Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
[1942]

Τώρα δεν παίζει κανείς με τους Γερμανούς. Κάθε μέρα βγάζουν καινούργια απαγορευτικά φιρμάνια. Μας παίρνουν τα ποδήλατα, τα skis, μας κλείνουν μέσα πιο νωρίς και δεν διστάζουν να πυροβολήσουν και να σκοτώσουν όποιον, για κακή του τύχη, βρεθεί στον δρόμο μετά την καθορισμένη ώρα κυκλοφορίας.
     Ακόμη έχω στ’ αυτιά μου τον θόρυβο από τις βαριές μπότες των περιπολιών που οργώνουν την πόλη όλη τη νύκτα. Ένα βράδυ που διάβαζε στο κρεββάτι του ο πατέρας μία σφαίρα σπάζει το τζάμι και σφηνώνεται στον τοίχο ακριβώς 10 πόντους πάνω από το κεφάλι του. Πιθανώς να φαινόταν λίγο φως ανάμεσα στις κουρτίνες.
     Η συσκότισις όμως δεν εμποδίζει τους βομβαρδισμούς. Μία νύκτα οι Άγγλοι κτυπούν τις γερμανικές εγκαταστάσεις στο λιμάνι του Πειραιώς. Οι φλόγες έχουν κοκκινίσει τον ουρανό μέχρι την Αθήνα. Από πίσω από τις κλειστές μας γρίλλιες, ακούμε, βλέπομε και… χαιρόμεθα. Κρατάει πολλή ώρα.
     Είμεθα πια στο 1942. Ο Ερυθρός Σταυρός ναυλώνει ένα τούρκικο καράβι, το «κούρτουλους» που φέρνει μερικά τρόφιμα για να συσταθούν συσσίτια για τους απόρους. Μοιράζονται κάτι σούπες από μπομπότα, μακαρόνια και αβγά επί το πλείστον μισοσάπια.
     Η μαύρη αγορά ανθίζει, οργανωμένη βασικά από τους ίδιους τους Γερμανούς, που για να αποφύγουν την κατακραυγή του κοσμάκη διαδίδουν ότι την κάνουν οι Έλληνες και μόνον. Βεβαίως λαμβάνουν μέρος κι αυτοί: πλουτίζουν οι μεν, πτωχαίνουν οι δε. Στο Σύνταγμα όπου έχει στηθεί κάποιο γραφείο του Ερυθρού Σταυρού (που αρχίζει και εμφανίζεται όλο και περισσότερο) μοιράζουν πλάκες για ακτινογραφίες. Καθώς ο Στέφανος είναι κάτω των τεσσάρων ετών δικαιούμαι μία. Πηγαίνω να την πάρω. Το θέαμα που θα αντικρύσω αυτήν την ημέρα το βλέπω ακόμη στους εφιάλτες μου. Κάτι πόδια αιωρούνται πάνω από το κεφάλι μου. Στους φανοστάτες της πλατείας είναι κρεμασμένοι δύο άνθρωποι, με σπασμένο σβέρκο και πρησμένα μαβιά πρόσωπα! Είναι Έλληνες μαυραγορίτες λαδιού που κρέμασαν οι Γερμανοί δήθεν για παράδειγμα. Και ο κοσμάκης από κάτω χειροκροτεί και φωνάζει: «Καλά να πάθουν»!
     Η ανθρώπινη κατάντια δεν έχει όρια.
     Κακή η μαύρη αγορά αλλά βοηθάει. Ένα πρωί κτυπά την πόρτα ένας άνθρωπος που κρατάει ένα σκεπασμένο καλάθι! «Έχω, λέει, ωραίο αρνάκι». Περιχαρής το αγοράζω πληρώνοντάς το χρυσό. Δεν περνά μισή ώρα και εμφανίζεται ένας νεαρός: «Με στέλνει αυτός που ήλθε με το κρέας να σας πω ότι σας το πούλησε διότι είχε μεγάλη ανάγκη αλλά είδε έχετε μικρά παιδιά και μην τους το δώσετε, διότι είναι ψόφιο σκυλί» –και του ήμουν και πολύ ευγνώμων.
     Ανοίγω παρένθεση εδώ για να πω πως, όταν πήγαμε στην Ελβετία, μετά το τέλος του πολέμου, έγραψα δύο διηγήματα, ένα γι’ αυτό το περιστατικό και το άλλο με την ιστορία ενός μουγγού που ερχόταν να καθίσει στους μπάγκους του κήπου, κάθε μέρα επί ώρες, χωρίς να ζητάει ελεημοσύνη· μάθαμε αργότερα ότι ήταν ένας από τους Άγγλους που είχαν ξεμείνει και προσποιείτο ότι δεν μιλούσε. Έστειλα τα διηγήματα σ’ ένα περιοδικό στην Λωζάννη που τα δέχθηκε και μου έδωσε 50 ελβετικά φράγκα. Βγήκαν τα έξοδα του σάπιου κρέατος!
     Πληροφορούμεθα ότι οι Ιταλοί, που βλέπουν ότι τα πράγματα δεν παν καλά γι’ αυτούς, ξεπουλούν μία αποθήκη με τρόφιμα. Τρέχομε, σούρουπο, κάτω κάτω στην οδόν Αχαρνών. Αγοράζομε ένα πελώριο ολόκληρο κεφάλι φρέσκια παρμεζάνα. Το μισό παίρνει η μητέρα, πατέρας και Μελίτα και το μισό εμείς. Πες οι στερήσεις, πες η πείνα, δεν έχω ξαναφάγει τέτοιο τυρί. Αλλά έλα που θέλομε να το κρατήσωμε όλο μόνο για τα παιδιά. Για να αποφύγω τον πειρασμό το τυλίγω σε 4 χαρτιά, το δένω με 3 σπάγγους και το βάζω ψηλά επάνω στην ντουλάπα ώστε να χρειάζεται ολόκληρη διαδικασία για να φαγωθεί.
     Όλος ο κόσμος έχει αδυνατίσει. Οι διάφορες εύσωμες, που πριν από τον πόλεμο έλεγαν: «Εγώ δεν τρώγω σχεδόν τίποτα και όμως παχαίνω» έχουν γίνει τσιλιβήθρες.
     Τρόφιμα τώρα βρίσκονται αλλά χρήματα δεν υπάρχουν πια. Τα «τιμαλφή» της περιώνυμης βαλίτσας που πηγαινοερχόταν στα καταφύγια πουλήθηκαν όσο όσο. Από τα φορτηγά που μας επίταξαν στην αρχή του πολέμου, μας έχουν μείνει αρκετά λάστιχα, σε μια αποθήκη που νοικιάζομε στον Βοτανικό: (ειρήσθω εν παρόδω ότι με την ραγδαία και καθημερινή υποτίμηση της δραχμής τα νοίκια, εν γένει, είναι μηδαμινά). Καθώς όλοι τώρα φτιάχνουν παπούτσια με λαστιχένιες σόλες κερδίζομε λίγα λεπτά από κει. Τελικά μας κατακλέβουν την αποθήκη και τέρμα αυτή η πηγή.
     Οι Γερμανοί απαιτούν να λειτουργούν τα πάντα κανονικά. Έτσι τα θέατρα παίζουν με μισοπεινασμένους ηθοποιούς που δεν έχουν όμως τι να φορέσουν. Κάποια γνωστή μας πολυμήχανη παραδουλεύτρα παίρνει όλα τα βραδυνά μας φορέματα και τα πουλάει στις θεατρίνες, όπως τις ονομάζει.
     Οι Γερμανοί βρήκαν από το Τεχνικό Επιμελητήριο τις διευθύνσεις των Ελλήνων μηχανικών. Κάθε μέρα λαμβάνει ο Κλεάνθης προσκλήσεις για να πάει να δουλέψει γι’ αυτούς, σε πολεμικά και μη έργα. Όπως έρχονται τα σημειώματα τα ρίχνει στην σόμπα. Ο Κλεάνθης δεν είναι μόνον βράχος τιμιότητος, αλλά και δυνάμεως και κουράγιου και με στηρίζει αφάνταστα. Δυστυχώς για το γόητρο της Ελλάδας αλλά ευτυχώς για μας πολλοί μηχανικοί θα ανταποκριθούν και θα πλουτίσουν. Αλλιώς μπορεί να εξανάγκαζαν τον Κλεάνθη να παρουσιασθεί.
     Θυμάμαι μια μέρα που ο Κλεάνθης και εγώ στεκόμεθα στο πεζοδρόμιο της οδού Σοφοκλέους (εκεί γίνονται οι περισσότερες συναλλαγές) και προσπαθούμε να πουλήσωμε δύο ωραία ζευγάρια μπότες κυνηγιού που είχαμε. Η ανάγκη να βρούμε τρόφιμα για τα παιδιά είναι τέτοια που ούτε ντρεπόμεθα ούτε μας μέλλει τίποτε. Δεν έχουμε όμως και πολύ ταλέντο στις πωλήσεις. Τα χρήματα χάνουν την αξία των κάθε δευτερόλεπτο. Μόλις έχεις δραχμές στα χέρια πρέπει αμέσως να αγοράσεις κάτι. Εκείνη την φορά παίρνουμε μερικές κονσέρβες. Μόλις ανοίγομε την μία βρίσκομε το κουτί γεμάτο χώμα και ένα κομμάτι λινάτσα. Ευτυχώς δεν είναι όλες έτσι.
     Υπάρχει μία κυβέρνηση ελληνική. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις κατεχόμενες χώρες. Ως φαίνεται είναι αρκετοί που δεν διστάζουν ούτε ντρέπονται να συνεργασθούν με τον εχθρό. Είναι ανδρείκελα και πρέπει να υπακούουν τυφλά στην Kommandatur. Όσο τερατώδες και να μοιάζει κάμποσοι άνθρωποι είναι γερμανόφιλοι στην ψυχή και θαυμάζουν το τρίτο Reich. Οι περισσότεροι όμως το κάνουν για τα οφέλη και τα προνόμια που αποκομίζουν.
     Στην πολυκατοικία μας, στον πρώτο όροφο κατοικούν ο πατέρας, η Μητέρα και η Μελίτα, στον τρίτο εμείς και στο δεύτερο κάποιος κύριος Καλύβας, που είναι υπουργός εργασίας της συνεργαζομένης κυβερνήσεως. Μεταξύ των πολλών φιρμανιών που εκδίδουν καθημερινώς οι Γερμανοί είναι και ένας νόμος για την αναγκαστικήν μεταφορά Ελλήνων εργατών στην Γερμανία. Καθώς το τρίτο Reich είναι καθ’ ολοκληρία στρατευμένο (μέχρι και νέοι 15 ετών έχουν σταλεί στο μέτωπο) η λειτουργία όλων των πολεμικών και άλλων εργοστασίων είναι αποκλειστικώς στα χέρια ατόμων που προέρχονται απ’ όλα τα υποδουλωμένα κράτη.
     Όπως είναι φυσικό ο νόμος αυτός ξεσηκώνει κύμα οργής μεταξύ των Ελλήνων.
     Ένα πρωί, κατά τις 8, ακούμε πυροβολισμούς κάτω από το σπίτι. Ορμούμε στα μπαλκόνια: στο πεζοδρόμιο μπροστά στην είσοδο, μισοπεσμένος έξω από το πολυτελές αυτοκίνητο που ερχόταν κάθε πρωί να τον πάρει, κείται ο υπουργός Καλύβας. Το διάτρητο από σφαίρες κεφάλι του έχει φουσκώσει στο διπλό μέγεθος και το αίμα ρέει στον κατήφορο της οδού Πλουτάρχου. Ο Στέφανος, παρ’ όλο που ήταν πολύ μικρός, θυμάται το κόκκινο αυτό ποτάμι. Πίσω από ένα στύλο βλέπομε κάτι ανθρώπους με όπλα που φεύγουν βιαστικά. Ο Καλύβας είχε υπογράψει τον νόμο και οι μέλλοντες εργάτες τον εκδικήθηκαν. Δεν έμαθα αν έπιασαν τους δράστες και τι αντίποινα εφήρμοσαν οι Γερμανοί (κατά την συνήθειά των εναντίον αθώων). Πάντως ο νόμος καταργήθηκε και 300.000 Έλληνες απεστάλησαν διά της βίας στην Γερμανία.
     Οι μήνες περνούν. Βλέπομε όμως ότι ο πόλεμος θα διαρκέσει ακόμη αρκετά και είμεθα πάρα πολύ κουρασμένοι. Η έλευσις του Ελβετικού και Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού (τέλος 1942 αρχές 1943) καλυτερεύει την κατάσταση. Οι Γερμανοί δεν τολμούν να λεηλατήσουν τα τρόφιμα που προορίζονται για τους Έλληνες. Κοντά στην εκκλησία Ριζάρη, οδός Βασιλίσσης Σοφίας, υπήρχε η Ριζάρειος Σχολή (την γκρέμισαν μετά τον πόλεμο). Έχει μετατραπεί σε νοσοκομείο και φιλοξενεί παιδάκια που κατόρθωσαν να επιζήσουν μετά το τρομερό 1941. αλλά σε τι κατάσταση! Τόσο αδύνατα που μοιάζουν με αρπακτικά πουλιά και το πρόσωπό τους είναι γεμάτο τρίχες, σαν να έχουν επανέλθει σε μία πρωτόγονη μορφή ανθρώπου. Πεθαίνουν συνέχεια. Οι Σουηδοί μοιράζουν από ένα κουτί συμπεπυκνωμένο γλυκό γάλα στον καθένα. Ένα παιδί είναι ετοιμοθάνατο και διστάζουν να του δώσουν μήπως το βλάψει. Αποφασίζουν όμως ότι αφού έτσι και αλλιώς είναι χαμένο ας πάει ευχαριστημένο. Το καταβροχθίζει μονοκοπανιά και ω του θαύματος! Συνήλθε και έζησε.
     Τα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού εγκαθίστανται στην Μαράσλειο Σχολή. Ζητούν υπαλλήλους. Παρουσιάζονται ο Κλεάνθης και η Μελίτα και γίνονται δεκτοί. Ο μεν Κλεάνθης ως ελεγκτής των παντοπωλών που θα διανέμουν τα τρόφιμα βάσει των δελτίων και για να πρωτοστατεί στην επισκευή αποθηκών, η δε μελίτα ως μεταφράστρια. Πληρώνονται εις είδος. Μας μοιράζουν αλεύρι, όσπρια, λίγη ζάχαρη, πολύ σπανίως λάδι και γάλα σκόνη. Όλα αυτά βοηθούν πολύ. Πώς όμως να μαγειρευθούν αφού τώρα οι Γερμανοί μας επιτρέπουν μόνον 6 KW ηλεκτρικό τον μήνα. Φωτιζόμεθα με λάμπες (άμα βρούμε πετρέλαιο) και έχομε βάλει μία σόμπα με ξύλα στο σαλόνι και ένα είδος πρωτόγονης κουζίνας για μαγείρεμα. Αλλά πού τα ξύλα. Τέρμα και αυτά. Οι Γερμανοί κοντεύουν να ξουρίσουν τελείως τον Υμηττό. Από τους παντοπώλες που ελέγχει ο Κλεάνθης ζητά άδειες κάσσες και φέρνει μερικές. Αυτές πρέπει να κοπούν με τον παλτά και έχουν γύρω γύρω κάτι σύρματα που τυλίγονται στα πόδια μου και τα χέρια μου όταν προσπαθώ να τις κομματιάσω. Η υπηρέτρια (όσο είχαμε ακόμη μία) περνά τις ώρες της στις ουρές. Ο πατέρας, από το πρωί ώς το βράδυ καθαρίζει τα όσπρια από τα πετραδάκια. Το κάθε τι που γίνεται στο σπίτι είναι πρόβλημα και πολύ κουραστικό. Έχω πάθει αναιμία και σέρνομαι. Το όνειρο που κάνω για να πάρω κουράγιο είναι: μετά τον πόλεμο να μπω σε μια μπανιέρα γεμάτη ζεστό νερό με ένα Thermos καφέ στο χέρι! Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας πεινάμε.
     Ο πατέρας και η μητέρα αποφασίζουν να παν στην Γαλήνη μήπως η κατάσταση είναι καλύτερη στον Πόρο. Δύσκολο όμως να ταξιδέψουν διότι όλο το λιμάνι του Πειραιώς είναι περικυκλωμένο με ατσάλινα δίκτυα, βυθισμένα μέσα εις την θάλασσα, για να εμποδίσουν τυχόν εχθρικά υποβρύχια. Κάθε μετακίνηση είναι απαγορευμένη. Και πάλι κάποιος μας βοηθάει. Ο ναύαρχος Λιάμπεης, συνομήλικος και φίλος του πατέρα από την εποχή της Σχολής Δοκίμων, είναι ο ιδιοκτήτης της βιομηχανίας τεχνητής μετάξης ETMA. Οι Γερμανοί τον υποχρέωσαν να κρατήσει την επιχείρησή του εν ενεργεία.
     Αναγκαστικά έχει επαφές με τους Γερμανούς, καταφέρνει να πάρει μια άδεια και ο πατέρας και η μητέρα φεύγουν με ένα παλιοκάικο. Η θάλασσα είναι γεμάτη νάρκες και οι λίγοι στους οποίους επιτρέπουν να πηγαινοέρχονται ξέρουν τις διόδους. Τέλος πάντων φθάνουν ασφαλώς στην Γαλήνη και μετά από δύο μήνες μας βγάζει ο Λιάμπεης μία άδεια και πηγαίνομε για μία εβδομάδα στον Πόρο, η Μελίτα, η Αριέττα και εγώ.
     Μας φαίνεται παράδεισος έπειτα από την Αθήνα με τα βουνά σκουπίδια στους δρόμους. Υπάρχουν και πολύ ευχάριστα πράγματα: μία στάνη με αρνιά (στην τοποθεσία που κτίσθηκε έπειτα το σπίτι του Λαμπράκη). Η κυρά Γεωργίτσα, η βλάχα, φέρνει γάλα και η μητέρα φτιάχνει τυράκια. Με τα χαρούπια της Γαλήνης κάνει χαρουπόμελο και πού και πού κανένας παλιός Ποριώτης κτηματίας, άλλοτε ναύτης του πατέρα, του δίνει λίγο αρνάκι και λίγο λάδι. Και το πιο ωραίο: στο κτήμα του Τομπάζη οι μανταρινιές είναι φορτωμένες φρούτα. Ο επιστάτης μάς αφήνει να πάρωμε όσα θέλομε. Η Αριέττα τρώει 15 μανταρίνια σε μια μέρα χωρίς να πάθει τίποτε. Σε μία από τις έξω κάμαρες ο πατέρας έχει βάλει κότες που τις κλειδώνει κάθε βράδυ για να μην τις κλέψουν. Είχαμε ξεχάσει τι θα πει αβγό!
     Πρέπει όμως να γυρίσωμε στην Αθήνα όπου έμεινε μόνος ο Κλεάνθης με τον Στέφανο και την υπηρέτρια. Με δυσκολία βρίσκομε ένα καΐκι. Καθόμεθα χάμω στο κατάστρωμα. Ακόμη δεν έχομε φθάσει στον Φάρο και ξαφνικά μας περιτριγυρίζει αφρός που βγαίνει από τις χαραμάδρες των σανιδών. Το καΐκι κουβαλάει σαπούνι στο αμπάρι του, είναι τρύπιο και γεμίζει νερό!
     Βιαστικά καταφέρνει να επιστρέψει στο λιμάνι. Φθηνά την γλυτώσαμε. Φεύγομε την επομένη και αποβιβαζόμεθα στον Πειραιά σώες και αβλαβείς.
     Ύστερα από δύο μήνες, ο πατέρας και η μητέρα έχοντας βαρεθεί την μοναξιά αποφασίζουν να επιστρέψουν, ο πατέρας κουβαλώντας και τις κότες του μαζί του, τις οποίες εγκαθιστά στο μπαλκόνι του διαμερίσματος. Οι Γερμανοί όμως αρνούνται την άδεια ταξιδιού στην μητέρα. Γιατί; Στην Γαλήνη είχαμε δύο πιάνα. Μία μέρα φθάνουν δύο απεσταλμένοι του διοικητού μαζί με έναν Έλληνα διερμηνέα και απαιτούν να πάρουν το ένα πιάνο. Η μητέρα διαμαρτύρεται εντόνως και τους λέει: «Θα το θέλει ο διοικητής σας για να χορέψει με την φιλενάδα του» και αποτεινόμενη στον έναν απ’ αυτούς του ζητά: «Papier» εννοώντας κάποιο είδος αποδείξεως. Και αυτός απαντά κομψότατα: «Πριτζ παπίρ» και καθώς στα μικρά μέρη όλα μαθαίνονται αμέσως, στον δρόμο όλοι την συγχαίρουν. Θα μείνει τιμωρία δύο εβδομάδες.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)