[ Εισαγωγή ]
Τσερκεζής Σάββας
Εκτύπωση
Το παρόν ημερολόγιον εμπεριέχει όλα τα σπουδαία μου συμβεβηκότα, ήτοι περιπετείας διαφόρων ταξιδίων και διαφόρους άλλας δυσκολίας αίτινες μοι παρησιάζοντο εις πάσαν μου επιχείρησιν.
     Κατάγομαι εκ του χωρίου Μαζωτού της επαρχίας Λάρνακος της νήσου Κύπρου.
     Εγεννήθην τω 1874, Απριλίου 9.
     Ο πατήρ μου ήτο πολύ πτωχός αλλ’ όμως προσεπάθησεν και με εξεπαίδευσεν ολίγον.
     Η τύχη εξ αρχής εδείχθη δυσμενής προς εμέ, διότι είχον την ατυχίαν να χάσω την μητέραν μου ήτις απέθανεν τω 1880, αφήσασα εις τον ενδεή πατέρα μου τρία ανήλικα ορφανά, εξ ων το τρίτον μετά έν έτος ηκολούθησε την μητέρα του εις τας ουρανίους μονάς, δεν ηδυνήθη το ταλαίπωρον να ανθέξη την στέρησιν της μητρός διότι ήτο απολύτως αναγκαία δι’ αυτό η πολύτιμος εκείνη ύπαρξις, μόλις ήτο έξι μηνών όταν τον ύστατον έλαβε μητρικόν ασπασμόν, το έσφιξεν εις τας αγκάλας της η εκπνέουσα μήτηρ μου και στρέψας το ημιεσβεσμένον βλέμμα της προς τον εν απελπισία διατελούντα πατέρα μου, με φωνήν μόλις διακρινομένην είπε:
     «Σύζυγέ μου, εις σε εγκαταλείπω τα προσφιλή μου τέκνα... σε παρακαλώ μη τα κακομεταχειρίζεσαι... γνωρίζεις πόσας ταλαιπωρίας υπέφερα χάριν αυτών... ιδίως τα δύο αυτά,» δεικνύουσα εμέ και την μεγαλυτέραν μου αδελφήν, «διότι αυτό το μικρόν μετ’ ολίγον είμαι βεβαία ότι θα αποθάνη.»
     Και το έσφιγγεν εις τας αγκάλας της, αλλ’ οι λυγμοί την έπνιγον και εις ολίγα λεπτά έπαυσεν· κατόπιν έκαμε νεύμα εις την θείαν μου να πλησιάση προς την κλίνην, τι είπεν εις αυτήν η ετοιμοθάνατος μήτηρ μου δεν γνωρίζω, το μόνον όπερ ενθυμούμαι είναι ότι η θεία μου ωδήγησε εμέ και την δεκαέτιδα αδελφήν μου πλησίον της ψυχορραγούσης μητρός μας, ήτις ακούμπησε την ψυχράν χείραν της επί της κεφαλής μου και εψέλλισεν:
     «Αχ!... παιδιά μου,» μας λέγει, «θα αποθάνω...» και μας ησπάσθη.
     Η κεφαλή της επανέπεσεν επί του προσκεφάλου, εψέλλισεν ακόμη μερικάς ανάρθρους λέξεις και τότε ήρχισεν να ρέγχη. Τότε ήρχισαν όλοι να κλαίουν, έκλαιον και εγώ αλλά το κλάμαν το δικό μου ήτο μιμητικόν, δεν προήρχετο εκ λύπης, διότι δεν ησθανόμην το μέγεθος της συμφοράς μας, και απόδειξις της αναισθησίας μου ήτο ότι μετ’ ολίγον ήρχισα να καταβροχθίζω διάφορα οπωρικά άτινα είχον φέρει αι επισκέπτριαι συγγενείς εις την ασθενή μητέρα μου.
     Πώς απέθανεν, πώς εκηδεύθη, δεν ενθυμούμαι ποσώς, αλλ’ ο πατήρ μου εξηκολούθει να κλαίη επί πολλάς έτι ημέρας.
     Τω 1883 ιδρύθη σχολείον εν τω χωρίω μας, επί δύο ολόκληρα έτη επήγαινα τακτικά εις το σχολείον, το τρίτον όμως έτος άμα τη ενάρξει των μαθημάτων παρησιάσθην και εζήτησα να εγγραφώ εις τον κατάλογον. Ο διδάσκαλος μοι έδωσε σημείωσιν των βιβλίων τα οποία επρόκειτο να πάρω διά το προσεχές έτος. Επροβιβαζόμην εις την τετάρτην τάξιν, εις δύο έτη έφθασα μέχρι της τρίτης τάξεως, είχον βλέπετε το δικαίωμα οι διδάσκαλοι να προβιβάζωσι τους μαθητάς και εις τας εξαμήνους εξετάσεις, όταν ήσαν άξιοι, εκ των τοιούτων ήμην και εγώ είς.
     Πόσον εχαιρόμην διότι θα προβιβασθώ, ηγάπων πάρα πολύ το σχολείον, το οποίον εις την αρχήν εμίσουν. Πλην φευ! η χαρά αύτη ολίγον μόνον διήρκεσε, διότι ο πατήρ μου μόλις είδε την σημείωσιν των βιβλίων μού είπε ξερά ξερά ότι είναι αδύνατον να συνεχίσω τας σπουδάς μου ένεκα είμεθα πτωχοί, μάτην οι συγγενείς μας τον επέπληττον διότι με ηνάγκαζε να διακόψω τα μαθήματά μου ενώ επροώδευον τόσον ωραία, εστάθη αδύνατον να τον πείσωσι, διό και με απέσυρεν από το σχολείον σκοπών να με βάλη υπηρέτην οπουδήποτε, να κερδίζω τουλάχιστον, έλεγε, το ψωμί μου.
     Αφ’ ης εποχής εγκατέλειψα το θρανίον επεδόθην εις χιλίων ειδών εργασίας, ήλλαξα πέντε-έξι προϊσταμένους, μέχρι του 1888 οπότε ο πατήρ μου απεφάσισε να με στείλη εις Σμύρνην όπου επρόκειτο να αναχωρήσωσι και δύο ανεψιοί του ενήλικες, η αδελφή μου καθώς ήκουσε τον πατέρα μου να μοι ομιλεί περί ταξιδίου είπε:
     «Πού έχεις σκοπόν πάλιν να τον στείλης,» του λέγει, «ή μήπως έχεις κατά νουν να τον ξενιτέψης;»
     «Αυτό ακριβώς απεφάσισα, κόρη μου,» της λέγει.
     «Αλλά δεν σκέπτεσαι, πάτερ μου, ότι δεν είναι ορθόν να στείλης εις μίαν ξένην πόλιν ένα παιδί μόνον του και προπάντων εις τοιαύτην ηλικίαν, άνευ ουδενός συντρόφου, χωρίς κανένα προστάτην και χωρίς χρήματα;» και ήρχισε να κλαίη η φύσει ευαίσθητος αδελφή μου.
     Αλλ’ ο πατήρ μου, διά να με ενθαρρύνη να ταξιδεύσω, ήρχισε να μου διηγήται πολλά καλά διά την Σμύρνην, διότι είχε χρηματίσει εις την πόλιν αυτήν δύο έτη κατά το 1873, λέγων μοι πόσον ωραία είναι και πόσον μαγευτική, αριθμεί περί τας 280,000 κατοίκους, το πλείστον ορθόδοξοι.
     «Να υπάγης,» μοι λέγει, «εις Βουρνόβα,» διότι εκεί είχε κάμει έν έτος, «να ίδης τους πλήρεις ανθέων κήπους του, εκεί ελπίζω να συναντήσης και τον θείον σου Ηλίαν,» και πράγματι ο πατήρ μου είχεν αδελφόν διαμένοντα από εικοσαετίας εις Βουρνόβα, «και πιθανόν να σου εύρη και καμμίαν καλήν εργασίαν.»

(από το βιβλίο: Σάββας Τσερκεζής, Ημερολόγιον του βίου μου αρχόμενον από του 1886, Συγκρότημα Λαϊκής Τράπεζας-Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Κέντρο, Λευκωσία 1988)