Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Τα Δεκεμβριανά

Περνούν δύο μήνες: χαιρόμεθα την επανευρεθείσα ελευθερία μας. Νερό, ηλεκτρικό, ραδιόφωνο, σχεδόν όπως πριν και στην αγορά διάφορα τρόφιμα προμηθευμένα από τους Άγγλους. Σίγουρα έχουν προβλέψει τι μέλλεται να γίνει γι’ αυτό έχουν φέρει στρατό. Ενώ εμείς δεν υποψιαζόμεθα τίποτε.
     Αλλά προς το τέλος Νοεμβρίου παρατηρούμε ωρισμένα περίεργα: ομάδες νεαρών ατόμων –και ολιγώτερον νεαρών επίσης– κυκλοφορούν στους δρόμους, σηκώνοντας την γροθιά των στον αέρα και επαναλαμβάνοντας: «Κάπα, κάπα, έψιλον». Τι είναι αυτό; Θα το μάθωμε σύντομα. Ξέραμε βέβαια για την ανταρτικήν κίνηση στα βουνά, καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής, αλλά είμεθα τόσον απορροφημένοι στο να προσπαθούμε να εξασφαλίσωμεν τροφή για τα παιδιά, που δεν παρακολουθούσαμε, όπως θα έπρεπε, τα τεκταινόμενα.
     Στις 6 Δεκεμβρίου 1944 κόβεται τελείως το φως. Θα επανέλθει στις 6 Ιανουαρίου 1945, μετά από ένα μήνα τρόμου, αγριότητος, εκτελέσεων. Άρχισε ο Εμφύλιος Πόλεμος και θα τελειώσει στην μεν Αθήνα την ημέρα των Φώτων 1945, στην δε υπόλοιπη Ελλάδα μόνον τον Σεπτέμβριο του 1949.
     Δεν θα επεκταθώ στο ιστορικό μέρος αυτού του πολέμου, πράγμα που έχει περιγραφεί από πολλούς: δηλαδή ποιοι οι λόγοι, ποιοι τον υποκίνησαν, ποιοι όπλισαν τους κομμουνιστάς τόσον καλά και όλα τα σχετικά. Θα διηγηθώ απλώς τι περάσαμε εμείς προσωπικώς.
     Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να δώσω μία σωστή εικόνα μίας φοβερής εμπειρίας.
     Ξαφνικά τα προάστια και οι περισσότερες συνοικίες γύρω από το κέντρο των Αθηνών καταλαμβάνονται από τους Ελασίτες (το αριστερό στέλεχος των ανταρτών κατά την διάρκεια της Κατοχής). Από τα διάφορα σημεία όπου έχουν εγκατασταθεί κτυπούν τα ελεύθερα τμήματα της πόλεως. Τις διάφορες τρομερές λεπτομέρειες θα τις μάθωμε στο τέλος. Προς το παρόν βλέπομε τα βλήματα να πέφτουν βροχή, στην οδόν Πλουτάρχου, προερχόμενα από το Παγκράτι. Έχουν όλμους. Μία σφαίρα κτυπά το παράθυρο της κρεββατοκάμαράς μου. Ευτυχώς σφηνώνεται στο πλαίσιο και όχι στο κεφάλι μου, καθώς καθόμουν ακριβώς εκεί μπροστά. Μια μέρα που κατεβαίνω την οδόν Βασιλίσσης Σοφίας, περίπου εμπρός στο Υπουργείον Εξωτερικών, βλέπω ξαφνικά κάτι πράγματα που μου φαίνονται σαν κουβέρτες, να σωριάζονται χάμω. Είναι άνθρωποι που σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν από βλήματα. Γυρίζω ολοταχώς στο σπίτι. Μία φίλη μου θα σκοτωθεί στην οδόν Κανάρη από αδέσποτη σφαίρα. Αυτά είναι τα τυχαία ή μάλλον τα άτυχα περιστατικά. Τα ψύχραιμα και συστηματικά είναι τα αποτρόπαια. Υπάρχει ένα μίσος και μία λύσσα αλόγιστα. Σφάζουν ακόμη και απλά ανθρωπάκια, ούτε πλούσιους, ούτε τίποτε.
     Στην Κηφισιά, με τα διάφορα αρχοντικά, γίνονται πολλά. Οι «κουκουέδες», όπως ονομάζονται, παίρνουν από την βίλλα τους μία εξαδέλφη μου, την Φαίνη Ξύδι, μαζί με τον πατρυιό της, ναύαρχο Κριεζή και με άλλους πολλούς τους πηγαίνουν στα Κρώρα (ένα χωριό της Στερεάς Ελλάδος αρκετά απομακρυσμένο). Εκεί τους τουφεκίζουν. Μερικοί γλυτώνουν και γυρίζουν πεζή στην Αθήνα. Η μητέρα και η κόρη του προ του πολέμου υπουργού Περικλή Αργυροπούλου, που ήταν μεταξύ των ομήρων και σώθηκαν, μας διηγούνται ότι τους πυροβολούσαν πισώπλατα.
     Δεν θέλω εδώ να μιλήσω για όλα τα μακάβρια που ξέρω και είδα και έζησαν πολλοί γνωστοί μου. Απλώς δοξάζω τον Θεό που βγήκαμε ζωντανοί απ’ αυτήν την λαίλαπα.
     Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν μέρα νύκτα. Ο στρατηγός Σκόμπι, αρχηγός των αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, λαμβάνει διαταγή από τον Τσώρτσιλ να επέμβει και να βοηθήσει τον κυβερνητικό στρατό, τους Ιερολοχίτες.
     Γίνονται μάχες παντού.
     Οι Ελασίτες έχουν φθάσει στο Μαράσλειο, δύο βήματα από το σπίτι μας. Έχουν τηλεβόες (τα περίφημα χωνιά), και φωνάζουν τι πρόκειται να μας κάνουν όταν μας κυριεύσουν. Το αίμα μας παγώνει. Όμως ο άνθρωπος είναι περίεργο ον: παρ’ όλο τον κίνδυνον, δεν αισθανόμεθα ότι μπορεί να πεθάνωμε.
     Από τις καταληφθείσες περιοχές, όσοι καταφέρνουν να περάσουν τα μπλόκα έρχονται στα ελεύθερα μέρη. Μας φέρνουν μία πρόσφυγα από τα Πατήσια: άλλο ένα στόμα όταν φαγητό και νερό κοντεύουν να λείψουν τελείως. Την δεχόμεθα βέβαια εγκαρδίως. Θα μπορούσαμε να είμεθα στην θέση της.
     Το Παγκράτι μάς κτυπά συνεχώς. Πού να βγεις! Και όμως πρέπει. Δεν έχομε ούτε στάλα νερό για να πιούμε. Ο Κλεάνθης, η Μελίτα και εγώ κατεβαίνομε την οδόν Πλουτάρχου, εφοδιασμένοι με τενεκέδες και στάμνες, για να πάμε να τα γεμίσωμε στην Ριζάρειο Σχολή, κάτω κάτω στην οδό βασιλίσσης Σοφίας. Εκεί υπάρχει μία πηγή με νερό που θεωρείται πόσιμο. Περπατάμε σύρριζα στα σπίτια, με το κεφάλι σκυμμένο, σταματώντας κάθε τόσο για να κρυφθούμε πίσω από ένα ηλεκτρικό στύλο. Η πρόσφυγα ήθελε να έλθει μαζί αλλά είναι μεγάλο εμπόδιο: πονούν τα πόδια της, λέει, και όλο φωνάζει να την περιμένωμε. Κοντεύει να μας κάνει να σκοτωθούμε. Την ξαναστέλνομε σπίτι.
     Όταν φθάνομε στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας το πυρ έχει πυκνώσει. Οι σφαίρες σφυρίζουν γύρω μας. Προστατευόμεθα πίσω από τα ακινητοποιημένα τραμ και όταν κοπάζει λίγο το κακό ορμούμε σε άλλο καταφύγιο και έτσι φθάνομε στην πηγή· γεμίζομε τα δοχεία και επιστρέφουμε σπίτι με τον ίδιο τρόπο. Πόσο νερό όμως να κουβαλήσωμε; Αναγκαζόμεθα να επαναλάβωμε την επιχείρηση. Ευτυχώς έχομε ακόμη λίγα τρόφιμα που είχε προφθάσει να μας φέρει ο Παύλος.
     Δεν ξέρω τι αναμνήσεις έχουν τα παιδιά από όλα αυτά. Η Αριέττα μού είπε ότι θυμάται έναν ελεύθερο σκοπευτή με το όπλο του, επάνω στην ταράτσα μιας γειτονικής πολυκατοικίας. Τον θυμάται και ο Στέφανος. Μάλλον από κει θα μου ήλθε η σφαίρα. Θυμάται επίσης η Αριέττα ότι παρουσιάσθηκαν στο σπίτι κάτι Χίτες με περιβραχιόνια (οι Χίτες ήσαν το δεξιό στέλεχος των ανταρτών κατά τον πόλεμο) να μας ειδοποιήσουν ότι έχουν εισχωρήσει παντού ελεύθεροι Ελασίτες σκοπευτές και ότι έπρεπε να κρατάμε τα στορ μας κλειστά. Δεν ξεχνά η Αριέττα πώς έτρεμε άμα πηγαίναμε για νερό· φοβόταν ότι δεν θα ξαναγυρίζαμε.
     Εν τω μεταξύ ο Παύλος και οι υπόλοιποι κυβερνήτες και πληρώματα των καϊκιών έχουν ταμπουρωθεί μέσα στην βάση των, στο σπίτι που έχουν επιτάξει στο Τουρκολίμανο. Αποφασίζουν να αφοπλισθούν όλα τα σκάφη, πλην ενός, να εγκαταλείψουν τα αγκυροβόλιά των και ο οπλισμός τους και οι αξιωματικοί και οι ναύτες να προωθηθούν στον Ναυτικό Όμιλο.
     Οι κουκουέδες τώρα έχουν ξεχυθεί από τον Πειραιά στο Τουρκολίμανο. Μετά από μία εξόρμηση καταφέρνουν όλοι να φθάσουν στον Ναυτικό Όμιλο.
     Αποκλεισμένοι εκεί μέσα δέχονται επανειλημμένες άγριες επιθέσεις που αποκρούουν επιτυχώς με τα όπλα που είχαν μεταφέρει από τα καΐκια. Τα «χωνιά» ωρύονται ότι θα ανατινάξουν τον Όμιλο. Σε μία επίθεση ο Άγγλος ασυρματιστής που ήταν μαζί των στα καΐκια σκοτώνεται από μία σφαίρα στο κεφάλι και ο Παύλος τραυματίζεται σοβαρά στον δεξιό καρπό. Τα κόκκαλα έχουν καταθρυμματισθεί, το χέρι του κρέμεται και οι πόνοι είναι αφόρητοι. Χύνει ούζο μέσα στην πληγή για να μην κακοφορμίσει και κάνει ενέσεις μορφίνης που για καλή τύχη είχαν μαζί των.
     Ο Ανδρέας Λόντος που βρίσκεται αποκλεισμένος στο αγγλικό Στρατηγείο μάς μηνάει ότι ένας Άγγλος σκοτώθηκε και ότι ο Παύλος τραυματίσθηκε. Τον ρωτάμε γιατί δεν μας έγραψε (ο Παύλος) δύο λόγια να μας καθησυχάσει και μας απαντά ότι δεν μπορεί διότι είναι κτυπημένος στο δεξί χέρι. Εμείς που ξέρομε ότι είναι αριστερόχειρ έχομε μία φοβερή υποψία ότι ο Λόντος μας κρύβει την αλήθεια και ότι ο Παύλος είναι που σκοτώθηκε. Όλοι το ίδιο σκεπτόμεθα, αλλά κανένας μας δεν τολμά να το πει. Ένας γενναίος συνάδελφός του, που θα ευγνωμονούμε πάντα, ο Ξηράκης, περνά με κίνδυνο της ζωής του μέσα από τις εχθρικές γραμμές και έρχεται να μας δώσει τα νέα.
     Αφού μείνει ο Παύλος αρκετές μέρες σ’ αυτήν την κατάσταση το Ναυτικό στέλνει κάποιο πλεούμενο που τον μεταφέρει σ’ ένα αγγλικό πλωτό νοσοκομείο αραγμένο στην Σαλαμίνα. Τον εγχειρίζουν στο χειρουργείο του πλοίου, βάζοντάς τον να υπογράψει, πριν τον ναρκώσουν, ότι δέχεται να του κόψουν το χέρι αν χρειασθεί. Μόλις ξυπνάει πιάνει το χέρι του να δει αν υπάρχει και ανακουφισμένος, όπως μπορεί κανείς εύκολα να φαντασθεί, ξανακοιμάται. Τους πηγαίνουν στην Ιταλία, σε ένα πολωνικό νοσοκομείο κοντά στον Τάραντα, όπου συγκεντρώνουν τους τραυματίες διαφόρων εθνικοτήτων. Ο Παύλος θα μείνει εκεί αρκετό καιρό, βοηθώντας εις την συνεννόησιν μεταξύ γιατρών και των ασθενών που μιλούσαν ο καθένας την γλώσσα του. Κατόπιν θα τον ξαναστείλουν στην Αίγυπτο και θα επιστρέψει στην Ελλάδα στο τέλος του πολέμου. Εμείς θα τον δούμε μόνον το 1947 όταν θα γυρίσωμε από την Ελβετία.
     Αυτός ο Εμφύλιος Πόλεμος είναι πολύ δύσκολος. Οι Ελασίτες κρύβονται στις διάφορες συνοικίες. Τελικά οι Άγγλοι ρίχνουν στη μάχη τα τανκς και στην περιοχή του Πειραιώς και τριγύρω το τάγμα των Γκούρκας, μία ινδική φυλή πολύ αγρίων πολεμιστών που με άναρθρες κραυγές και κρατώντας μεγάλα μαχαίρια ανάμεσα στα δόντια των εξορμούν και ξεκαθαρίζουν τα πάντα.
     Για την Αθήνα τελειώνει η φουρτούνα. Στην υπόλοιπη χώρα θα εξακολουθήσει μέχρι το 1949. Δειλά δειλά ο κόσμος ξανακυκλοφορεί. Μαθαίνονται τότε η έκταση των καταστροφών και τα διάφορα ανατριχιαστικά περιστατικά. Πόσοι γνωστοί και μη σκοτώθηκαν ή έχασαν δικούς τους!
     Ο δεύτερος παγκόσμιος συνεχίζεται στην Ευρώπη και στην Ασία. Στην Ελλάδα όμως τερματίσθηκε.
 
Απολογισμός της γερμανικής κατοχής συμφώνως προς το βιβλίο του Αχιλλέως Α. Κύρου Η Ελλάς έδωσε την νίκη.
– 83.000 άμαχοι δολοφονήθηκαν από Γερμανούς και Βουλγάρους.
– 84.000 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν βαριά στον πόλεμο.
– 300.000 μεταφέρθηκαν διά της βίας στην Γερμανία για καταναγκαστικήν εργασίαν.
– Πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες πέθαναν από τον τεχνητώς προκληθέντα λιμό και το 78% των παιδιών υπέφεραν ακόμη μετά τον πόλεμο από τις συνέπειες του υποσιτισμού.
– Πυρπολήθηκαν 1000 χωριά.

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)