|
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
| Ζάννου Άλεξ |
|
Κατοχή – 27 απριλίου 1941
|
Αποφράς ημέρα. Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Οι δρόμοι είναι άδειοι. Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στα σπίτια των, με κλειστά παντζούρια. Από πού έρχονται αυτές οι μεραρχίες δεν ξέρω, αλλά σε 48 ώρες δεν υπάρχει πια ούτε ένα νεράντζι στα δένδρα των δρόμων και του κήπου. Τα κατεβρόχθισαν όλα.
Αρχίζουν να επιτάσσουν τα κτίρια. Μερικοί κατασκηνώνουν στην πλατεία Συντάγματος και απλώνουν την μπουγάδα των, κάτι περίεργα ροζ κουφετί και πορτοκαλιά πουκάμισα. Απορούμε. Ανοίγουν τις αποθήκες με ρουχισμό που άφησαν οι Άγγλοι και βάζουν τα χακί. Εμείς έχομε ακόμη αρκετή αναίδεια και αυτοί όχι ακόμη πάρα πολλή. Ένας φίλος μας, ο Μανόλης Ροδοκανάκης, φοράει μία αγγλική σημαιούλα στο πέτο του. Τον σταματά ένας Γερμανός και του λέει αγγλικά: «Εγγλέζικο, βγάλε το» και ο Μανόλης τραβώντας το short του Γερμανού του απαντά: «Εγγλέζικο, βγάλε το». Αυτά είναι τα αστεία της αρχής που δεν πρόκειται να διαρκέσουν. Όλοι είναι τόσο φανατισμένοι που είναι ριψοκίνδυνοι. Η μητέρα και εγώ γράφομε με κιμωλία το γράμμα V (το σήμα της νίκης, V για Victory) επάνω στα σταματημένα γερμανικά αυτοκίνητα έως ότου μας πει ο πατέρας να παύσωμε πριν καταλήξωμε στην φυλακή.
Αφού επέταξαν τα μεγάλα κτίρια τοποθετούν αξιωματικούς στα σπίτια. Όταν έρχονται σε μας μαζί με έναν Έλληνα διερμηνέα βάζω τα παιδιά να τσακωθούν στο χωλ· θεωρούν ότι δεν είναι κατάλληλη η κατοικία μας και γλυτώνομε. Δύο τρία χρόνια αργότερα ο Στέφανος με ρωτά:
«― Γιατί δεν έχομε και μεις Γερμανό στο σπίτι;
― Θα ήθελες να έχωμε; του απαντώ.
― Ναι, γιατί αν δεν έχομε ποιον θα πετάξωμε από το μπαλκόνι άμα θα τελειώσει ο πόλεμος;»
Αυτό ήταν το θέμα της κουβέντας των παιδιών στον Εθνικό Κήπο όπου παίζουν.
Ο παππούς μου, ο Δημήτρης Δραγούμης, κάθεται στην απέναντι πολυκατοικία. Του έχουν βάλει έναν Αυστριακό. Μια μέρα γυρίζει η Αριέττα από κει και ξέροντας πόσο φανατισμένη είμαι κρύβει πίσω από την πλάτη της μία πλάκα σοκολάτα και λέει «Δεν είναι Γερμανός, δεν είναι Γερμανός, είναι Αυστριακός». Βεβαίως την άφησα να φάει την σοκολάτα.
Περνά μία εβδομάδα. Μέσα από τις σκοτεινές μου αναμνήσεις ξεπροβάλλει η πιο λαμπερή μέρα της ζωής μου. Η χαρά μας είναι απερίγραπτη. Η Αριέττα, αν και πολύ μικρή, θυμάται καθαρά ότι εκείνη την ώρα τρώγαμε σούπα ντομάτα και ακούμε την κόρη του θυρωρού να φωνάζει: «Ήλθε ο κύριος Ζάννος». Ο Κλεάνθης καταφθάνει γερός και καλά. Μας διηγείται ότι σε ένα δυνατό βομβαρδισμό στο μέτωπο είχαν βρεθεί σε ένα χαμόσπιτο που γκρεμίστηκε και τους πλάκωσε. Ήταν όμως κτισμένο από χωμάτινες πλίνθους και κανείς δεν έπαθε τίποτε. Καθώς υπηρετούσε σε μηχανοκίνητη μονάδα μπόρεσε να έλθει με αυτοκίνητο, κουβαλώντας μαζί του ένα τενεκέ φέτα, ένα τενεκέ μέλι και ένα τενεκέ ταχίνι που αγόρασε περνώντας από τους Δελφούς.
Τώρα όμως αρχίζουν τα πολύ δύσκολα και μάλιστα τα πάρα πολύ δύσκολα.
Πριν εξακολουθήσω θα ήθελα να πω δύο λόγια για τα χρηματικά. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εξεμηδένισε τα τρία τέταρτα της αρκετά μεγάλης περιουσίας της γιαγιάς μας, της Ιουλίας Δραγούμη. Ο Δεύτερος μας κατέστρεψε ολοσχερώς. Μόλις είχαμε φέρει στην Ελλάδα το υπόλοιπο της περιουσίας αυτής που ήταν σε «τραστ» στην Αγγλία και που με τις διάφορες διαδικασίες μετά τον θάνατο της νόνας άργησε πολύ να ξεμπλοκαρισθεί. Επρόκειτο η μητέρα να αγοράσει ένα ή ίσως και δύο διαμερίσματα. Οι τράπεζες έκλεισαν και τα χρήματα έγιναν μαρουλόφυλλα. Παν αυτά.
Το κράτος είχε επιτάξει τα τέσσερα καινούργια ανατρεπόμενα φορτηγά αξίας ενός εκατομμυρίου (ήταν πολλά χρήματα τότε) που μόλις είχε αγοράσει ο Κλεάνθης πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Του τα αποζημίωσαν μετά από χρόνια και τα εξευτελισμένα πλέον λεπτά έφθασαν για την αγορά τριών οκάδων κρεμμυδιών.
Επίσης δεν του πληρώθηκε ποτέ η τελευταία πιστοποίησις, ύψος δραχμών 800.000, για τον δρόμο που είχε κατασκευάσει στην Κοζάνη.
Για να δώσω μία ιδέα της αξίας της δραχμής τότε, θα πω ότι το ενοίκιον που πληρώναμε άμα πρωτομπήκαμε στο διαμέρισμα της οδού Πλουτάρχου (τέσσερα δωμάτια σε ένα καλό δρόμο του Κολωνακιού που θεωρείτο μία από τις ακριβές συνοικίες των Αθηνών) ήτο 1500 δραχμές τον μήνα.
Και ως κορύφωμα, στο τέλος του 1944, μετά την καταστολή του κομμουνιστικού κινήματος, ο Πλαστήρας προσέφερε εις τους Άγγλους που είχαν βοηθήσει και σκοτωθεί κατά την διάρκεια του Εμφυλίου, το κτήμα μας στην Πικροδάφνη του Φαλήρου, για να το κάνουν κοιμητήριο. Μετά από 12 χρόνια δικών μάς έδωσαν ψιχία. Πάει και αυτό.
Έτσι μόνον η Γαλήνη περίσσεψε και αυτή κόντεψε να γκρεμισθεί όταν τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν και βούλιαξαν το κόττερο του Φιξ που ήταν αραγμένο λίγες εκατοντάδες μέτρα μπροστά. Είχαμε την τύχη να σπάσουν μόνον τα τζάμια του σπιτιού.
Ήταν τέτοια η έννοια μας πώς να βρούμε φαγητό που μέρα νύκτα μόνο αυτό σκεπτόμεθα και έτσι πρέπει να ομολογήσω ότι ορισμένα πράγματα είναι κάπως θολά στην μνήμη μου. Π.χ. πώς βρεθήκαμε με χρήματα στα χέρια και προμηθευθήκαμε όσες περισσότερες χρυσές λίρες μπορέσαμε; Πότε βγήκαν αυτές οι λίρες στην αγορά;
Στην αρχή της Κατοχής περνούσαν γράμματα –μάλλον πολύ σύντομα σημειώματα– μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Σε ένα από αυτά η αδελφή της μητέρας μου, στην Αγγλία, η Λεία Ράλλη, μήνυσε στον εξάδελφό της Νίκο Πασπάτη, έναν από τους ιδιοκτήτες και διευθυντής της Τραπέζης Χίου: «Παρακαλώ βοήθησε την οικογένεια». Αυτό ήταν οι περίφημες «αναγνωρίσεις» στις οποίες κατέφυγαν πολλοί. Εγίνοντο βεβαίως μεταξύ ανθρώπων που είχαν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Έπαιρναν χρήματα εδώ και τα πλήρωναν μετά τον πόλεμο σε πολύ μεγαλύτερη τιμή. Εμείς επωφεληθήκαμε της προσφοράς αυτής όσο το δυνατόν λιγότερο· άλλωστε τα βοηθήματα ήταν πολύ περιορισμένα.
Οι Γερμανοί δεν βρήκαν τον χρυσό της Τραπέζης της Ελλάδος που είχε φυγαδευθεί από την κυβέρνηση. Έζησαν όμως όλη την Κατοχή εις βάρος της Ελλάδος. Η χώρα εληστεύθη μέχρι της τελευταίας δραχμής. Τύπωναν συνέχεια χαρτονομίσματα η αξία των οποίων έπεφτε κάθε λεπτό. Ο τότε Γερμανός επίσημος αντιπρόσωπος στην Ελλάδα του Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας και εξουσιοδοτημένος απ’ αυτόν υπέγραψε συμφωνία δανείου το οποίον θα επέστρεφε η Γερμανία μετά τον πόλεμο. Προσφάτως που η Ελλάδα ανέφερε το θέμα του δανείου, ζητώντας την επιστροφή του όπως είχε συμφωνηθεί, ο «χαριτωμένος» κύριος Kohl απήντησε τραχύτατα: «Αυτό να το ξεχάσετε». Αξιοθαύμαστοι Γερμανοί!! Ούτε υπογραφές ούτε συμφωνίες σέβονται! Έτσι ξέρω και εγώ να προκόψω.
Κούτσα κούτσα προσπαθεί ο καθένας να εξακολουθήσει τον ρυθμόν της ζωής του. Στις 10 Μαΐου 1941 ένα γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο κτυπά και τραυματίζει σοβαρά τον αδελφό της μητέρας, Νέλλο Δραγούμη, καθώς κατέβαινε πεζή από το Ψυχικό για να πάει στο γραφείο του, στο Χρηματιστήριο.
Θα πεθάνει 15 μέρες μετά από μόλυνση. Αν υπήρχε η πενικιλλίνη θα είχε σωθεί. Χάθηκε ένας εξαίρετος άνθρωπος. Είμεθα κατακεραυνωμένοι. Ο καημένος ο παππούς μου, από τον οποίο δεν μπορέσαμε να κρύψωμε το γεγονός, πεθαίνει και αυτός στις 26 Οκτωβρίου 1941. Ίσως καλύτερα διότι οι μήνες που θα ακολουθήσουν θα είναι πάρα πολύ σκληροί. Αργότερα τα μηνύματα του Ερυθρού Σταυρού δεν έρχονται πια με σημειώματα, αλλά μέσω του ραδιοφώνου (πριν μας το σφραγίσουν γιατί κι αυτό έγινε). Η θεία Λεία, στέλνει χαιρετίσματα σε όλους μας, με τα μικρά μας ονόματα, μην ξέροντας ότι δύο από μας δεν ζουν πια, και μεις δεν ξέραμε, ότι είχε πεθάνει προ ενός έτους και ο άνδρας της, ο θείος Άλεκ.
|
|
(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)
|
|