Χρονικό της Κύπρου από τον εικοστό αιώνα
Μαυροΐδης Γιώργος
Εκτύπωση
Η Ιστορία είναι κάτι ουσιαστικά υποκειμενικό.

Jean Renoir

Πενήντα χρόνια μακριά από την Κύπρο. Μα αθθυμούμαι τα ούλλα. Ανθρώπους και πράματα. Της φύσης και της τέχνης. Της τέχνης της μικρής, γιατί η αλήθεια είναι πως τη μεγάλη τέχνη της Κύπρου δεν την ήξερα. Όλα τα θυμάμαι. Εκείνα με ξέχασαν, γιατί άλλαξαν. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο, είναι άλλη ιστορία. Τώρα θα σας μιλήσω για τα τότε.
     Είπα της: «ποδώθε, ποδώθε» κι είπε μου: «εν αντρέπεσαι;». Είχα το χέρι της μέσα στο δικό μου, που και τώρα, μετά τόσα χρόνια, το κρατώ σφιχτά και νιώθω τα ψιντρά της δάχτυλα, γιατί και ολόσωμη ήταν ψιντρή. Μήπως ήταν Καρπασίτισσα; Επήγαμε σπίτι μου. Αν με ρωτήσετε, ξέρω να σας πω ότι λίγο αργότερα όλα ήταν πάλι τα ίδια. Εξέβην όμως ο μουεζίνης στο μιναρέ, αυτό το θυμάμαι καλά, κι άρχισε να καλεί τους πιστούς σε προσευχή, ενώ εκείνη μέσα στο μισοσκόταδο ντυνόταν για να φύγει και της είπα: «Κόρη κάτσε εδώ και θα σου εξηγήσω. Τι μεγάλο καλό μπορείς να κάνεις για μένα. Θα καταλάβεις ελπίζω όταν σου διηγηθώ τι μου ’τυχε αυτές τις μέρες.
     Η τάξη μου απ’ το σχολείο είχε πάει μια μικρή εκδρομή κι είχαμε βγει σε χωράφια πέρα για πέρα πράσινα, αυτή την εποχή, κι αγριολούλουδα, χωράφια μ’ ελάχιστα ανεβοκατεβάσματα, αλλά ξαφνικά σπαρμένα με ανάβαθους στρογγυλούς λάκκους σαν από χέρι ανθρώπινο φτιαγμένους. Ήταν ένας σκάπουλλος που με ’πιασε απ’ το χέρι, όπως σε είχα πιάσει τώρα εσένα, κι εγώ επήγαινα όπως και συ και λίγο πιο πέρα μπήκαμε σε ένα τέτοιο λάκκο και θα έπρεπε να ήταν όλα αυτά ερωτικά της ηλικίας όταν πριν τίποτε άλλο, ένα στεφάνι από πάνω μας, ένα γύρω στον ανέβαθο λάκκο, και ήταν οι συμμαθητές μας. Φύγαμε όλοι μαζί και ετελείωσε».
     Ήταν κι άλλες φορές που αγόρια μεγαλύτερα γούσταραν να με κυνηγάνε, και μάλιστα ήταν δυο μαζί ―έτσι πήγαιναν πάντα―, ο ένας ξανθός σαν Εγγλέζος, αλλά Κύπριος βέβαια, και ο άλλος μαύρος σαν αράπης, πάντα του τόπου. Αυτά ήταν τριγυρίσματα ―έτσι θα τα ονόμαζα― του έρωτα, όμως και όχι. Το όχι δεν το λέω για το τι δεν έγινε γιατί τίποτα δεν συνέβη, αλλά γιατί αυτό το έντονο ερωτικό κλίμα το αισθανόσουνα, το οσφριζόσουνα σε όλο τον τόπο και πιο πολύ, ίσως, όταν άρχιζε να μπαίνει καλοκαίρι.
     Τα φαινόμενα ήταν έντονα από πολύ μικρή ηλικία, και θα ’ταν έτσι ανέκαθεν, όταν π.χ. ο Ευριπίδης έγραφε στις Βάκχες για την Κύπρο: «Εκεί χάριτες, εκεί πόθος». Αυτό, το ίσως κύριο προσδιοριστικό του τόπου που γέννησε την Αφροδίτη, κάνει τα πράγματα δύσκολα, γιατί απαιτεί υψηλή μόρφωση και παιδεία, αλλιώς όλα κατολισθαίνουν προς κάτι το μεσανατολίτικο, το μισερό, υλιστικό με την πιο κακή του έννοια, της λάσπης που δημιουργείται στη Μεσαριά, αλλά και της υγρότητας που μαστίζει κυρίως τα παράλια.
     Αυτά που σε κάνουν να αναρωτιέσαι εάν δεν είναι ενός άλλου, υψηλότερου επιπέδου, πνεύματος και φρονήματος ο βράχος του Υμητού στην Αττική, όχι όμως βέβαια όπως κατάντησε κι αυτή σήμερα.
     Μεγάλωνα. Τα παιδιά όλο και μιλούσαν για τους κερχανέδες. Τα μπορντέλα δηλαδή που βρίσκονταν όλα μαζί, μια γειτονιά στην άκρη της πόλης. Δεν είχα πάει ποτέ αλλά ήταν υποχρέωση να πάω. Αλλιώς πώς είχα γίνει άντρας, όπως πίστευαν για τους εαυτούς τους τα παιδιά. Επήγα με παρέα χωρίς να πω βέβαια τίποτα. Τα ταξίδια μου μεταξύ Αθήνας και Κύπρου μπερδεύανε τα πράματα. Εκεί ήταν οι Ελλούδες, οι Αννούδες, οι Μαρικούδες. Μη νομίσετε πάντως ότι οι έρωτες σ’ αυτούς τους κερχανέδες ήταν κατώτεροι από τους άλλους έρωτες εν άστει.
     Τελείως διαφορετική φάσις της ζωής, τάσις τρέπουσα τους νέους προς άλλα, ήταν η αγάπη για τους αθλητικούς αγώνες, τα αγωνίσματα του στίβου, που άρχιζαν από τα σχολεία και πήγαιναν στα γυμναστήρια κι αυτά με παράδοση σταθερή και θύμησες από την αρχαία Ελλάδα, με επένδυση θα έλεγα σύγχρονης επισημότητας, όταν σκεφτείτε ότι οι έφοροι, αφέτες και γενικά οι επίσημοι των αγώνων ήταν ντυμένοι στα μαύρα, με ρεδιγκότες, ζακέτες και υψηλά καπέλα.
     Αυτά βέβαια όταν ήταν οι αγώνες επίσημοι. Έτσι στα καθημερινά μας παιχνίδια οι αθλητικοί αγώνες είχαν την πρώτη θέση παντού, μέσα στα χωράφια, στους δρόμους, σε αυλές σπιτιών και στην παραλία. Οι αγώνες, εκτός από το στίβο, ήταν και όλα τα άλλα κυρίως ομαδικά αθλήματα, με πρώτο και καλύτερο το ποδόσφαιρο και το βόλεϊ αλλά και ένα άλλο που η κυρίως Ελλάδα δε γνώρισε, ενώ εκεί παιζότανε στην ίδια σειρά και με μεγάλο ενδιαφέρον, κι αυτό ήταν το χόκεϋ, που βέβαια είχε εισαχθεί από τους Άγγλους, που αυτοί νομίζω είχαν φέρει από παλιά τις ιπποδρομίες.
     Ήταν και τ’ άλλα παιχνίδια που ξεσήκωναν γειτονιές ολόκληρες, όπως οι πετροπόλεμοι, ηρωικές αντιπαραθέσεις με θύματα, αλλά και οι πιο ήπιοι κλέφτες και αστυνόμοι που το πεδίο δράσης τους απλωνόταν πολλές φορές σ’ όλη την πόλη, μέχρι τις πιο απομακρυσμένες της άκριες.
     Περνούσαν αυτές οι αγωνιστικές φάσεις και άρχιζαν πάλι τα άλλα, τα του έρωτα. Ο πρώτος αληθινός μου έρωτας θα ήταν αυτός. Ήταν ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα ―έτσι είναι πάντα―, την πλησίασα, πράγμα που ήταν απίστευτο βήμα, της έδωσα να καταλάβει πως μου αρέσει και της ζήτησα να συναντηθούμε.
     Μετά λίγο καιρό ―αυτό ήταν το τέλος―, με όλο που στο μεταξύ με είχε πολύ αγαπήσει, όπως έλεγε, μου έγραψε ένα γράμμα ότι δε γίνεται να συνεχίσουμε γιατί την ντροπιάζω, εκείνην κι όλη την οικογένεια, ότι κανονικά έπρεπε να πάει να σκοτωθεί.
     Τώρα θυμάμαι κι άλλον νεανικό μου έρωτα πλατωνικό, αλλά βαθύτατο. Εκείνη, νέο κορίτσι, ήταν στα ψηλά από όλες τις απόψεις και προσπαθούσα να την φτάσω από τα υπόγεια. Σε άλλα καντούνια, πίσω από το μεγάλο σπίτι της, καθόταν ο Αντώνης, ξάδερφός της μα φτωχός κι έτσι δεν ήξερα αν είχαν σχέσεις. Εκείνη, το πλουσιοκόριτσο κι αυτός που έμενε στα πίσω στενοσόκακα, σε σπίτι φτωχικό, ψηλό, αλλά να πέφτουν οι σοβάδες από τον καιρό και να μυρίζουν όλα μούχλα και υγρασία κι όλες τις μυρωδιές του χρόνου.
     Παντού, σε όλα πρωτοστατούσανε οι μυρωδιές. Πολλές φορές αφόρητες και άλλοτε μαγευτικές. Πώς μύριζαν τα άνθη, τα φρούτα, κι οι άνθρωποι, πιο έντονα από παντού. Για μένα η όσφρηση ήταν η πρώτη από τις αισθήσεις που ερχόταν και επιβαλλόταν χαρακτηρίζοντας την ερωτική διάθεση που επικρατεί στην Κύπρο.
     Έμπαινα λοιπόν μέσα σ’ εκείνα τα υπόγεια, που έμοιαζαν με σπηλιές και μάλιστα με λαβύρινθους, που προχωρούσαν όμως σίγουρα προς το σπίτι ή μάλλον προς την αυλή του αρχοντικού της κοπέλας. Και πραγματικά έφτανα ίσαμ’ εκεί και δίχως να θυμάμαι τώρα πια τόσο καλά, νομίζω πως τότε πίστευα πως κάτι σπουδαίο είχα κάνει, πως είχα φτάσει ώς τα πόδια της.
     Τέτοιοι ήταν οι νεανικοί μας έρωτες την εποχή εκείνη, ενώ μαζί, κάτι σαν ξαφνικό, υπήρχαν κι άλλου είδους εμπειρίες ερωτικού κλίματος, όπως οι περιπέτειες της Κυρίας με τα μαύρα. Ήταν ντυμένη πάντα με ένα μαύρο φόρεμα ίσιο και μάλλον μακρύ. Γύρω στο λαιμό μια κολαρίνα άσπρη, καμιά φορά με δαντέλα. Κάλτσες μαύρες και παπούτσια, μαύρα βέβαια κι αυτά, με ψηλό τακούνι που είχε κάτι χαρακτηριστικό. Κατέληγε σε ένα στρογγυλό αρκετά παχύ λάστιχο. Το πρόσωπό της κίτρινο μελαχρινό και πολύ αδύνατο σα νεκροκεφαλή. Γύρω στα μάτια κύκλοι μαύροι φυσικοί, αλλά και βάψιμο, μια μαύρη γραμμή έντονη με κοχλ. Μάτια μαύρα αδιάφορα, στόμα πολύ στενό, μαλλιά κατάμαυρα, ίσως βαμμένα, αυτί με πολύ ενδιαφέρον, θα δούμε το γιατί. Στο κεφάλι φορούσε μιαν άσπρη σαρλότα που την κρατούσε κάτω από το σαγόνι της, με ένα λάστιχο άσπρο, κι όταν φορούσε το καπέλο αυτό εφτύς έπιανε απ’ τα μαλλιά της δυο τούφες, μια δεξιά μια αριστερά και τις κατέβαζε μπροστά στα αυτιά ίσιες σαν πράσα, ολόμαυρες, που φτάνανε ίσα με κάτω από το σαγόνι της. Όλα τα μαλλιά της δεν ήταν βέβαια κοντά να φτάνουν μόνο ώς το λαιμό. Πίσω ήταν μακριά και έφτιανε ένα μικρό κότσο που εστερέωνε καταμεσίς και χαμηλά πάνω από το σβέρκο. Στο χέρι βαστούσε πάντα ένα λεπτό μπαστούνι μαύρο είτε μια ομπρέλα.
     Η Κυρία αυτή είχε μεγάλη σημασία, γιατί ήταν πρώτα κι αρχή μεγάλη στην ηλικία, ήταν η μεγάλη κοινωνία, με το απέραντο σπίτι που στέγαζε τη μεγάλη της οικογένεια κι όπου ήμουνα πάντα καλόδεχτος.
     Με έπαιρνε στο δωμάτιό της, τεράστιο κι αυτό και μ’ έβαζε απάνω στο κρεβάτι της όπου καθόμαστε και παίζαμε με κάτι λεπτεπίλεπτα παιχνιδάκια που έφτιανε με ξυλαράκια από σπιρτόκουτα και σπίρτα, βοδάμαξα τυπικά της Κύπρου, ενώ ήξερα (κι αυτό με ενδιέφερε πολύ) ότι η Κυρία ζωγράφιζε αλλά μόνο ένα, μοναδικό έργο της φαινόταν, λίγο ατελείωτο, μια γλάστρα σπασμένη ελαφρά με κυκλάμινα.
     Σε λίγο αφήναμε τα μικρά παιχνίδια και βρισκόμουνα ξαπλωμένος δίπλα στην Κυρία που άρχιζε να με ρωτά επίμονα, απανωτά, τι κάνω μ’ εκείνα τα ζωηρά μικρά κορίτσια του αστυνόμου, ή με μιαν άλλη που δε θυμάμαι καθαρά, τι λέμε, τι κάνουμε. Ατέλειωτα ερωτήματα κι εγώ να βρίσκομαι σε μια ασίγαστη ταραχή, μ’ ένα σεξουαλικό βάρος που μ’ έπνιγε, εμένα αλλά και την Κυρία, όπως το εκατάλαβα καλύτερα πολύ αργότερα, χωρίς εκείνη να ’χει καμιά εμπειρία ούτε τότε ούτε κι αργότερα, ποτέ.
     Ευτυχώς όμως οι ώρες αυτές, οι κλειστές, οι σχεδόν σκοτεινές, εναλλάσσονταν πάντα γρήγορα με όλα τα ανοιχτά, τα γεμάτα αέρα, φρεσκάδα, άνοιξη, αν και πάντα μέσα στο υγρό κλίμα του νησιού, που κάνει άλλωστε, όπως ελπίζω να φάνηκε μ’ αυτά που λέω πιο πάνω, η Κύπρος με τους πολλούς κινδύνους πτώσης και κακομοιριάς να ’ναι στ’ αλήθεια το νησί της Αφροδίτης.
     Εδώ θ’ ανοίξω ένα κεφάλαιο ξεχωριστό, που είχε παρεισφρήσει στη ζωή του νησιού για ειδικούς της ιστορίας λόγους, που αναστάτωσε κυριολεκτικά πιο πολύ τα αγόρια, και που ίσως έχει και μιαν άλλη σημασία, ότι μπορεί κανένας να συσχετίσει μ’ ένα κάποιο τρόπο τα τότε με τη νεότερη ζωή, την μετά τον πόλεμο, όπως άλλαξε κι εξελίσσεται τώρα στην Κύπρο.
     Τότε λοιπόν ήμουνα εκεί όταν άρχισαν να φτάνουν γερμανοί Εβραίοι κατατρεγμένοι από τον Χίτλερ, που πήγαιναν για εγκατάσταση στην Παλαιστίνη (το Ισραήλ σαν κράτος δεν υπήρχε ακόμα) που την είχαν οι Άγγλοι κι εμπόδιζαν την εγκατάσταση των Εβραίων κι έτσι αυτοί ερχόντουσαν στην Κύπρο ή αλλού, και κοίταζαν πώς θα τα καταφέρουνε κρυφά. Η νεολαία αυτή ήταν κάτι το τελείως καινούργιο για το νησί. Σπουδαίο ρόλο έπαιζαν πρώτιστα τα κορίτσια, γιατί τ’ αγόρια περιορίζονταν στη δράση τους εξαιτίας της πολύ αυστηρής κοινωνίας του τόπου. Τα κορίτσια αυτά ήταν μορφωμένα, ευρωπαϊκά, εξελιγμένα όπως λέμε, ώστε όταν τους πρότειναν να βγουν το βράδυ έξω, δεχόντουσαν βέβαια πρόθυμα. Η διαφορά που γίνηκε ήταν τέτοια που οι νέοι του νησιού τα είχανε χάσει. Βρεθήκανε μέσα σε κάτι που ήταν απόλυτα διαφορετικό από ό,τι ήταν προηγούμενα ο ενδογενής ερωτισμός, που μίλησα γι’ αυτόν πιο επάνω.
     Μετά πενήντα σχεδόν χρόνια που έλειψα, πήγα για λίγο σ’ εκείνο τον τόπο που όλα τα χρόνια αυτά ουσιαστικά όλη μου τη ζωή, μ’ αυτόν έζησα. Αυτά επομένως που λέω τώρα είναι μετά από την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη-Κύπρο. Αλλά ―κι αυτό είναι που θέλω να τονίσω― αυτά που γράφω δεν έχουν αιτία την επιστροφή μου. Γι’ αυτή θα μου ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσω, ίσως και αδύνατο. Πάντως είναι κάτι του μέλλοντος. Τώρα θα ήθελα, σαν επίλογο, να πω δυο λόγια για τη γλώσσα της Κύπρου, κάτι που θεωρώ πολύ ουσιαστικό, μια και πιστεύω πως η γλώσσα αυτή είναι το πρώτο αγαθό που έχει η Κύπρος. Γι’ αυτό θα πρέπει να μελετηθεί πολύ βαθιά, συστηματικά κι απ’ όλες τις πλευρές, ιστορικές και άλλες που την εγγίζουν γιατί η σημασία της δεν είναι μεγάλη μόνο για την Κύπρο αλλά για ολόκληρο τον Ελληνισμό.
     Επειδή τώρα δα βρισκόμαστε στην Κύπρο, το θέμα αυτό το βλέπω κύρια από την δική της σκοπιά. Οι Κύπριοι πρέπει να πάψουν να νομίζουν ότι μιλάνε και προφέρουν άσκημα τα Ελληνικά. Προσωπικά, μετά μισό αιώνα απουσίας από την Κύπρο δεν ξέχασα ούτε τις λέξεις ούτε πώς προφέρονται. Πιστεύω πως αυτό έγινε γιατί έδινα μεγάλη σημασία στην εκφραστικότητα, το μεστό και γενικά στα θαυμαστά στοιχεία αυτής της γλώσσας. Εδώ στην Ελλάδα γενικά, όχι μόνο δεν αρέσει αλλά και για γέλια πολλοί την θεωρούν.
     Γι’ αυτό ξαναλέω πως μια συστηματική, σοβαρή μελέτη θα ωφελήσει γενικά και θα γίνει αιτία πολλά να κερδηθούν. Σκεφτήτε ποια είναι σήμερα η κατάντια της γλώσσας μας εδώ. Και μια και γύρισα από την Κύπρο στην Αθήνα μιαν ευχή έχω να κάμω. Εύχομαι και περιμένω νά ’ρθει η μέρα που οι Έλληνες δεν θα νομίζουν πως δημοτική μας γλώσσα είναι αυτή η ψεύτικη δημοσιογραφική γλώσσα που την λένε γλώσσα της εφημερίδας.

(από το βιβλίο: Γιώργος Μαυροΐδης. Ένα «γίγνεσθαι» κεραυνοβόλου καταφάσεως, Μουσείο Μπενάκη-Εκδόσεις Αδάμ Πέργαμος, 2003 [Η Λέξη 85-86, Ιούνιος-Αύγουστος 1989])