«Ελλάς εν Τουρκία» [1961]
Παρλαμάς Μενέλαος Γ.
Εκτύπωση
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι Θεοί...
 
Παντού σημαίες κόκκινες με το άσπρο μισοφέγγαρο. Πλημμύρα από επιγραφές πολύχρωμες κι ακατανόητες. Στρατιωτικά τμήματα, που παρελαύνουν, για να καταθέσουν στεφάνι στο άγαλμα του Ατατούρκ. Και παντού ΕΒΕΤ... Αλλά, εκεί, προς το βόρειο άκρο της παραλίας μπροστά σ’ ένα σεμνό παλιό κτήριο, η ελληνική σημαία παιγνιδίζει απτόητη με την αύρα του Ερμαίου κόλπου.
     — Ελλάς εν Τουρκία!... Ψιθυρίζει συλλογισμένος ο νομάρχης της Χίου.
     Η λακωνική τούτη φράση, με την σύνταξη και τη γλώσσα της ίσως, μου θύμισε, μ’ ένα αυτόματο συνειρμό, μίαν όμοια από τους Αθλίους: «Τρικυμία εν κρανίω». Είχε κι αυτή τώρα το νόημά της, το «γαλανόλευκο ποίημα» του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, η «αιματοβαφής προκυμαία», ένα στρατοδικείο χωσμένο κάπου εκεί στα συννεφιασμένα βάθη της μνήμης —αληθινή «τρικυμία εν κρανίω»... Σταθήκαμε για λίγο συλλογισμένοι. Σε τούτο τον τόπο με τους σπασμένους κορμούς και τις βαθειές ρίζες η ψυχή είναι πάντα πρόθυμη «εγείρεσθαι υπό μυίωπός τινος». Ύστερα αποτινάξαμε τις μνήμες και χτυπήσαμε την πόρτα.
     — Τι θέλετε; Μας ρώτησε το γελαστό παλληκάρι, που μας άνοιξε.
     — Τον κ. Πρόξενο.
     — Περάσετε.
     Ο Πρόξενος κ. Σωτηράκος μας δέχτηκε στο άνετο γραφείο του. Ψηλός, λεπτός, «ευγενής την μορφήν και την παρουσίαν» —Ελλάς εν Τουρκία... Η άνεση του γραφείου απλώθηκε γρήγορα και στις ψυχές μας. Ο κ. Σωτηράκος γεννήθηκε στη Μάνη, αλλά είναι εύγλωττος σαν αρχαίος Αθηναίος. Καθαρή σκέψη, ευλύγιστος συλλογισμός, άψογη διατύπωση. Η εμβρίθειά του έδιδε πότε-πότε την εντύπωση, πως έχεις να κάμεις με φιλόλογο, αλλά το Παρελθόν άφηνε τις απόψεις του για το Σήμερα αμόλυντες από την «θολόν» της Ιστορίας, εμπράγματες, απαλλαγμένες από «συναισθήματα». Οι ψαράδες της Χίου —ένα θέμα που οι προεκτάσεις του φτάνουν συχνά στα «μπουντρούμια» της Σμύρνης, η Ελληνική Παροικία με την εκκλησίτσα της και τον εφημέριό της, η συνεργασία με τις τουρκικές Αρχές— όλα τούτα αντιμετωπίζονται από τον Έλληνα Πρόξενο με εξυπνάδα και τιμιότητα. Καταλαβαίνω πόσο είναι δύσκολο να κινείται κανένας για την Ελλάδα εκεί στα «interna corporis» της Τουρκίας. Κάθε σημείο επαφής ανάμεσα σε δυο λαούς, που θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν, είναι επώδυνο. Χρειάζεται «λεπτότης χειρουργού», για να θίγει κανείς θεραπευτικά τις πληγές της Ιστορίας...
     Αλλά ο κ. Σωτηράκος δεν είναι μονάχα «λεπτός χειρουργός». Είναι και θαυμάσιος άνθρωπος. Ανοιχτόκαρδος —το ίδιο κι η γυναίκα του, μια όμορφη Κορδελλιώτισσα—, πολυμαθής, χουβαρντάς και... κυνηγός από την παιδική του ηλικία, θυμάται και περιγράφει με συγκίνηση το κυνήγι των ορτυκιών στη Μάνη, ένα κυνήγι, που είναι ομαδικό κι εξασφαλίζει κρέας για όλο το χειμώνα στους φτωχούς Μανιάτες. (Είχα διαβάσει μια μελέτη σχετική στα Πελοποννησιακά Χρονικά, αλλιώς οι διηγήσεις του Προξένου μοιραίως θα κατατάσσονταν στην απέραντη ομοταξία των κυνηγετικών ψευδών)... Χωρίσαμε με θλίψη. Ετούτο το ζεστό κτήριο με τη γαλανόλευκη έμεινε στη μνήμη πολύ αγαπημένο. Μια μικρή απομονωμένη Ελλάδα.
     «Μακριά ’πό κείθε γέμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα...» —σαν τον Κρητικό του Σολωμού.
 
Υπάρχει και μια Κρητική παροικία στη Σμύρνη —και σ’ ολόκληρη την Τουρκία. Τη συναντά κανείς σχεδόν παντού να κελαϊδεί τα Κρητικά με τρόπο, που θα τον εζήλευε κι ο αείμνηστος Μαρκογιαννάκης. Δεν υπάρχει βέβαια, αμφιβολία πως όλοι τούτοι οι Κρητικοί της Τουρκίας —ή οι Τούρκοι της Κρήτης— έχουν το εθνικό τους φρόνημα. Αλλά η γλώσσα τους, οι ζωηρές αναμνήσεις τους από την Κρήτη, η ζεστή ατμόσφαιρα που δημιουργούν με τη νοσταλγία τους για τα γενέθλια χώματα, σε κάνουν να ξεχνάς τις «διαφορές» και να νιώθεις πως συνομιλείς με «ομαίμονας». Ελλάς εν Τουρκία...
     Νά, έξαφνα, ο φίλος μας ο Χασάν Γιουρούκ. Έφυγε 17 χρονών από την Ελούντα, αλλά ξέρει όλες τις ακρογιαλιές της Ανατολικής Κρήτης. Το Τραχήλι, το Μόχλο, το Βάι, το Παλαίκαστρο. Θυμάται πού βγαίνουν τα καλά μπαρμπούνια, πως το Σεπτέμβριο «η μαρίδα της Ελούντας είναι... θεός» και πως η Εργίνα, «που καθόντανε, μπρε, εκειά κοντά στην Αγιά Κατερίνη, στη Στεία, ήταν σαν την Παναγία όμορφη». Και τα νοσταλγεί όλα τούτα τα φτωχά πράγματα, ενώ έχει ολόκληρο στόλο από τράτες, που τροφοδοτούν τη Σμύρνη με ψάρια και τα γκαρσόνια των Καζίνων της Σμύρνης με παχυλότατα φιλοδωρήματα. Γιατί ο Χασάν-Γιουρούκ είναι ένας χουβαρντάς, που δεν έχει όμοιό του η... Κρήτη.
     Ο φίλος πάλι ο Αλημπεγάκης —με εργοστάσιο στην Έφεσο και με τρεις γιους, που σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο— δε μπορεί να ξεχάσει τα στενά του Μεγάλου Κάστρου και τα «χανουμάκια» του. (Χανουμάκια λένε οι Τουρκοκρητικοί τα κορίτσια γενικά, όχι μονάχα τις τουρκοπούλες). Και νοσταλγικά σιγοψιθυρίζει τη μαντινάδα:
 
Βάλε με, χανουμάκι μου, τα πόδια σου να πλύνω,
και των ποδιώ σου το νερό χερμπέτι να το πίνω...
 
Το ήθος, βέβαια της μαντινάδας δεν είναι και τόσο κρητικό, μα μην ξεχνούμε πως ο νοσταλγός αυτός των στενών του Κάστρου είναι Τούρκος. Κι αν εσημείωσα τη μαντινάδα, είναι για να υποδηλώσω μαζί με τις ομοιότητες και τις διαφορές... Θυμάται ακόμη ο Αλημπεγάκης τον... Χρήστο —«το στοιχειό του Κοραή», όπως είχε βαπτισθεί από τότε. Θυμάται και τους συμμαθητές του, και ξεχωριστά τους «δυο Στυλιανούς» —τον Γιαμαλάκη και τον Κατεχάκη. Και, πιο πολύ απ’ όλα, το Σαντριβάνι με τον Πλάτανο. «Ίντα αξίζει ένας καβές στην ασκιανάδαν του...»
     Μα νά και ο Μουσταφάς Αβδουραχμανάκης από τη Στεία. Έχει βγάλει εκεί το Γυμνάσιο με «άριστα», είναι ανώτερος υπάλληλος, φιλόξενος, γλεντζές αλλά... κατηγορεί τους άλλους Τουρκοκρητικούς, γιατί μιλάνε τη «χυδαία» και όχι την καθαρεύουσα. Η πεθερά του η Χατζητζέ είναι εγγονή του άλλοτε Δημάρχου Ηρακλείου Παπουτσαλή —όπως μας είπε— και λαχταρά να ξαναδεί το πιο απίθανο χωριό της Κρήτης. Όταν τη ρωτήσαμε, τι αναζητά πιο πολύ, απάντησεν έμμετρα:
 
Τη Γάλυπε —που να ’λειπε...
 
Έμεινα με ανοιχτό το στόμα για την ολιγάρκεια και... την ομοιοκαταληξία —τόσο απροσδόκητα και τα δυο.
     Κλείνω τούτη την τουρκοκρητική πινακοθήκη με μια θλιβερή προσωπογραφία. Σ’ ένα φτωχό σπιτάκι στο Μπορνόβα, μέσα σε μιαν απερίγραπτη αθλιότητα, βρήκαμε τον Ιμπραήμ Κασαπάκη, γέρο 95 χρόνων, να πνέει τα λοίσθια. Όπως μου έλεγεν ο κ. Γαλανάκης, ο γέρος αυτός είναι πασίγνωστος σ’ όλους τους παλιούς καπνιστές της Κρήτης. Ήταν ο... Παπαστράτος της κι έβγανε τον καπνό της Κοπέλας. Τώρα, μ’ όλη τη φτήνεια του καπνού στην Τουρκία, δεν έχει συχνά τσιγάρο, για να τυλίξει με τους καπνούς του τη φτώχεια του...
 
Ανάμεσα στους Τουρκοκρητικούς της Σμύρνης υπάρχει, φαίνεται, και μια εκπληκτικά πολυάριθμη «αποικία» του Λυκείου «ο Κοραής». Το διαπίστωσα ένα μεσημέρι που καθόμαστε στο «Παραλλέλι». Τρεις από την παρέα —παλιοί μαθητές του— μου το εβεβαίωναν, ανιστορώντας με συγκίνηση τη «βίτσα του Τζοβενή», τα ανέκδοτα του Ρες και την... αυστηρότητα του Χρήστου. Έλεγαν —κι ήταν ωραία κι ευγενική η ιδέα τους —να κάμομε ένα αναμνηστικό συμπόσιο, όπου θα ’παιρναν μέρος όλοι οι απόφοιτοι του Λυκείου στη Σμύρνη. Αλλά θα φεύγαμε την άλλη μέρα, και δεν υπήρχεν ο χρόνος για την αναζήτηση των απόντων και τη σχετική προετοιμασία. Υπήρχεν όμως ο Χαμζά-Ρουστέν, ο παλιός Ηρακλειώτης φωτογράφος, που ασκεί τώρα, και στη Σμύρνη, το ίδιο επάγγελμα, αν και, όπως λένε, είναι ο πλουσιώτερος κάτοικός της. Ο θαλερός και φιλόξενος γέρος είχε την έμπνευση ν’ αντικαταστήσομε το αναμνηστικό συμπόσιο με μια αναμνηστική φωτογραφία.
 
Οι Θεοί δεν πεθαίνουν, όσο και να τους σπούμε τα αγάλματα...

(από το βιβλίο: Μ.Γ. Παρλαμάς, Οι επιφυλλίδες του Σαββάτου, Ηράκλειο 1973)