Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Οι μεταπολεμικοί μήνες

Το 1945 θα έχει ακόμη πολλές στερήσεις αλλά οπωσδήποτε θα είναι πιο εύκολο.
     Ο Κλεάνθης πηγαίνει πάντοτε στον Ερυθρό Σταυρό, ελπίζει όμως ότι αρκετά σύντομα θα ανοίξουν δουλειές. Υπάρχουν τόσα και τόσα να ξαναχτισθούν. Μία φίλη της μητέρας μού προμηθεύει εργασία γραφομηχανής. Είναι μακρυές καταστάσεις με τα ονόματα οικογενειών στα χωριά στις οποίες θα δώσει βοήθεια ο Ερυθρός Σταυρός. Πληρώνομαι πολύ λίγο, αλλά κάτι βοηθάει. Κάνω και παιδικά φουστανάκια με σφιγγοφωλιά για φίλες των φίλων μου.
     Στέλνομε την Αριέττα και τον Στέφανο στο σχολείο Φίλτσου, στο Κολωνάκι, πολύ κοντά στο σπίτι μας. Ο Στέφανος πηγαίνει στην πρώτη τάξη: πέφτει σε μια γρουσούζα δασκάλα που για τιμωρία βάζει τα μικρά παιδιά να της ξεσκονίζουν τα παπούτσια της.
     Στην οδόν Σοφοκλέους πουλιώνται αρκετά πράγματα· και ρουχισμός εκτός από τρόφιμα. Πηγαίνομε μία μέρα να αγοράσωμε κονσέρβες. Ο Στέφανος βλέπει ένα λινό στρατιωτικό κασκετάκι και το θέλει. Ο Κλεάνθης του εξηγεί ότι δυστυχώς τα χρήματα είναι μόνον για τροφή διότι έχομε πολύ λίγα. Ο Στέφανος θα κλαίει συνέχεια όλον τον δρόμο έως ότου φθάσει σπίτι.
     Είναι απογοητευτικό για μια μητέρα να αναγκάζεται να αρνείται στο παιδί της ένα πράγμα που βασικά κόστιζε πενταροδεκάρες. Ιδίως όταν το παιδί αυτό καθώς και τόσα άλλα που μεγάλωναν τότε δεν ήταν απαιτητικά, ούτε είχαν δει μαγαζί με παιχνίδια, ούτε ήξεραν καλά καλά τι είναι οι σοκολάτες και τα γλυκά.
     Ίσως ο Στέφανος να μην θυμάται την ιστορία αυτή, εγώ όμως δεν την ξέχασα και σήμερα τίποτε δεν με ευχαριστεί περισσότερον από του να κάνω δώρα στα παιδιά μου, τα εγγόνια μου και τα δισέγγονά μου.
     Φθάνει το καλοκαίρι με την ζέστη και την σκόνη. Δεν μπορεί κανείς να μετακινηθεί μέσα στην Ελλάδα. Στον Πόρο υπάρχουν Ελασίτες επάνω στις Αδέρες.
     Ο Ανδρέας Λόντος οργανώνει μία κατασκήνωση σε ένα ιδιωτικό περιφραγμένο κτήμα στον Άγιο Μερκούριο. Μας δίνει και ένα φορτηγό με ναύτες που μας φυλάγουν και που ανεβοκατεβαίνουν στην Αθήνα για να μας ανεφοδιάζουν. Ωραία είναι. Τουλάχιστον έχομε καθαρό αέρα. Κοιμόμαστε όλοι σε ένα μεγάλο αντίσκηνο. Τα ρούχα μας –τα λίγα που μας έχουν απομείνει– είναι κρεμασμένα σ’ ένα σχοινί τεντωμένο από ένα στύλο στον άλλο. Ένα πρωί που ξυπνάμε, άπαντα τα υπάρχοντά μας έχουν εξαφανισθεί. Κάποιος κλέφτης έκανε τον γύρο της κατασκηνώσεως την νύκτα χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Και σάρωσε ό,τι βρήκε. Μόνον η Αριέττα έχει ρούχα, διότι είχε την πραγματικά φαεινή ιδέα να τα βάζει κάτω από το μαξιλάρι της. Με τα νυκτικά ξεμυτίζουν όλοι από τις διάφορες σκηνές των. Οι ναύτες θα ψάξουν την περιοχή και θα βρουν τον δράστη· με μπόλικες μπάτσες –τόσο που τον λυπάμαι– τον αναγκάζουν να τους δείξει πού έκρυψε τα κλοπιμαία. Θυμάμαι ότι τον έλεγαν Νικόλαο Αλατζά και ότι ο φουκαράς έκλεβε ό,τι μπορούσε και τα πουλούσε στο Μοναστηράκι για να ζήσει.
     Τελειώνει το 1945 και αρχίζει το 1946. Τώρα έρχεται η αλληλογραφία. Η αδελφή της Ελβετίδας δασκάλας που ήταν σε μας χρόνια, έχει ένα μεγάλο αγρόκτημα με 40 αγελάδες κοντά εις την Γενεύη. Μας καλεί να πάμε, η Μητέρα, τα παιδιά και εγώ για να συνέλθωμε. Δεν έχω όρεξη να λείψω τόσο πολύ από τον Κλεάνθη που θα μείνει εδώ για να προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τα οικονομικά μας. Είναι όμως μια λύση: πρώτον για την κλονισμένη μας υγεία και δεύτερον διότι δεν έχομε πια καθόλου χρήματα για να ζήσωμε. Στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ, για την βοήθεια στην Ελλάδα, έρχονται αμερικάνικες εταιρείες και εκτελούν έργα. Ο Κλεάνθης προσλαμβάνεται και αποστέλλεται εις το Μπράλο για την ανοικοδόμηση της μεγάλης σιδηροδρομικής γέφυρας που είχε ανατιναχθεί.
     Το χρυσούν μετάλλιο που είχε κερδίσει η Μελίτα στο Ωδείο δεν αξίζει πια τίποτε. Παίρνει μια υποτροφία για το Λονδίνον από το British council και καταφέρνει να φύγει με ένα αγγλικό στρατιωτικό αεροπλάνο.
     Το πρόβλημα που προκύπτει είναι πώς θα φθάσωμε εμείς στην Ελβετία. Οι συγκοινωνίες είναι ανύπαρκτες. Ο Γεώργιος Σεφεριάδης έχει επιστρέψει από την Αίγυπτο και είναι τώρα στο Υπουργείο Εξωτερικών. Πληροφορείται ότι ένα μεγάλο νορβηγικό υπερωκεάνειο 25.000 τόννων, το «Gripsholm», επιτεταγμένο από τους Αμερικανούς για την μεταφορά στρατού κατά την διάρκεια του πολέμου, θα ταξιδεύσει από το Τελ-Αβίβ στην Νέα Υόρκη, μέσω Πειραιά και Μασσαλίας, για να πάει στην Αμερική τους Εβραίους που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τους Ναζί.
     Υπάρχει ένα εμπόδιο: καθώς απαγορεύεται να βγάλεις έστω και μία δεκάρα από την Ελλάδα, για να αγοράσεις τα εισιτήρια πρέπει να αποδείξεις ότι έφερες προσφάτως χρήματα από το εξωτερικό. Η θεία Λεία στέλνει το αναγκαίο ποσό. Πρωί πρωί, με το χαρτί του εμβάσματος της Τραπέζης, η Μητέρα, ο Κλεάνθης και εγώ ξεκινάμε για το Υπουργείο Οικονομικών, για να μας δώσουν την σχετική άδεια. Επικρατεί ένα φοβερό χάος, μία απερίγραπτη ακαταστασία, κανένας δεν ξέρει τι του γίνεται, μας περνούν από γραφείο σε γραφείο και τελικά μας αρνούνται την άδεια, ούτε καταλαβαίνομε γιατί.
     Απογοητευμένοι και μη ξέροντας τι να κάνωμε, ξαναγυρίζομε προς το Υπουργείον Εξωτερικών, περιμένοντας να περάσει λίγο η ώρα για να δούμε τον Γεώργιο Σεφεριάδη.
     Στεκόμεθα αμήχανοι στην γωνία Ακαδημίας και Βασιλίσσης Σοφίας όταν ξαφνικά καταφθάνει ακριβώς μπροστά μας ένα αυτοκίνητο στο οποίο βρίσκεται ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Γεώργιος Καφαντάρης και η γυναίκα του (και οι δύο πολύ φίλοι του πατέρα μου) ακολουθούμενο από ένα άλλο με την οπλισμένη φρουρά. Πριν στρίψει το αυτοκίνητο για να μπει στην Βουλή μειώνει την ταχύτητά του και τότε οι κατάπληκτοι Μητέρα και Κλεάνθης με βλέπουν να ανοίγω την πόρτα και να ορμώ μέσα. Πώς δεν μου έριξαν οι φύλακες ακόμη απορώ. Γκρεμίζομαι πάνω στα γόνατα της κυρίας Καφαντάρη λέγοντας γρήγορα γρήγορα: «Είμαι η κόρη του Γιάννου Γιαννικώστα και παρακαλώ να με βοηθήσετε».
     Ο Καφαντάρης, ένας καλότατος άνθρωπος, μου απαντά ψύχραιμα, σαν να μην είχα επιπέσει σαν σίφουνας επάνω τους: «Ηρέμησε παιδί μου και πάμε στο γραφείο μου να μου τα πεις». Από κει τηλεφωνεί στον Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ονόματι Σταμπολτζής, και μου λέει: «Σε περιμένει, πήγαινε αμέσως».
     Το Υπουργείον Οικονομικών είναι γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου. Τρέχω και μόλις φθάνω βλέπω ένα μπουλούκι ανθρώπων που φωνάζει και προσπαθεί να μπει και έναν έξαλλο θυρωρό που τους απωθεί. Αλλά, ως φαίνεται, οι εφορμήσεις είναι το φόρτε μου εκείνη την ημέρα. Σαν μαινόμενος ταύρος εισχωρώ και ανεβαίνω τρεχάλα τις σκάλες για να φθάσω στο δεύτερο πάτωμα. Ο θυρωρός ωρύεται από κάτω· δεν τολμά όμως να με κυνηγήσει γιατί τότε θα μπουκάρουν όλοι οι άλλοι μέσα. Μιλημένος, ο Σταμπολτζής μου δίνει αμέσως την άδεια, την οποίαν οπωσδήποτε δικαιούμεθα. Με το πολύτιμο χαρτί στο χέρι ξαναπηγαίνω να βρω την Μητέρα και τον Κλεάνθη εκεί που τους είχα αφήσει. Έχουν γυρίσει σπίτι. Επιστρέφω και εγώ και τους κάνω μια σκηνή γιατί δεν με περίμεναν. Είμαι απολύτως εν τω αδίκω: πού ήξεραν εκείνοι τι έκανα εγώ άμα εξαφανίσθηκα από μπροστά τους; Όμως τα νεύρα μου είναι τόσο τεντωμένα που παραλογίζομαι. Το «Gripsholm» έφευγε σε 3 μέρες και δεν υπήρχε άλλο πλοίο πριν από 6 μήνες.
     Τελικά μπαρκάρομε με κάτι χρυσές λίρες, που μας χάρισε ο θείος Κώστας Νέγρης, ραμμένες μέσα στα στριφώματα και τις βάτες των ρούχων μας.
     Το πλοίο είναι πελώριο. Οι καμαρώτοι είναι Νορβηγοί και πολύ συμπαθητικοί. Το πλήρωμα και οι αξιωματικοί Αμερικανοί πολύ δικτατορικοί και αντιπαθητικοί. Έχουν όμως κάποιο δίκαιο. Υπάρχουν πάνω από 1000 επιβάτες, οι περισσότεροι Εβραίοι, μάλλον πτωχοί, που φορούν ξεθωριασμένα ρούχα και έχουν τα στρογγυλά μαύρα καπέλα και τις δύο μπούκλες μαλλιών κατά μήκος των μαγούλων των, χαρακτηριστικά των πιστών τηρητών των παραδοσιακών εθίμων της θρησκείας των. Σε 24 ώρες τα σαλόνια και η βιβλιοθήκη έχουν μετατραπεί σε αχούρια, κουβαλούν τα δικά τους φαγητά, πετούν λαδωμένα χαρτιά και φλούδια χάμω και εν γένει οι χώροι είναι πια σχεδόν ακατοίκητοι.
     Την επομένη οι Αμερικανοί έχουν κλειδώσει τα πάντα. Πρέπει ή να μένωμε καθισμένοι στις κουκέτες μας, σε μία καμπίνα εσωτερική 2 μέτρα x 2, χωρίς παράθυρα, ή να πάμε στο κατάστρωμα, καταγής διότι δεν έχει καρέκλες και με ένα κρύο τσουχτερό καθώς είναι Φεβρουάριος.
     Η Μεσόγειος είναι γεμάτη νάρκες. Κάθε πρωί μας συγκεντρώνουν για γυμνάσια και μας δείχνουν σε ποιες από τις λέμβους θα επιβιβασθούμε σε περίπτωση ναυαγίου. Πολύ αισιόδοξη προοπτική! Παρατηρώ ότι οι βάρκες είναι λίγες και εμείς πολλοί και προτιμώ να μην σκεφθώ τι μπορεί να γίνει. Το μόνο ευχάριστο είναι το φαγητό. Η Αριέττα και ο Στέφανος τρώγουν επιτέλους σωστά. Ο σερβιτόρος μας είναι Νορβηγός και μας φροντίζει πολύ, ιδίως τα παιδιά. Είναι άλλωστε τα μόνα σε όλο το καράβι. Σε πέντε μέρες φθάνομε στην Μασσαλία.
     Το ταξίδι ώς την Γενεύη είναι μεγάλη ταλαιπωρία. Η Γαλλία είναι ακόμη σε χαώδη κατάσταση. Μένομε όρθιοι στα υπερπλήρη βαγόνια. Ο Στέφανος είναι τόσο κουρασμένος που αποκοιμιέται γονατισμένος στο πάτωμα, με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω σε μία κυρία που κατάφερε να βρει θέση να καθίσει. Στην μέση της νύκτας πρέπει να αλλάξωμε τραίνο, δρασκελίζοντας τις σιδηροδρομικές γραμμές. Ευτυχώς που μας είχαν προειδοποιήσει να πάρωμε μόνο μία μικρή βαλίτσα.
     Επιτέλους νά η Γενεύη! Η Ελβετία είναι μία όασις. Μας υποδέχονται με ανοικτές αγκάλες, όχι μόνον οι δικοί μας γνωστοί και φίλοι, αλλά και όλοι οι Ελβετοί. Δείχνουν θαυμασμό για τα κατορθώματα της Ελλάδας, μεγάλη συμπόνια για τα δεινά που υπέστη και δεν ξέρουν τι να πρωτοκάνουν για να μας περιποιηθούν. Ο ιατρός (μία εξαιρετική ιατρός) που επισκεπτόμεθα δεν δέχεται να πληρωθεί και φροντίζει να μας δοθούν επί πλέον δελτία (υπάρχουν ακόμη δελτία για ορισμένα τρόφιμα). Οι παλιές συμμαθήτριες του σχολείου μου μας στέλνουν δώρα και ο παπουτσής δεν μας παίρνει χρήματα για να σολιάσει τα παπούτσια μας. Άμα ακούν ότι είναι Ελληνόπουλα τα μαγαζάκια του χωριού που μένομε δίνουν σοκολάτες στα παιδιά.
     Όσο για την οικογένεια που μας φιλοξενεί θα της είμαι πάντα ευγνώμων για την θέρμη και την αγάπη με τις οποίες μας περιέθαλψε.
     Ο Στέφανος και η Αριέττα πηγαίνουν στο τοπικό σχολείο. Ο δάσκαλος και η δασκάλα είναι συμπαθέστατοι και τους ρωτούν διάφορα –ιδίως την Αριέττα– με μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν θα περάσουν όμως καλά με τους συμμαθητές των που τους ζηλεύουν, τους κατατρέχουν και τους πειράζουν πάρα πολύ. Βέβαια τότε –προ 50 ετών ήδη– τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Στα μικρά μέρη τα παιδιά δεν ήσαν συνηθισμένα σε ξένους, όπως σήμερα που όλα, σχεδόν παντού έγιναν κοσμοπολίτικα.
     Παρ’ όλο που είχα επίγνωση της αναμφισβήτητης ωφέλειας στην υγεία μας και όλων των ευκολιών που ξέρω ότι δεν θα βρούμε ακόμη στην Ελλάδα, ο χρόνος που πέρασε μου φάνηκε ατελείωτος.
     Τον Μάιο του 1947 η μεν μητέρα πηγαίνει στο Λονδίνον και τα παιδιά και εγώ επιστρέφομε, στην Αθήνα, να ξαναβρούμε με χαρά τον Κλεάνθη που μας περίμενε υπομονετικά, τον Πατέρα και τον Παύλο.
 
Και τώρα πώς να περαιώσω αυτήν την μακριάν αφήγηση;
     Να γράψω:
     «Και έζησαν όλοι καλά
     και εμείς καλύτερα.
     Τέλος του παραμυθιού»;
 
Μόνο που δεν ήταν παραμύθι…
 
 
Αθήνα, 10 Μαΐου 1997
Άλεξ Ζάννου

(Άλεξ Ζάννου, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. 1940-1944. Αναμνήσεις. Αδημοσίευτο)