Σμύρνη: μία πόλη «ακοής κρείσσων» [1961]
Παρλαμάς Μενέλαος Γ.
Εκτύπωση
Καθώς θέλω να γράψω για τη Σμύρνη, έρχεται συνεχώς στη μνήμη μου η Κοντέσσα του Ζορντάνο Μαντρεπίλια, όπως μας τη ζωγράφισεν ο Μαλακάσης:
 
Ω, τα κρουστά πώς ανασήκωνες μετάξια
απάνω από το πόδι το γραμμένο,
μ’ εκείνα σου τα χέρια, που ήταν άξια
ν’ αλείψουν μύρα τον Εσταυρωμένο!...
 
Κάτι κοινό —σκέφτομαι— θα υπάρχει ανάμεσα σε τούτη την κατανυκτική κοντέσσα και την πόλη του Μέλητος, για να υπενθυμίζει έτσι έντονα η μια την άλλη. Αλλά τι; Προσπαθώ να βρω αυτή τη «δεσπόζουσα κοινή ιδιότητα» —μια λέξη που να τις χαρακτηρίζει και τις δυο, που να τις εκφράζει καίρια... Κι επί τέλους τη βρήκα! Είναι η αβρότητα.
     Όλα στη Σμύρνη έχουν αβρή γραμμή. Η παραλία, τα δέντρα —ω, εκείνες οι ραδινές κιονοστοιχίες της Φοινικιάς!— τα κτήρια, οι γύρω λόφοι και, περισσότερο από κάθε άλλο, η Σμυρνιά! Ένας παράξενος τύπος γυναίκας λεπτής χωρίς ευθείες, τελετουργικά ζωηρής, κομψής χωρίς προσπάθεια, γελαστής χωρίς χάχανα —απόλυτα χαριτωμένης. Η Σμυρνιά είναι «ακοής κρείσσων», ανώτερη από τη φήμη της.
     Το ίδιο και η Σμύρνη! Την πρωτογνωρίσαμε το απομεσήμερο στη Μυρακτή, το χιλιοτραγουδημένο Κοκάργιαλι, όπου ο Χασάν Γιουρούκ μας «έκαμε τραπέζι» σ’ ένα κομψότατο παραλιακό κέντρο. Δροσεροί πλάτανοι εσκίαζαν τα κύματα (αυτή την περίεργη... συνύπαρξη μονάχα στη Ναύπακτο και το Μιραμάρε της Ρόδου την έχω παρατηρήσει), απ’ όπου κάθε τόσο αναδυόταν μια Αφροδίτη... Τριγύρω μοντέρνες και παλιές οικοδομές —όλες υποταγμένες σ’ ένα ρυθμό λιτό και πλούσιο μαζί, που μ’ έφερνε σε απόγνωση, όταν τον εσύγκρινα με τη δική μας αρχιτεκτονική αναρχία. Κι έπειτα τι ήταν εκείνο το τραπέζι, που μας παράθεσεν ο φίλος μας ο Χασάν-μπέης; Δεν μιλώ, βέβαια για τη νοστιμιά των φαγητών. Αυτήν κάποτε τη βρίσκομε και σ’ ένα κοινότατο μαγέρικο. Θέλω να πω για την αισθητική παρουσίασή τους —τόσο αισθητική, που... λυπόσουνα να τ’ αγγίσεις. (Θυμούμαι τα φρούτα: ένα πελώριο καρπούζι μεταποιημένο σε ανθοστόλιστο καλάθι και μέσα σ’ αυτό σύκα, σταφύλια άσπρα και μαύρα, ροδάκινα, αχλάδια και ρεγκλόττες —μια σύνθεση που θα την εζήλευε κι ο Μουρίλλο). Αυτή η τελετουργικότητα στην παρουσίαση των φαγητών δεν είναι, ίσως, τυχαία σύγχρονη επινόηση. Αρκεί να θυμηθούμε το «Συμπόσιον» του Ξενοφάνους από τη γειτονική Ερυθραία...
     Είδαμε ύστερα τη Σμύρνη περνώντας τη γραφική συνοικία του Γιοζ-τεπέ, με τους πλακόστρωτους δρόμους και τα γραφικά σπίτια, την «Καραντίνα», το «Καρατάς»— ώς το Διοικητήριο. Από τους εξώστες του Ξενοδοχείου μας —του Άγκαρα-Πάλας— θαυμάσαμε τον πλατύ παραλιακό δρόμο με τους κομψούς στοίχους των φοινικόδεντρων κι απολαύσαμε τα λευκά βαποράκια, που, σαν άνθινα, διατρέχουν τη θάλασσα του Ερμαίου κόλπου —ανθισμένη κι αυτή από το αβρότατο μελτεμάκι. Παντού νιώθαμε τη δυναστεία ενός αβρού κάλλους.
 
Και τα ίχνη της Καταστροφής; Δεν τα είδαμε πουθενά! Ο χώρος της Ελληνικής συνοικίας, που κάηκε, είναι τώρα το καύχημα της Τουρκικής Σμύρνης: το Φουάρ. Εκεί γίνεται κάθε χρόνο μια Έκθεση (παρόμοια με τη δική μας της Θεσσαλονίκης), που αρχίζει τις 27 Ιουλίου. Κομψές δενδροστοιχίες —άνασσα πάντοτε η φοινικιά, το θαυμάσιο πολεοδομικό κόσμημα, που τόσο δίκαια θρήνησε, για λογαριασμό της Αθήνας, η Σέμνη Καρούζου— περίπτερα, κέντρα διασκεδάσεως, ποικίλα κτήρια, όλα κομψά και μορφικώς συντονισμένα. (Οι Τούρκοι φαίνεται, έχουν σπουδαίους αρχιτέκτονες). Στο κέντρο του Φουάρ υπάρχει μια λίμνη και στη μέση της λίμνης ένα ανθόσπαρτο νησί συνδεμένο με τη «στεριά» με γλαφυρά γεφυράκια. Εκεί βρίσκεται ο «κοσμικός ομφαλός» της Σμύρνης, το Αντά Καζίνο, όπου η πεζότατη ασχολία του φαγητού έχει απερίγραπτες αισθητικές προεκτάσεις. (Μας δόθηκεν η ευκαιρία να τις γνωρίσομε από ένα δείπνο που παράθεσεν ο Ισμίρ-βαλεσί —ένας πολύ λεπτός και ευφυής Τούρκος— στο συνάδελφό του της Χίου και στην συντροφιά του). Εκεί είναι και το «Τζιμπάρ», χορευτικό περίπτερο με Χανιώτη διευθυντή —τον Μεχμέτ-Ολού Κουτσουνάκη— όπου και εθαυμάσαμε με όλη μας την άνεση τη Σμυρνιά, καθώς ελικνιζόταν στους αργούς ρυθμούς μιας φίνας ορχήστρας... Τις μεταμεσονύκτιες ώρες, βλέποντας τόσους νέους θαλούς ν’ αναπηδούν από το καμένο έδαφος, θυμόμουν το στίχο του Σολωμού —κι ένιωθα το στόμα μου γεμάτο στάχτη.
 
Το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη.
 
Έχει κι αυτές τις αναποδιές κάποτε η Ποίηση...
 
 
 
Η άλλη Σμύρνη είναι άθικτη από την Καταστροφή. Έχει αναπτυχθεί πολύ (προ του 1922 είχε 270.000 κατοίκους· τώρα γύρω στις 500.000), και αρχιτεκτονικά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα παλιά κτήρια είναι αδελφωμένα με τα καινούργια. Τα τελευταία πολλές φορές εκπλήσσουν με τη μορφολογία τους, που είναι αντλημένη από παλιές τουρκικές «πηγές». Αλλά και γενικώτερα η Σμύρνη έχει κάτι, που λείπει λ.χ. από την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα —παρά την «επί μέρους» υπεροχή τους. Έχει ενιαία μορφή. Μπορεί κανένας να τη συλλάβει είτε από τον ιστορικό Πάγο, οπού, κάτω από το αρχαίο φρούριο, λειτουργούν καφενεία και εστιατόρια με εξώστες και «τζαμαρίες» (όχι αμετακίνητες, σαν πολλών δικών μας «τουριστικών» κέντρων...) είτε από το Γιαμανλάρ, το γραφικό ύψωμα, που βρίσκεται πάνω από το Κορδελλιό. Βλέπεις τότε —προ πάντων αν είναι νύχτα— ένα καλοσχεδιασμένο ψηφιδωτό από τρεμάμενους «λίθους» ν’ απλώνεται στις ακτές του Ερμαίου, ενώ πάμφωτα βαποράκια διασταυρώνονται μέσα στον κόλπο. Το θέαμα κι από τις δυο τούτες θέσεις είναι υπέροχο. Γι’ αυτό, υποθέτω, η άλλοτε περίφημη Προκυμαία δεν έχει τώρα σπουδαία καφενεία και εστιατόρια. Όλα έχουν μεταφερθεί, πολύ έξυπνα, στους χώρους, όπου η αναμφισβήτητη ομορφιά της πολιτείας προβάλλεται πιο ολοκληρωμένη και πιο έντονη.
 
Η ζωή σε τούτη την αβρή πόλη για τον ξένο —για τους ντόπιους δεν ξέρω— είναι ευχάριστη όχι μονάχα για τους αισθητικούς λόγους που εμνημόνευσα, αλλά και για άλλους πολύ πεζότερους: οικονομικούς. Κρατούσα τουρκικές λίρες αγορασμένες από την Εθνική Τράπεζα Χίου προς 2,10 δραχμές τη μια. Φαντάζεται, λοιπόν, κανένας την έκπληξή μου, όταν δίδοντας ένα χαρτονόμισμα 5 λιρών, για να πληρώσω ένα πακέτο τσιγάρα «Μπάφρα», ωραία συσκευασμένο κατά το αμερικάνικο σύστημα, είδα να μου επιστρέφουν ως ρέστα 4 λίρες και 20 γρόσια! «Δηλαδή», σκέφτηκα με ευχάριστη έκπληξη, «τα τσιγάρα στην Τουρκία είναι τζάμπα —1,70 δρχ. το πακέτο!...» Αλλά δεν ήσαν μόνο τα τσιγάρα.
     Δίπλα στο ξενοδοχείο μας λειτουργούσε ένα κατάστημα τροφίμων και ποτών του είδους «σελφ-σέρβις». Πήρα δυο πελώρια γλυκά και είδα με κατάπληξη την Ταμία να μου κρατεί μιάμιση λίρα —δηλαδή δραχμές 3,20. Οι ίδιες ευχάριστες εκπλήξεις μας επερίμεναν και στο εστιατόριο. Ο «κατάλογος» —παρά το ότι το κέντρο ήταν «πολυτελείας»— ήταν γραμμένος μονάχα στα Τουρκικά. (Αυτό, άλλωστε, συμβαίνει παντού στην Τουρκία· πουθενά δε βλέπεις επιγραφές σε ξένη γλώσσα. Μονάχα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πόλης υπάρχουν, παράλληλα στις τουρκικές, και γαλλικές πινακίδες). Αλλά μπόρεσα και ξεσήκωσα τις τιμές των εδεσμάτων, που ή το όνομά τους είναι διεθνές ή είναι γνωστό και σε μας ως κατάλοιπο της τουρκικής γλώσσας. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά «λήμματα»:
 
Μπον-φιλέ λίρες 4 (=δρ. 8.40)
Κοτολέτα λίρες 3 (=δρ. 6.30)
Τζιγιέρ σχάρα λίρες 2 (=δρ. 4.20)
Μακαρόνι μιλανέζ λίρες 2.50 (=δρ. 4.25)
Καούν λίρες 0.80 (=δρ. 1,60)
Καρπούζ λίρες 0.80 (=δρ. 1.60)
Σεφτελί (ροδάκινα) λίρες 0.50 (=δρ. 1.05)
 
Ομορφιά και φτήνεια. Σ’ αυτές τις δυο λέξεις συνοψίζονται οι πρώτες μου εντυπώσεις από τη Σμύρνη...

(από το βιβλίο: Μ.Γ. Παρλαμάς, Οι επιφυλλίδες του Σαββάτου, Ηράκλειο 1973)