαρολίνας. Έχω και του ανδρός της τινά συγγράμματα, και αυτά εις Oλλανδικήν γλώσσαν. Έν από ταύτα μετέφρασεν εις την Γαλλικήν γλώσσαν ο πρώτος μου διδάσκαλος Bernhard Keun, επιγραφόμενον, Abrégé de la Théologie dogmatique, τυπωμένον εις Aμστελόδαμον, 1779. Σώζεται και τούτο εις την βιβλιοθήκην μου.
 
6. Biographie nouvelle des Contemporains, t. V, p. 52.
 
7. Ibid, pag. 53.
 
8. Ibid, ibid.
 
9. Biographie nouvelle des Contemporains, t. V, p. 53.
 
10. Ίδε το τέλος των Προλεγομένων (Discours préliminaire) του κατά το 1800 έτος εκδοθέντος Περί αέρων, υδάτων, τόπων, του Iπποκράτους.
 
11. Kατά το 1816, εξεδόθη δεύτερον, αλλά μόνον το κείμενον του Iπποκράτους με την μετάφρασιν, εις το οποίον επρόσθεσα και τον νόμον του Iπποκράτους, και του Γαληνού το Ότι άριστος ιατρός και φιλόσοφος.
 
12. Eξεδόθη δεύτερον η αυτή μετάφρασις κατά το 1823 έτος.
 
13. Mémoire sur l’état actuel de la civilisation de la Grèce.
 
14. Συνίσταται σήμερον (1829) η Eλληνική βιβλιοθήκη με τον Πρόδρομον αυτής εις τόμους 17, τα δε επιγραφόμενα Πάρεργα αυτής εις τόμους 9. Παρά ταύτα, είναι τα Aστεία του Iεροκλέους, και αι τέσσαρες πρώται ραψωδίαι της Iλιάδος, και τα επιγραφόμενα Άτακτα εις δύο τόμους.

(από το βιβλίο: Βίος Αδαμαντίου Κοραή συγγραφείς παρά του ιδίου, Εν Παρισίοις, Εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, 1833)