Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Η Απελευθέρωσις

Αρχές Οκτωβρίου 1944.
     Αντιλαμβανόμεθα ότι σιγά σιγά οι Γερμανοί αναχωρούν. Κυκλοφορεί η φήμη ότι φεύγοντας έχουν σκοπό να ανατινάξουν το φράγμα του Μαραθώνος. Αυτό θα είναι δράμα. Για χρόνια η Αθήνα θα μείνει χωρίς νερό. Τελικά δεν γίνεται. Γιατί άραγε; Τον λόγο θα τον πληροφορηθούμε μόνον μετά το πέρας του πολέμου. Οι Γερμανοί έχουν πάρει την κάτω βόλτα. Οι Άγγλοι κάνουν μια συμφωνία μαζί των: να αποχωρήσουν ήσυχα από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα, να μην ανατινάξουν το φράγμα και τότε δεν θα τους κυνηγήσουν. Πριν γίνει η συμφωνία αυτή οι Άγγλοι είχαν προγραμματίσει να μεταφέρουν νερό στην Αθήνα από του Τομπάζη. Μας διηγήθηκε αργότερα ο Παύλος ότι στην Αλεξάνδρεια που βρισκόταν τότε γίνεται γνωστό ότι έχει κάποια σχέση με τον Πόρο και τον καλεί το αγγλικό Στρατηγείο για να τους δώσει μερικές πληροφορίες. Αποσοβείται η καταστροφή. Όταν πρωτοφθάνει στην Αίγυπτο, ο Παύλος εκπαιδεύεται στην λειτουργία των ΑΖΝΤΙΚ, κατόπιν την διδάσκει εκείνος σε άλλους. Αργότερα αποσπάται στα γραφεία της Ελληνικής Κυβερνήσεως που έχει εγκατασταθεί σε ένα σπίτι στην Αλεξάνδρεια. Θα ασχοληθεί με διάφορα (υπηρεσία πληροφοριών, κλπ.) και τελικώς διορίζεται γραμματεύς του πλοιάρχου Αντωνοπούλου στον οποίον γίνεται απαραίτητος και που με δυσκολία τον αφήνει όταν ο Παύλος, θέλοντας πολεμική δράση ζητά να μετατεθεί. Εν τω μεταξύ έχει πάρει τον βαθμό του επίκουρου αρχικελευστού.
     Τον Ιούλιο του 1944 κατατάσσεται στην μοίρα των καϊκιών κομμάντος (επίσημο όνομα «στολίσκος ημιολιών») που έχει συγκροτήσει ο αντιπλοίαρχος Ανδρέας Λόντος. Ο στολίσκος αυτός αποτελείται από 7 καΐκια οπλισμένα πολυβόλα· παρ’ όλα αυτά έχει ειρηνικήν εμφάνιση και μπορεί να παραπλανήσει τον εχθρό. Στο μεγαλύτερο είναι ο Λόντος, σε κάθε άλλο περίπου 8-10 άτομα. Η αποστολή των είναι να περιπολούν ανά το Αιγαίον, να εκτελούν επιδρομές, να παρενοχλούν τον εχθρό και να συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις του. Η κύρια βάση των καϊκιών είναι η Αλεξάνδρεια και έχουν μία άλλη στο Ντερεμέν της Τουρκίας. Θα προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες.
     Οι Γερμανοί φεύγουν τελικώς, και οι Άγγλοι τους ακολουθούν κατά πόδας. Πάντα όμως σε κάποια απόσταση, όπως συμφωνήθηκε.
     Και στις 14 Οκτωβρίου 1944 η Απελευθέρωση!
     Τα αγγλικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα και εν συνεχεία τα ελληνικά. Το ένα μετά το άλλο παρελαύνουν στην Λεωφόρο Αμαλίας. Γεμάτος χαρά όλος ο κόσμος βρίσκεται στους δρόμους. Εμείς επίσης. Στεκόμεθα μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Ξαφνικά βλέπομε τον εξάδελφό μας, Τζώρτζη Πασπάτη. Του φωνάζομε και τον ρωτάμε νέα του Παύλου: «εδώ είναι, μας λέει, έρχεται πίσω μας». Και όντως, έπειτα από λίγο καταφθάνει ο Παύλος με την στολή του του αξιωματικού.
     Μας κάνει νόημα αλλά μόνον το βράδυ θα έλθει σπίτι. Όλη την νύκτα μιλούμε: έχομε τόσα να πούμε. Μέσα στην κουβέντα μάς λέει ότι τώρα που εφευρέθηκε η βόμβα ο πόλεμος θα τελειώσει πολύ σύντομα. Εμείς τότε δεν καταλαβαίνομε διότι δεν έχομε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Μας διηγείται ότι τα καΐκια πέρασαν από τον Πόρο και του ζήτησαν να τα οδηγήσει στο στενό, μπροστά στα σπίτια, που είναι πολύ ρηχό στην μέση. Έχει κλείσει τα μάτια του και δεν τολμά να κοιτάξει μήπως η Γαλήνη δεν υπάρχει πια. Τα ανοίγει όμως και την βλέπει. Μόλις μπορεί πηγαίνει. Είναι εγκαταστημένος μέσα αγγλικός στρατός που έχει προηγηθεί στην Ελλάδα. Τον υποδέχεται ο επί κεφαλής Άγγλος αξιωματικός που του λέει: «Καλωσορίσατε σ’ αυτό το ωραίο σπίτι» και ο Παύλος του απαντά: «Εγώ να σας καλωσορίσω διότι είναι το σπίτι μου».
     Ο πρώτος αυτός αξιωματικός ήταν πολύ εν τάξει: κράτησε για να τον υπηρετήσουν τους δικούς μας ανθρώπους, όπως τον παρακάλεσε ο Παύλος.
     Ο δεύτερος δυστυχώς ήταν κτήνος: έδιωξε τους δικούς μας και άφησε να εισβάλλουν κάτι πονηροί Ποριώτες που, μαζί με τους Άγγλους στρατιώτες, έκλεψαν, κατέστρεψαν, κατάντησαν την Γαλήνη γουρουνοστάσιο. Οι μεν Ποριώτες πήραν αντικείμενα (σεντόνια, κουβέρτες, πιάτα, μαχαιροπήρουνα, ωραίες εγγλέζικες λεκάνες) οι δε στρατιώτες έγραψαν στις πόρτες και στους τοίχους και έκαψαν ένα σωρό βιβλία (μερικά αξίας) για να μαγειρέψουν. Ενώ δύο βήματα αν έκαναν μπορούσαν να μαζέψουν στο βουνό όσα ξύλα και κουκουνάρια ήθελαν. Πιο πολύ απ’ όλα λυπάμαι τα θαυμάσια εικονογραφημένα παιδικά μας βιβλία, μία ντουλάπα γεμάτη που έγινε στάχτη.
     Αργότερα μας έδωσαν κάποια μηδαμινή αποζημίωση.
     Το αγγλικό στρατηγείο στην Αθήνα έχει εγκατασταθεί εις το ξενοδοχείον «Μεγάλη Βρεττανία».
     Ο Παύλος επιστρέφει στην βάση του, ένα σπίτι στο Τουρκολίμανο (σήμερα λέγεται Μικρολίμανο). Τα καΐκια είναι αραγμένα εκεί, περιμένοντας περαιτέρω διαταγές.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)