Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
[1943]

Διανύομε το τρίτο έτος της Κατοχής. Οι Γερμανοί δεν παν καλά στον πόλεμο και όσο χάνουν τόσο πιο άγριοι γίνονται. Την νύκτα, κρυμμένη πίσω από τα στορ, βλέπω να ανεβαίνουν την οδό Πλουτάρχου ατελείωτες σειρές από ασθενοφόρα αυτοκίνητα που μεταφέρουν τους αμέτρητους Γερμανούς τραυματίες από την εκστρατεία της Αιγύπτου. Το Αρσάκειο και το Κολλέγιο έχουν γίνει νοσοκομεία και είναι ασφυκτικά γεμάτα.
     Άμα αναλογίζομαι αυτά που περάσαμε εμείς προσωπικώς αντιλαμβάνομαι ότι βασικά είναι μηδαμινά, μπροστά σε ό,τι έπαθαν πολλοί άλλοι. Χωριά καίγονται, άνδρες και γυναίκες εκτελούνται. Και στην Αθήνα ακόμη υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που βγήκαν ένα βράδυ από το σπίτι των και δεν επέστρεψαν ποτέ. Μετά από χρόνια μας διηγήθηκε η γυναίκα ενός θείου του Άγι, Χρήστος Φλωράς, ότι κατοικούσαν στην Κηφισιά και πήγε ο αδελφός της (18 ετών) να αγοράσει τσιγάρα, πριν από την απαγορευμένη ώρα κυκλοφορίας και εξαφανίσθηκε μυστηριωδώς. Δεν τον ξαναείδαν ποτέ ούτε έμαθαν τίποτε.
     Το χειμώνα τα σπίτια μας είναι παγωμένα και το καλοκαίρι η ζέστη και η βρώμα των σκουπιδιών στους δρόμους είναι αφόρητες.
     Τώρα παρουσιάζεται το πρόβλημα των ρούχων. Με όσες κουρτίνες είχαμε ράψαμε φούστες, πανταλόνια, ρόμπες και νυκτικά, ιδίως για τα παιδιά που μεγαλώνουν. Με παλιά τσόχινα καπέλα φτιάχνω παντούφλες. Ξηλώνομε κάτι κλώστινα σκεπάσματα πλεγμένα με βελονάκι και πηγαίνομε πεζή στην Καλλιθέα όπου μας σύστησαν μια πλέκτρα· με το νήμα κάνει καλτσάκια για τα παιδιά. Είναι όμως σκληρά και η Αριέττα δεν τα αντέχει· της πληγώνουν τα πόδια. Οι πέτσινες γώνες και οι σόλες από τα λίγα εναπομείναντα λάστιχα των φορτηγών μας γίνονται πέδιλα. Τα παλιά πουλόβερ ξεπλέκονται και ξαναπλέκονται. Το σαπούνι είναι τόσο φρικτό –όλο ποτάσσα και άμμος– που τα σεντόνια έχουν κουρελιασθεί. Τα εμπορικά, όπως είπα στην αρχή, δεν πουλούν τίποτε.
     Επειδή τα παιδιά είναι τώρα μεγαλύτερα (η Αριέττα 7 ετών και ο Στέφανος 4½) προσπαθούμε να εορτάσωμε τα Χριστούγεννα 1943. Ψάχνομε στα μπαούλα μας στο υπόγειο και βρίσκομε κάτι παλιά παιχνίδια δικά μας: κουτιά με κύβους, ξύλινες κατασκευές, βιβλία, παζλ. Με χαρουπόμελο και το αλεύρι του Ερυθρού Σταυρού ψήνομε γλυκά.
     Εκείνη την χρονιά γεννιούνται οι περίφημοι «Κουφ και Λιλίτσα», τα άτακτα αυτά πλάσματα, που κάνουν τις ανοησίες, που σοφίζονται και προσπαθούν να κάνουν τα δικά μου παιδιά. Γράφω ένα βιβλίο και η Μελίτα το εικονογραφεί. Η πρώτη αφορμή δίνεται από την Αριέττα. Στα μπαούλα ανακαλύψαμε ένα παλαιικό παιδικό μισοφόρι με βολάν και κεντήματα. Η Αριέττα το βρίσκει τόσο ωραίο που επιμένει να το βάλει σαν φόρεμα και να βγει μ’ αυτό. Με το πέρασμα του χρόνου τα καμώματα του Κουφ και της Λιλίτσας πληθαίνουν και γίνονται όσο παν και χειρότερα. Δηλαδή παράδειγμα όχι προς μίμηση. Φαντασία να έχεις! Οι ιστορίες πέρασαν από τα παιδιά μου στα εγγόνια μου και στα δισέγγονά μου και ακόμη σήμερα στίβω το μυαλό μου για να κατεβάσω ιδέες.
     Ο Κλεάνθης μού χαρίζει μία οδοντόπαστα: κατόρθωμα εκείνη την εποχή. Ξαφνικά ω της φρίκης! Βλέπουμε ωραία σχέδια χάμω στα χαλιά με την οδοντόπαστα. Ο Στέφανος που έχει γίνει πολύ άτακτος, ζούληξε το σωληνάριο γυρίζοντας σε όλο το σπίτι για να το διακοσμήσει.
     Αυτό όμως δεν είναι τίποτε μπρος σε ό,τι είχε κάνει τον προηγούμενο χρόνο. Με την ρόμπα του και τις παντούφλες του περπάτησε στο περβάζι των παραθύρων μίας προεξοχής του δωματίου, από το ένα μπαλκόνι εις το άλλο. Και μένομε στο τρίτο πάτωμα! Όταν τον είδα να φθάνει στο μπαλκόνι που καθόμουν και να κατεβαίνει από τα κάγκελα κόντεψα να πάθω συγκοπή. Είναι τόσο ζωηρός που και τα μάτια σου δεκατέσσερα να έχεις δεν αρκεί. Μία άλλη μέρα τον βρίσκομε επάνω σε μία υψηλή ντουλάπα.
     Χρήματα ή όχι, αποφασίζομε με τον Κλεάνθη να υποβληθούμε στο έξοδο να τους πάμε στην γυμναστική. Κάτω στο τέννις, κοντά στις στήλες του Ολυμπίου Διός, η Σουηδέζα γυμνάστρια, κυρία Διαβάση, αρκετά ηλικιωμένη τώρα, εξακολουθεί να δίνει μαθήματα. Είναι αρκετά μακριά από το σπίτι, αλλά ξεδίνουν τα παιδιά.
     Ξέχασα να πω ότι στις 28 Οκτωβρίου 1943 οι υπάλληλοι της Τραπέζης της Ελλάδος προσπάθησαν να εορτάσουν την επέτειο του «ΟΧΙ». Οι Γερμανοί επενέβησαν βιαίως, αποτέλεσμα: ένας νεκρός και τρεις τραυματίες, οι δύο πολύ βαριά.
     Η Αριέττα δεν πάει σχολείο. Δεν ξέρω αν δούλευαν τα δημόσια δημοτικά· μερικά ιδιωτικά όπως το Κολλέγιο και επίσης το Αρσάκειο, που τους έχουν επιτάξει τα κτίρια, λειτουργούν σε σπίτια, μάλλον μικρά, νοικιασμένα μέσα στην Αθήνα.
     Το καλοκαίρι του 1943, μία Γαλλίδα δασκάλα, η Melle Jacquier, οργανώνει μαθήματα μέσα στον Εθνικό Κήπο όπου όλα τα γνωστά παιδιά μαζεύονται κάθε μέρα και παίζουν. Δεν είναι πολύ νέα, αλλά ενεργητική και μάλλον αυστηρή· έχει δε μεγάλο ταλέντο στο να καταφέρνει να δώσει στους μαθητές της μια πολύ καλή προφορά. Εγγράφομε τα παιδιά μας. Η Αριέττα, πολύ φρόνιμη, παρακολουθεί προσεκτικά, ο Στέφανος όμως βαριέται –είναι αλήθεια ότι είναι ακόμη μικρός– και κάθε τόσο προσπαθεί να το στρίψει στα δρομάκια του κήπου, οπότε η Melle Jacquier βροντοφωνεί: «Ζαννός στην γωνιά».
     Επειδή τα χρήματα χάνουν συνεχώς την αξία των, μας ζητά, αντί για λεπτά, να της δίνομε σάντουιτς. Κάθε παιδί φέρνει από ένα. Οι πιο πλούσιοι με ζαμπόν ή κάτι άλλο εκλεκτό, εμείς μόνον με τυρί, απ’ αυτό που έχει περισσέψει από το κεφάλι ιταλικής παρμεζάνας. Τρώγει τα καλύτερα –λαμβάνει περίπου 10-12 την ημέρα– και με τα υπόλοιπα πληρώνει τον θυρωρό της, την παραδουλεύτρα της, το πλύσιμο των ρούχων της, κλπ. Εφαρμογή του συστήματος ανταλλαγής: αρκετά έξυπνο.
     Όσοι κάνουν μαύρη αγορά –οι χωρικοί που έχουν προϊόντα να πουλήσουν και ιδίως οι μεσάζοντες– αγοράζουν περίπου τα πάντα: έπιπλα, ασημικά, οικογενειακά πορτραίτα που πιθανόν να λέγουν ότι είναι οι πρόγονοί των, ρούχα, κουβέρτες και οπωσδήποτε χρυσαφικά. Μας διηγήθηκαν ότι ένας αγρότης στα Μεσόγεια, αγόρασε ένα πιάνο: επειδή όμως είχε δύο κόρες που τσακώνοντο ποια θα παίξει πρώτη, πήρε και δεύτερο. Ένας άλλος προμηθεύθηκε μία ντουλάπα με καθρέπτη· το σπίτι του ήταν μικρό και δεν την χωρούσε και έτσι την έβαλε στον σταύλο. Ο γάιδαρος είδε τον εαυτό του στον καθρέπτη και νομίζοντας ότι ήτο ξένος γάιδαρος τον κλώτσησε με φόρα: θρύψαλα το κρύσταλλο.
     Μία κοπέλλα που δεν ήξερε καθόλου γαλλικά δίνει μαθήματα στα παιδιά των χωρικών. Πώς; Έρχεται κάθε μέρα στον κήπο με το αναγνωσματάριο και την γραμματική και παρακαλεί τις δασκάλες που γνωρίζουν την γλώσσα να της διδάξουν το πρώτο μάθημα. Εν συνεχεία πηγαίνει να το παραδώσει στους μαθητές της και την επομένη μαθαίνει το δεύτερο και ούτω καθ’ εξής. «Πενία τέχνες κατεργάζεται».
     Τραγικές όμως και όχι αστείες είναι οι περιπτώσεις διαφόρων ανθρώπων που με κόπο είχαν κτίσει ένα σπιτάκι και αναγκάζονται να το πουλήσουν σε εξευτελιστική τιμή για να φάνε. Ήσαν πάρα πολλοί και γι’ αυτό, μετά το πέρας του πολέμου, έγινε ένας διακανονισμός (ίσως να ήταν και νόμος) που τους έδινε το δικαίωμα να το πάρουν πίσω πληρώνοντας την αναλογία των κατοχικών δραχμών που είχαν λάβει.
     Πού και πού φθάνουν κρυφά από την Αίγυπτο Έλληνες αξιωματικοί που φέρνουν για τους συγγενείς των χρυσές λίρες, κρυμμένες επάνω των.
     Ένας γνωστός του Παύλου μας φέρνει, εκ μέρους του, κάτι ρούχα, παπούτσια για τα παιδιά και κάμποσα μέτρα μπλε ναυτικό ύφασμα.
     Σήμερα, που βασιλεύει η καταναλωτική νοοτροπία, θυμάμαι πως τότε, το παραμικρό μάς φαινόταν θησαυρός.
     Τα νέα, εν τω μεταξύ, όσο παν είναι και πιο ενθαρρυντικά. Αισθανόμεθα ότι το τέλος της Κατοχής πλησιάζει. Καιρός ήταν διότι έχομε όλοι μας χάλια.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)