Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Το μαύρο 1941

Ο Μεταξάς πεθαίνει τον Ιανουάριο του 1941. Τέρμα η δικτατορία.
     Φεβρουάριο-Μάρτιο οι Άγγλοι αποφασίζουν να ανοίξουν Βαλκανικό μέτωπο και φέρνουν στρατό στην Ελλάδα. Οι Ιταλοί ζητούν την βοήθεια του Χίτλερ. Παρ’ όλο που η Γερμανία ετοιμάζει την εκστρατεία της στην Ρωσία, στις αρχές Απριλίου 1941 κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα και κατεβάζει πολλές μεραρχίες. Οι Έλληνες θα αντισταθούν με λύσσα. Στην Κρήτη θα αποδεκατίσουν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Ο πόλεμος-αστραπή θα κρατήσει 3 εβδομάδες αλλά δεν θα είναι ο «περίπατος» που προέβλεπαν οι Γερμανοί και θα καθυστερήσει 7 μήνες την επίθεση κατά της Ρωσίας, συμβάλλοντας έτσι πολύ εις την αποτυχία της. Αυτό θα το αναγνωρίσουν τότε όλοι. Πόσοι όμως σήμερα το έχουν ξεχάσει μαζί με όλα τα άλλα!
     Ένα ένα τα φρούριά μας στα σύνορα πέφτουν. Η κυβέρνηση φεύγει για την Αίγυπτο φυγαδεύοντας και τον χρυσό της Τραπέζης της Ελλάδος.
     Τα αγγλικά στρατεύματα εγκαταλείπουν την Αθήνα και μεταφέρονται στην Κρήτη. Θα μείνουν όμως αρκετοί Άγγλοι που ήταν τραυματισμένοι ή δεν μπόρεσαν για διάφορους λόγους να ακολουθήσουν. Κατά την διάρκεια της Κατοχής θα τους κρύβουν και βοηθούν οι Έλληνες, με κίνδυνον της ζωής των.
     Βλέπομε πια καθαρά ότι θα υποστούμε κατοχή και αρχίζομε να μαζεύωμε τρόφιμα. Οι έξυπνοι μας πρόλαβαν και τώρα από διάφορες μισο-κρυφές πηγές προμηθευόμεθα, σε υψηλές τιμές, σταφίδες, ρύζι, σαπούνι, λάδι, ό,τι βρούμε, που βέβαια δεν θα επαρκέσουν για πολύ καιρό. Ετοιμάζονται δελτία.
     Στο σπίτι έχω μια νέα κοπέλλα, την Ντορέττα, που έφερα μαζί μου από την Αλεξανδρούπολη λίγο πριν γεννηθεί ο Στέφανος για να με βοηθάει με τα παιδιά. Είναι Εβραία. Η οικογένειά της (πατέρα, μητέρα, αδελφό και 3 αδελφές) μπροστά στην εισβολή των Βουλγάρων στην Θράκη καταφεύγουν και αυτοί στην Αθήνα. Έχοντας υπ’ όψει την εγκληματική μεταχείριση των Εβραίων από τους Γερμανούς στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρέπει να φροντίσω για ψεύτικες ταυτότητες. Ευτυχώς στο Υπουργείον Εσωτερικών είναι ο ναύαρχος Γέροντας, παλιός φίλος του πατέρα μου, που με ξέρει από μικρή. Του λέω μόνον ότι αυτή η οικογένεια έφυγε λόγω των Βουλγάρων και τους βγάζουμε ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα. Θα σωθούν όλοι, εκτός από τον αδελφό: θα τον προδώσει κάποιος άτιμος που τον ήξερε από την Αλεξανδρούπολη. Θα τον φορτώσουν και αυτόν στα βαγόνια για μεταφορά ζώων, χωρίς παράθυρα, χωρίς θέση για να καθίσουν, όπου μόλις φθάνουν, οι Γερμανοί στοιβάζουν τους Εβραίους που πιάνουν για να τους στείλουν στα στρατόπεδα θανάτου. Είναι τέτοια η κατάσταση που ήδη στον επόμενο σταθμό έχουν πεθάνει οι μισοί από ασφυξία.
     Μετά τον θάνατο του Μεταξά όσοι Έλληνες υπουργοί ανέλαβαν με επιτυχία, για να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό, αλλά δεν μπόρεσαν να φύγουν με την κυβέρνηση, παραιτήθηκαν μόλις έφθασαν οι Γερμανοί. Άλλοι είναι που συνεργάσθηκαν με τον εχθρό.
     Οι τελευταίες μας ελπίδες χάθηκαν. Το κύμα των κατακτητών ξεχύνεται. Ο στρατός μας διαλύθηκε. Τί θα γίνει όμως; Ο πατέρας ακούει ότι θα μεταφερθεί στην Γερμανία. Μαύρη απελπισία με πιάνει. Δεν θα ξαναδώ τον Κλεάνθη; Έτσι θα τελειώσει η ζωή μας μετά από μόλις 7 χρόνια ευτυχίας; Από την αγωνία μου κινούμαι σαν άψυχο ρομπότ. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα είχα φτιάξει κομπόστα δαμάσκηνα και αφηρημένη όπως ήμουν την έχυσα καυτή σ’ ένα ωραίο μπολ κρυστάλλινο με ασημένιο στεφάνι γύρω στο χείλος που είχε φέρει ο πατέρας από την Ρωσία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μπολ άνοιξε στα δύο: βεβαίως ούτε που με ένοιαξε. Έτσι και αλλιώς έως ότου τελειώσει ο πόλεμος τα σπίτια είχαν γίνει αχούρια, από την έλλειψη νερού, σαπουνιού, από τα βρώμικα νερά που έπεφταν από τα μπουριά της σόμπας και.... από τους κοριούς. Όσο για τους ανθρώπους είχαν τα μαύρα τους χάλια και ας διατηρούσαν οι περισσότεροι υψηλό ηθικό.
     Ευτυχώς ο στρατός δεν μεταφέρθηκε στην Γερμανία. Τον άφησαν στην τύχη του και πάρα πολλοί στρατιώτες διέσχισαν πεζοί ολόκληρη την Ελλάδα για να φθάσουν σε αθλία κατάσταση στα σπίτια των, μετά από εβδομάδες.
     Στην Κηφισιά γνωρίζαμε ένα πλούσιο ηλικιωμένο ζεύγος Άγγλων, τους Forbes. Είχαν κτίσει μία πολύ μεγάλη βίλλα, είχαν και κόττερο και κάθε Χριστούγεννα έκαναν μία μεγάλη δεξίωση όπου πηγαίναμε όλοι. με την κήρυξη του πολέμου επέστρεψαν στην Αγγλία, αφήνοντας ως είχε το σπίτι των, καθώς και το κόττερο που χρησιμοποιήθηκε την τελευταία στιγμή για να μεταφερθούν στην Αίγυπτο Έλληνες και άλλοι. Με αυτό έφυγαν και ο Γεώργιος Σεφεριάδης με την Μαρίκα. Το κόττερο βομβαρδίστηκε και βούλιαξε στην Κρήτη. Ευτυχώς εκείνη την ώρα όλοι οι επιβαίνοντες ήσαν στην ξηρά. Οι Forbes είχαν μία, ας την πούμε προστατευομένη, Αγγλίδα. Πριν φύγει και αυτή με το κόττερο μας έδωσε όλα τα κλειδιά της βίλλας για να πάρωμε ό,τι τρόφιμα υπήρχαν στα αμέτρητα κελλάρια, διότι ήταν βέβαιο ότι οι Γερμανοί θα επέτασσαν το σπίτι, όπως και έγινε.
     Βιαστικά ανεβήκαμε στην Κηφισιά. Ο φίλος μας, Ντίνος Τσάτσος που είχε αυτοκίνητο για να κουβαλήσωμε ό,τι θα βρίσκαμε, φύλαγε τσίλιες στην πόρτα του κτήματος, διότι ξέραμε ότι πλησίαζαν οι Γερμανοί και ότι όπου να είναι θα έφθαναν. Ήταν 5 το απόγευμα. Με την ψυχή στο στόμα ξεχυθήκαμε στο απέραντο υπόγειο, μη γνωρίζοντας τα κατατόπια και με μια αρμαθιά κλειδιά στα χέρια προσπαθούσαμε να ανοίξωμε πόρτες. Ήταν εντελώς σαν κινηματογραφική ταινία! Καταφέραμε να βρούμε αρκετά τρόφιμα, αρπάζοντας την τελευταία στιγμή ένα σακκί με σπασμένο ρύζι που προωρίζετο για τα σκυλιά των Forbes και που μας έκανε κάμποσα πολύτιμα πιλάφια τις ημέρες της πείνας.
     Την ώρα που φεύγαμε ακούσαμε την βοή της γερμανικής φάλαγγας αρμάτων που κατέφθανε στην Κηφισιά.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)