Κυριακάτικο «σεργιάνι» στη Σμύρνη [1961]
Παρλαμάς Μενέλαος Γ.
Εκτύπωση
Η πρώτη Κυριακή της παραμονής μας στη Σμύρνη ήταν —επί τέλους— ελεύθερη. Όλες τις άλλες μέρες με τα «προγράμματα», τα βιβλία και τις άγονες «κονταμπλασιόν» είχαμε ξεχάσει πως το σεργιάνι, αυτή η «απόλαυση του άσκοπου», ήταν γνήσια τουρκική λέξη... Έπρεπε σήμερα να το θυμηθούμε, ν’ αφήσομε τις πλατειές λεωφόρους με τις γλαφυρές φοινικιές και τους εφημεριδοπώλες και να μπούμε στα «στενά» όπου πάντα «στις γλάστρες ανθούν γαρύφαλλα», και ο μικρός Μουράτ κατασκοτώνεται με το γειτονάκι του το Μπεκήρ εξ αιτίας της «Φενέρ-Μπαξέ» και της «Γαλατά-Σεράι»... Μονάχα στις «μικρές λεπτομέρειες» βρίσκει κανείς τη «μεγάλη ουσία».
     Κατέβηκα τις σκάλες του «Άγκαρα-Πάλας». Μπροστά στην είσοδο του Ξενοδοχείου, στο πεζοδρόμιο, είναι απλωμένες οι πρωινές εφημερίδες, φτειασιδωμένες με πολύ κόκκινο στους τίτλους. Φωτογραφίες των ηγετών της «Χούντας» και μια άγνωστη λέξη με πελώρια στοιχεία, ΕVΕΤ, καλύπτουν την πρώτη σελίδα. Την ίδια περίεργη λέξη βλέπω τυπωμένη και σε κάτι μικρά «φέιγ», που είναι κολλημένα παντού, στους τοίχους, στις βιτρίνες, στα καπό των αυτοκινήτων. Μπαίνω σ’ ένα δρόμο κάθετο προς την «Προκυμαία». Σ’ ένα «κατάστημα» βλέπω να μπαινοβγαίνουν σχετικά πυκνοί επισκέπτες. Πλησιάζω. Σκέφτηκα πως θα ’ναι κανένα ζαχαροπλαστείο ή κάτι τέτοιο. Πεινούσα κι ήμουν έτοιμος να μπω, αλλά βλέπω ένα ένοπλο στρατιώτη να στέκει στην είσοδο. Απομακρύνθηκα και σταμάτησα λίγο παρά πάνω. Ένας καλοντυμένος γέρος κατέβαινε προς την προκυμαία. Τον είδα με πολλή χαρά. Κατά κανόνα όλοι οι καλοντυμένοι γέροι —αυτό ήταν μια από τις «μικρές λεπτομέρειες» που είχα παρατηρήσει από την πρώτη μέρα— ξέρουν Ελληνικά. Τον εσταμάτησα.
     — Συγγνώμη, κύριε. Μήπως ξέρετε να μου πείτε, τι σημαίνουν αυτά τα χαρτάκια, που είναι κολλημένα παντού;
     Ο γέρος μ’ εκοίταξε λίγο, σκέφτηκε περισσότερο και ύστερα μου είπε.
     — Ήλθατε σήμερα ;
     — Όχι, είμαι δω τρεις μέρες.
     — Και δεν εμάθετε, πως έχομε σήμερα δημοψήφισμα;
     — Κανένας δε μου είπε τέτοιο πράγμα. Ούτε είδα πουθενά προεκλογικές συγκεντρώσεις.
     Ο γέρος εχαμογέλασε και είπε αργά μ’ ένα δίσημο τόνο.
     — Έτσι γίνονται τώρα οι εκλογές στην Τουρκία!
     — Κατάλαβα... Και εκείνα τα χαρτάκια με το ΕVΕΤ;
     — Είναι το σύνθημα των κυβερνητικών. Θα πει: ΝΑΙ.
     — Το ΟΧΙ πώς το λένε τουρκικά;
     — ΧΑΪΡ.
     — Δεν το βλέπω όμως πουθενά. Γιατί δεν παρουσιάζουν κι οι «άλλοι» το δικό τους σύνθημα;
     Πάλι η ίδια μελαγχολική απάντηση:
     — Έτσι γίνονται τώρα οι εκλογές στην Τουρκία...
     Αποχαιρέτισα τον καλό γέρο και ξαναγύρισα δήθεν αδιάφορος στο... δήθεν ζαχαροπλαστείο. Ένας λούστρος εκεί κοντά σιγοτραγουδούσεν, άνεργος, μια «επιτυχία» του Ζεκί Μαρέν, που την άκουγα παντού (ο Ζεκί Μαρέν είναι ο... Μπιθικότσης της Τουρκίας), θαυμάσια ευκαιρία, για να παρακολουθήσω αδιάβλητος την κίνηση στο εκλογικό τμήμα...
     Κατά το χρόνο που χρειάστηκα, για να βάψω τα παπούτσια μου, και που τον παράτεινα όσο μπορούσα δίδοντας στο λούστρο ένα δεκάλιρο για να κρατήσει τα 50 γρόσια της αμοιβής του, εμέτρησα να μπαινοβγαίνουν 13 εκλογείς. Απ’ αυτούς οι δυο ήσαν ηλικιωμένοι. Όλοι οι άλλοι ήσαν νεώτατοι —4 νέες και 7 νέοι. Για «ουρά» μπροστά στο τμήμα ούτε λόγος. «Αποχή», σκέφτηκα. «Δύσκολα την έχει ο Γκιουρσέλ». (Την άλλη μέρα, περίεργος για τα αποτελέσματα, πήρα μια εφημερίδα, το Ισμίρ. Στην πρώτη σελίδα έγραφε με πελώρια γράμματα: ΜΙΛΕΤΙΝ ΝΤΟΥΝ ΕΒΕΤ ΝΤΕΝΤΙ: Το Έθνος χθες είπε «ναι». Έτσι γίνονται οι εκλογές στην Τουρκία...).
 
Θέλω να πάρω τσιγάρα. Είχα ανακαλύψει μια περίφημη μάρκα, το «Γενί-χαρμάν», κι ήθελα να πάρω μερικά πακέτα. (Τα «Μπάφρα» της πρώτης μέρας καθώς και τα ελληνικά τσιγάρα, που κρατούσα άφθονα —τρομοκρατημένος από την πληροφορία, ότι τάχα στην Τουρκία τα τσιγάρα είναι άθλια— τα είχα απαρνηθεί, «πριν αλέκτωρ φωνήση»). Αλλά πού περίπτερο; Πηγαίνω αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω προσπαθώντας μάταια ν’ ανακαλύψω αυτό το θαυμάσιο «εύρημα» —το περίπτερο— που στην Ελλάδα διαλαλεί την καταστόλιστη ύπαρξή του σ’ όλες τις πλατείες και τα πεζοδρόμια κι απαλλάσσει τους ξένους από ανεκδιήγητους κόπους... Αντί περιπτέρου, ανακαλύπτω πως στην Τουρκία δεν υπάρχουν περίπτερα. Τα καπνοπωλεία είναι κανονικά μαγαζιά, που πρέπει όμως «να τα ξέρεις». Και πού να «τα ξέρω» εγώ, που είμαι ξένος, που δεν έχω τώρα τσιγάρα και που, άλλωστε, βλέπω πως σήμερα, όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά; Πρέπει να ξαναγυρίσω στο Ξενοδοχείο. Πάει, χάθηκε το σεργιάνι!...
     Αλλά ο Θεός της Ελλάδος δεν λείπει από πουθενά —ακόμη κι από την Τουρκία. Καθώς επιστρέφω, ψάχνοντας πάντοτε με αγωνία για τσιγάρα, ακούω από το απέναντι πεζοδρόμιο κάποια φωνή να με καλεί. Στρέφομαι, και βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου ένας συμπαθητικώτατος νεαρός, κομψός και γεμάτος χαμόγελα. Δεν πιστεύω τα μάτια μου. Αλλά τ’ αυτιά έρχονται αμέσως να τα ενισχύσουν.
     —Καλώς ωρίσετε! Τι γυρεύει εδώ πέρα το Λύκειο;
     Είναι ο Γιαννάκης ο Αδάμης από το Ηράκλειο, παλιός και προσφιλής μαθητής του Λυκείου. Ήξερα πως εργαζόταν σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρία στο Λονδίνο.
     — Και τι γυρεύει εδώ πέρα το... Λονδίνο;
     Λύθηκαν ύστερα οι αμοιβαίες απορίες μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς κι εγκαρδιότητας. Ο Γιαννάκης κατοικεί εδώ τώρα και δυο χρόνια, είναι επιθεωρητής της Αγγλικής εταιρίας στο πρακτορείο της Σμύρνης και, καλός και πρόθυμος όπως είναι, προσφέρεται να με συνοδεύσει «όπου θέλω». Κρατεί και τσιγάρα! (Αυτό στην αρχή ντρεπόταν να το ομολογήσει...).
     Πήραμε ένα ταξί. Ήθελα να πάμε στο Γιοζ-τεπέ να σεργιανίσομε, να δω και την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Καθώς περνούσαμε από την «Καραντίνα» ο Γιαννάκης μού έδειξε δεξιά ένα παλιό όμορφο σπίτι.
     — Το σπίτι του Στεργιάδη, μου είπε.
     Θυμήθηκα τον άγριο αρμοστή της Σμύρνης με το μεγάλο μυστικό, που δεν θέλησε ποτέ να το αποκαλύψει...
     Ανεβήκαμε στο Γιοζ-τεπέ. Ρωτήσαμε πολλούς, πού είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Κανείς δεν ξέρει. Ψάξαμε κι οι ίδιοι ολόκληρη τη συνοικία. Ο Γιαννάκης εξαντλεί όλη του τη λαμπρή τουρκομάθεια. Μάταια. Ο ναός δεν υπάρχει πια. Στη Σμύρνη, φαίνεται, «ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην»... (Αλλά όχι! Υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι, που λειτουργιέται κάθε Κυριακή από ορθόδοξο ιερέα. Εκεί προσπαθεί να αναζήσει η παράδοση της Αγίας Φωτεινής, που τόσο ωραία έχει περιγράψει —πριν από 60 χρόνια— ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης).
     Πιο ύστερα συναντήσαμε τον κ. Γαλανάκη να γυρεύει μάταια —θύμα κι εκείνος του... περιπτέρου— κάρτες και γραμματόσημα. Συνεχίσαμε κι οι τρεις το σεργιάνι —χωρίς όμως πραγματικά και να σεργιανίζομε. Ο νομάρχης της Χίου ήθελε να μάθει για τη σταφίδα, για τα καπνά, για το εμπόριο. Χάρη σ’ αυτόν έμαθα κι εγώ, πως η σταφίδα στην Τουρκία υπολογίζεται φέτος σε 80.000 τόννους, πως οι Τούρκοι εξαγωγείς είναι πολύ τακτικοί στις συναλλαγές τους με τα πρακτορεία και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα, που... δεν τα θυμούμαι. Είχα αρχίσει πια να πλήττω με τούτο το περίεργο εμποριολογικό σεργιάνι, όταν ο Γιαννάκης είχε μια θαυμάσια έμπνευση.
     — Να πάμε στο «Παραλλέλι» να πιούμε ελληνικό καφέ.
     — Ελληνικό;
     — Ναι. Είναι ’κεί δυο καφενέδες. Τον ένα τόνε «κάνει» Σφακιανός...
     — Έχει και ναργιλέ; Ρώτησε σχεδόν βίαια ο νομάρχης.
     — Εκεί μόνο ναργιλέ καπνίζουνε.
     — Πάμε!
     Σε λίγο, καθισμένοι δίπλα στη θάλασσα, πίναμε θαυμάσιο καφέ συντροφιά με τρεις κατάκοσμους ναργιλέδες. Δοκίμαζα πρώτη φορά τούτη την ανατολίτικη απόλαυση. Το παρατήρησε ο Τανές —το παιδί, που συντηρούσε τις φωτιές— κι ήρθε κοντά μου να με διδάξει το «πιάσιμο» και το «τράβηγμα»...
     Με τούτη τη νέα ανακάλυψη τελείωσε και το Κυριακάτικο σεργιάνι στη Σμύρνη.

(από το βιβλίο: Μ.Γ. Παρλαμάς, Οι επιφυλλίδες του Σαββάτου, Ηράκλειο 1973)