Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Χειμώνας του 1941

Ο πιο κρύος χειμώνας που είχε να φανεί για χρόνια ήλθε να προστεθεί στις τόσες στερήσεις. Ξαφνικά όλα εξαφανίζονται. Στα μαγαζιά βρίσκεις μόνον αλάτι και χαρτί υγείας. Με τα δελτία μοιράζουν λίγο ψωμί από σκουπόσπορο που δεν τρώγεται με τίποτα, πότε πότε λίγη φακή ή λίγες σταφίδες που είναι πάνω από το μισό χώμα και πετραδάκια, λίγα κάρβουνα, λίγα ξύλα και όλα αυτά μετά από ατέλειωτες ώρες ουράς, όρθιοι στην κακοκαιρία. Όχι μόνον λείπουν τα πάντα αλλά απαγορεύθηκε να έχει κανείς προμήθειες. Ψάχνουν τα σπίτια και κατάσχουν ότι θεωρούν περισσότερο από κάτι ελάχιστο. Βιαστικά κρύβομε ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσωμε, μάλιστα τόσο καλά που καμμιά φορά δεν μπορούμε να το ξαναβρούμε.
     Το νερό κόπηκε: έρχεται για δύο ώρες στις 5 το πρωί δύο φορές την εβδομάδα. Ηλεκτρικό μόνον 50 κιλοβάτ τον μήνα: μόλις και μετά βίας φθάνουν για τον φωτισμό.
     Οι Γερμανοί εκδίδουν κάθε μέρα καινούργια φιρμάνια. Η μαύρη αγορά θα ανθίσει μόνον τον επόμενο χρόνο. Από ξένες στατιστικές ξεύρομε ότι απέθνησκαν 2000 άνθρωποι κάθε μέρα σε όλη την Ελλάδα και 6000 τον μήνα στην Αθήνα και Πειραιά μόνον, και αυτό καθ’ όλη την διάρκεια του 1941.
     Ακούμε έξω κάτι γοερές φωνές που βογγούν: «Πεινάω καλές μου κυρίες, πεινάω, πεινάω». Έπειτα από λίγο καιρό σωπαίνουν και αυτές οι φωνές. Συνηθισμένη εικόνα είναι τα κάρρα που κουβαλούν στοιβαγμένα πτώματα. Παλεύομε για να εξασφαλίσωμε το ελάχιστο καθημερινό μας και για χάρη των παιδιών προσπαθούμε να δημιουργήσωμε μία ατμόσφαιρα κανονική και ήρεμη. Αλλά πώς; Με τί;
     Οι στερήσεις αρχίζουν να φαίνωνται επάνω μας. Τα χέρια μας είναι πρησμένα από χιονίστρες που πυορροούν. Η καημενούλα η Αριέττα που είναι πιο μεγάλη κρατιέται σχετικώς αρκετά καλά. Αλλά ο Στέφανος είναι χάλια. Έχει αρχή ραχητισμού, σοβαρή αδενοπάθεια, τα πόδια του είναι γεμάτα από δοθήνες που ανοίγουν και τρέχουν. Αλλά ούτε φάρμακα βρίσκομε, ούτε γάζες, ούτε τίποτε. Ένα πρωί που τον κτενίζω μου μένει μια μεγάλη τούφα τρίχες στο χέρι. Και άλλη και άλλη. Έχει πάθει τριχόφυτο. Ίσως επειδή κατά την διάρκεια των συχνών συναγερμών πηγαίναμε περίπατο στο Κολωνάκι για να είμαστε πιο κοντά στα καταφύγια και οι διάφοροι περαστικοί, γνωστοί και μη, του χάιδευαν τις ωραίες μπούκλες του. Ο δερματολόγος είναι κατηγορηματικός: πρέπει να του κάνει ακτίνες στο κεφάλι αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να μην ξαναφυτρώσουν μαλλιά. Α-πελ-πι-σία! Και αν τον κάψουν σ’ αυτήν την εποχή που τίποτε δεν είναι εντάξει; Αγωνία όλη νύκτα να σκέπτομαι τι να αποφασίσωμε. Ο Κλεάνθης θλίβεται διπλά: πρώτα για τον Στέφανο και δεύτερο που με βλέπει τόσο πολύ συγχυσμένη. Η αδελφή Νίνα, μία εξαιρετική γυναίκα Ελληνίδα πρόσφυγα από την Ρωσία, νοσοκόμος που φρόντιζε τον Παππού μου τα τρία τελευταία χρόνια του, έχει έναν πολύ γνωστό ακτινολόγο ιατρό, κι αυτός από την Ρωσία και μας δίνει κουράγιο. Γίνονται οι ακτίνες και μετά από 6 μήνες ανήσυχης αναμονής ξαναβγαίνουν ωραία και κανονικά μαλλιά.
     Νέο κτύπημα: Η Ντορέττα κάνει αιμόπτυση. Είχε πάθει κακοήθεις ελώδεις όταν ήταν μικρή και τώρα της εμφανίσθηκε φυματίωσις. Αμέσως η μητέρα παίρνει τα παιδιά κάτω στο διαμέρισμά της. Τους κάνομε το τεστ «Pisquet» για τον βάκιλλο του Koch. η Αριέττα δεν είναι θετική αλλά ο Στέφανος είναι. Αυτό δεν θα πει ότι πάσχει από ενεργό φυματίωση αλλά ότι μολύνθηκε προσφάτως.
     Τι να κάνωμε όμως με την Ντορέττα: είναι πολύ άρρωστη και πρέπει να πάει στο νοσοκομείο. Αλλά πώς που είναι Εβραία και οι Γερμανοί έχουν αγριέψει πολύ; Πάλι κάποιος μας βοηθάει. Μία φίλη της μητέρας, η Marcelle Uxkul, έχει έναν πολύ γνωστό και έμπιστο γιατρό στην Σωτηρία. Αυτός θα καταφέρει να φροντίσει και να κρατήσει την Ντορέττα στο σανατόριο καθ’ όλην την διάρκεια της Κατοχής και τελικά θα την θεραπεύσει τελείως.
     Πετάμε στρώματα, κουβέρτες, μαξιλάρια, ρούχα. Φέρνομε την ειδική υπηρεσία (που ακόμη υπάρχει) και απολυμαίνει τα πάντα.
     Το γάλα έχει τελείως εξαφανισθεί. Οι Γερμανοί το παίρνουν κατ’ ευθείαν από τους σταύλους. Ο Γερμανός που έχει επιτάξει ένα δωμάτιο στου Δημήτρη Ζάννου του λέει με κακεντρέχεια: «Τα παιδιά κάτω των 3 ετών δεν πρόκειται να επιζήσουν. Πάρετέ το απόφαση», και προσθέτει με ειρωνεία: «Τί γκρινιάζετε ότι πεινάτε; Εγώ βλέπω σκυλιά στον δρόμο· φάτε τα πρώτα και μιλήσετε έπειτα».
     Έχομε ακόμη τα ποδήλατά μας και πηγαίνομε στο Μαρούσι, στην Κηφισιά, στο Χαλάνδρι, μήπως βρούμε κανένα λάχανο ή κουνουπίδι, αλλά αδίκως. Λες και έπεσε ένα σμήνος ακρίδες και κατεβρόχθισαν τα πάντα.
     Κακήν κακώς τελειώνει το 1941. Η επικοινωνία μέσω του Ερυθρού Σταυρού έχει διακοπεί. Για εορτασμόν Χριστουγέννων και Νέου Έτους βεβαίως ούτε λόγος. Η μόνη μας έννοια είναι πώς να βρούμε κάτι να φάμε. Έχομε πολύ λίγα πια από τα τρόφιμα που είχαμε μαζέψει αλλά τελειώνουν κι αυτά. Αγωνιούμε τι να δώσωμε στα παιδιά. Ο Στέφανος είναι τόσο αδύνατος που τον ανεβάζω αγκαλιά τα τρία πατώματα του σπιτιού.
     Κάποια παρηγοριά βρίσκομε ακούοντας τα νέα του πολέμου από το λαθραίο ραδιόφωνο κρυμμένο κάτω από μια πολυθρόνα. Το βάζομε μετά τις 9 άμα έχουν κοιμηθεί τα παιδιά. Ένα βράδυ όμως, για κάποιο λόγο που δεν θυμάμαι, ξυπνά η Αριέττα και εμφανίζεται στο σαλόνι την ώρα της εκπομπής. Από την ανησυχία μας μήπως διηγηθεί κάτι στα παιδιά που παίζουν στον κήπο κατατρομάζομε το καημένο το παιδί. Της λέμε ότι αν πει τίποτε θα πιάσουν τον πατέρα της, θα μας βάλουν φυλακή και ένα σωρό άλλα φοβερά πράγματα. Μέχρι σήμερα δεν έχει ξεχάσει αυτήν την μεγάλη σκηνή.
     Πανικοβληθήκαμε, διότι δεν νομίζω ότι έπρεπε να κάνωμε τόσο πολύ φασαρία. Παρ’ όλο που ήταν μικρή η Αριέττα ήταν πολύ λογική, εύκολη, και καθόλου απαιτητική. Η μητέρα μου την έπαιρνε συχνά μαζί της σε καμμιά επίσκεψή της. Μια μέρα πήγαν να δουν κάτι μακρυνές εξαδέλφες της νόνας μου, τρεις ανύπαντρες αδελφές πολύ πτωχές αλλά πάντοτε πολύ αξιοπρεπείς. Η νόνα τις καλούσε τακτικά στην Γαλήνη. Για να φιλέψουν την εγγονή της Έττας, από το υστέρημά των πρόσφεραν στην Αριέττα ένα φλυντζάνι γάλα σκόνη (που ήταν νομίζω σόγια). Ήταν το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να υποφέρει. και όμως, για να μην τις κακοκαρδίσει το ήπιε όλο με την μητέρα να της ψιθυρίζει: «Πιες το, πιες το, πρέπει». Δεν ξέρω πολλά παιδιά 5½ ετών που θα το έκαναν.
     Μου θύμισε η Αριέττα και ένα άλλο περιστατικό σχετικό με φαγητό. Λίγο πιο πέρα από μας κατοικούσαν ο κύριος και η κυρία Τομπάζη, παλιοί φίλοι του Παππού μου και της ιδίας ηλικίας με αυτόν. Είχαν το μεγάλο κτήμα στον Πόρο και δεν τους έλειψαν το λάδι, οι ξηροί καρποί, τα φρούτα και άλλα. Έβγαλαν λοιπόν, μία πιατέλλα γεμάτη σταφίδες και αμύγδαλα για να μας προσφέρουν. Έδωσαν στα παιδιά κυριολεκτικά μόνον μια πολύ μικρή φουχτίτσα από αυτά, που τα έφαγαν σε ένα δευτερόλεπτο. Η Αριέττα δεν τόλμησε να ξαναζητήσει. Ο Στέφανος όμως που ήταν μόλις 3½ ετών, είπε ευγενικά: «Θα ήθελα ακόμη λίγα». Εγώ του λέω «Στέφανε, δεν πρέπει να ζητάν» και απαντά εκείνος λογικώτατα: «Τότε πώς κάνουν για να έχουν;».
     Αποφάσισα σ’ αυτά τα απομνημονεύματα να μην κάνω κριτική κανενός, εκτός βεβαίως των Ναζί, που ό,τι και να τους σύρεις λίγο είναι. Όμως όπως και να το πάρεις αυτή η πράξη ήτο τσιγγουνιά. Ήσαν δύο μεγάλοι άνθρωποι, χωρίς παιδιά, με μόνον τον εαυτόν τους να φροντίσουν και με άφθονα μέσα. Ίσως στα γεράματα επέρχεται μία φοβία μην σου λείψει κάτι, γαντζώνεσαι στην ζωή. Δεν ξέρω, και εγώ μεγάλος άνθρωπος είμαι σήμερα αλλά δεν έχω κανένα τέτοιο αίσθημα.
     Διερωτώμαι τώρα καμμιά φορά πόσο άραγε αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα επηρέασε για αργότερα όλα τα παιδιά που μεγάλωναν σ’ αυτήν την δύσκολη και σκοτεινή εποχή.
     Κάποιες συγκοινωνίες υπάρχουν ακόμη. Λίγα ταξί που στοιβάζουν τους ανθρώπους τον ένα πάνω στον άλλο· η τιμή είναι διαφορετική αναλόγως αν ο επιβάτης κάθεται μέσα, επάνω σ’ έναν άλλο επιβάτη, σκαρφαλωμένος στην στέγη ή ισορροπώντας με το ένα πόδι στο σκαλοπάτι (μαρσεπιέ) του αυτοκινήτου. Μας διηγήθηκαν μάλιστα ότι στα λεωφορεία (τα περίφημα «γκαζοζέν» με καμινάδα που σοφίστηκε η εφευρετικότητα των Ελλήνων) που πήγαιναν στην Κόρινθο οι επιβάτες πλήρωναν σύμφωνα με το βάρος των.
     Εν τω μεταξύ η κλεψιά δίνει και παίρνει, με πρώτους τους Γερμανούς. Ο Δημήτρης Ζάννος (εξάδελφος του Κλεάνθη) κατέβαινε με ποδήλατο από το Μαρούσι στην Αθήνα και στο ύψος των Αμπελοκήπων ένας Γερμανός στρατιώτης του δίνει δύο μεγάλους μπάτσους, τον ρίχνει κάτω και αρπάζει το ποδήλατο.
     Κι αυτό δεν είναι τίποτε! Όταν περνούν τα γερμανικά φορτηγά γεμάτα ψωμιά, τα δύστυχα μαγκάκια της Ομόνοιας που κάθονται στις γρίλλιες εξαερισμού για να ζεσταθούν, σκαρφαλώνουν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου για να πάρουν κανένα καρβέλι. Συχνά τα καταφέρνουν αλλά άμα τους πιάσουν οι Γερμανοί τους σπάζουν τα δάκτυλα με το κοντάκι των τουφεκιών.
     Την επόμενη χρονιά ούτε μαγκάκια υπάρχουν πια στους δρόμους ούτε κανείς.
     Είπα πριν ότι οι Έλληνες περιθάλπουν τους Άγγλους στρατιώτες που έχουν ξεμείνει στην Ελλάδα. Μερικοί τους κρύβουν στα σπίτια των, άλλοι φροντίζουν να βρουν τροφή, ρούχα και φάρμακα και να τους τα πηγαίνουν. Ένας από αυτός που βοηθούσε ήταν ο θείος μου, ο Ιάνκος Δραγούμης. Δεν το ξέραμε και μία ωραία πρωία μαθαίνομε ότι τον φυλακίσαν. Οι συνθήκες είναι φοβερές. Όχι μόνον πεινούν αλλά τους βρίζουν, τους ταπεινώνουν. Από τις ψείρες όλη η ράχη του θείου Ιάνκου έχει γίνει μια πληγή. Δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τον επισκεφθεί. Αργότερα, η αδελφή Νίνα, ως νοσοκόμος, καταφέρνει να του πάει κάποια γιατρικά και καθαρά ρούχα. Το χειρότερο όμως είναι το ψυχικό μαρτύριο στο οποίον τους υποβάλλουν. Οι συγκρατούμενοί του έχουν και αυτοί εγκλεισθεί για τους ίδιους λόγους. Κάθε πρωί κατεβάζουν τους καταδίκους στην αυλή της φυλακής, διαλέγουν δέκα που θα τουφεκίσουν και οι υπόλοιποι ξαναγυρίζουν στα κελλιά των για να ξανακατέβουν την άλλη μέρα, να μάθουν αν ήλθε η σειρά των να εκτελεσθούν. Εν όλω 2500 Έλληνες τουφεκίσθηκαν για την βοήθειά τους προς τους Άγγλους.
     Η μητέρα αποφασίζει να πάει να δει τον Ιταλό διοικητή των Αθηνών, ονόματι Σκατίνι, να τον παρακαλέσει για τον αδελφό της. Το κάτω κάτω δεν υπάρχει καμμιά απόδειξη της ενοχής του θείου Ιάνκου, απλώς κάποιος τον πρόδωσε σίγουρα για να αμειφθεί. Τα καταφέρνει θαυμάσια και μετά από μία εβδομάδα τον αφήνουν ελεύθερο.
     Πρέπει να πω ότι οι Ιταλοί ήσαν αρκετά ήπιοι. Αυτό το συνειδητοποιούν και οι Γερμανοί, τους αφαιρούν κάθε δικαιοδοσία και αναλαμβάνουν αυτοί και μόνον. Το 1943, όταν συνθηκολογεί η Ιταλία, οι Γερμανοί θα κυνηγήσουν άγρια τους Ιταλούς. Οι Έλληνες θα τους βοηθήσουν πάρα πολύ. Θα αναφέρω τρεις περιπτώσεις.
     Μία μέρα, για να εξευτελίσουν τους Ιταλούς τους αναγκάζουν να παρελάσουν στην πόλη με τα σώβρακα. Οι δρόμοι όμως είναι άδειοι. Όλοι οι Έλληνες έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια των.
     Οι δύο άλλες περιπτώσεις δείχνουν την βαρβαρότητα των Τευτόνων.
     Στην Κέρκυρα κατακρημνίζουν μία ολόκληρη μεραρχία μέσα σε μια χαράδρα.
     Στον Πειραιά φορτώνουν ένα καράβι με Ιταλούς, κάνουν τρύπες στον πάτο του πλεούμενου και τους πνίγουν όλους.
     Ζήτω! «Deutschland über alles» (η Γερμανία υπεράνω όλων) το σύμβολο και καύχημα (!!!) των Γερμανών.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)