Η ιστορία της Γαλήνης
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Οι κάτοικοι

Μόλις τελείωσε η Γαλήνη, αμέσως γέμισε. Και αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι καλεσμένοι, πηγαινοερχόταν συνεχώς. Δε θυμάμαι φορά που να μην κάθισαν τουλάχιστον δέκα άτομα στο τραπέζι της τραπεζαρίας, χωριστά τα παιδιά στο nursery και η υπηρεσία στην κουζίνα. Οπωσδήποτε, πάνω από χίλιοι άνθρωποι πέρασαν από τη Γαλήνη, είτε μέσα στο σπίτι να κατοικήσουν, είτε απλώς που ήλθαν στην ταράτσα, ευπρόσδεκτοι και μη. Επίσης συχνά η Ιουλία Δραγούμη δάνειζε τη Γαλήνη σε νιόπαντρα ζευγάρια, συγγενών και γνωστών, για τον μήνα του μέλιτος.
     Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μας επισκέφθηκε κι αυτός μια φορά και κάθισε στο μαρμάρινο κιονόκρανο στην ανατολική γωνιά της ταράτσας· από τότε το λέμε «η πέτρα του Βενιζέλου». Υπέγραψε και μία βεντάλια που καδρώθηκε και ήταν πάντα επάνω στη βιβλιοθήκη του σαλονιού. Την έκλεψαν κι αυτήν προσφάτως κάτι παλιόπαιδα τα οποία μπήκαν σπάζοντας την μπαλκονόπορτα της τραπεζαρίας κάποια βροχερή ημέρα του Ιανουαρίου.
     Τακτικοί καλεσμένοι στην εποχή του παππού μου ήταν η αδελφή του Ελένη Γεωργαντά, με τον άνδρα της και τα τρία παιδιά τους, Ιάνκο, Νινίκα και Αχιλλέα. Όλη αυτή η νεολαία, μαζί με τους φίλους τους από απέναντι, τους Τομπάζηδες, έκαναν ωραία παρέα. Μάλιστα σε μία Εστία του 1977, στο άρθρο «Προ 80ετίας», βρήκα την περιγραφή μιας παραστάσεως την οποία είχαν γράψει και παίξει όλοι αυτοί οι νέοι, για να βοηθήσουν οικονομικά τους Θεσσαλιώτες πρόσφυγες του άτυχου πολέμου μας με την Τουρκία το 1897. Από την παράσταση εκείνη, συγκέντρωσαν το αρκετά σεβαστό ποσόν, για την εποχή, των 160 δραχμών.
     Ο Γεώργιος Σεφέρης πέρασε λίγο καιρό στη Γαλήνη, το φθινόπωρο του ’46 και εκεί, στην ηρεμία, έγραψε το ποίημά του «Η Κίχλη» (η Κίχλη ήταν ένα μικρό βοηθητικό πλοίο του στόλου το οποίο άραζε συνήθως μπροστά στο σπίτι). Στον Β´ τόμο του βιβλίου του Δοκιμές παρατίθεται ένα γράμμα του προς τον Γιώργο Κατσίμπαλη, όπου λέει ο Σεφέρης: «...Εξ άλλου, η “Γαλήνη”, το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης: αυτής της πραμάτειας που πήρα τη συνήθεια να νομίζω πως δεν κατασκευάζεται πια. Είχε κι ένα μουσικό κασονάκι με πέντε-έξι σκοπούς της εποχής που οι παππούδες μας ήταν ώριμοι άντρες· άμα το άνοιγες τραγουδούσε, πεισματικά και στερεότυπα, τους καιρούς που σύμφωνα με τους δείχτες των κρίσεων, ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της Ευρώπης».
     Μέχρι σήμερα έξι γενεές κατοίκησαν και κατοικούν στη Γαλήνη.
     Η πρώτη είναι ο προπάππος μου Νικόλαος Πασπάτης και η προγιαγιά μου Αριέττα Πασπάτη (έμειναν όμως πολύ λίγο καιρό).
     Η δεύτερη: ο παππούς μου Δημήτρης Δραγούμης και η νόνα μου Ιουλία Δραγούμη προς χάριν της οποίας κτίστηκε η Γαλήνη. Στη συνέχεια με γάμους, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα και 4ου βαθμού εγγόνια, η οικογένεια μεγαλώνει.
     Η τρίτη γενεά: είναι τα τέσσερα παιδιά του Δημήτρη και της Ιουλίας Δραγούμη: η Λεία που παντρεύεται τον Άλεκ Ράλλη, η Έττα που παντρεύεται τον Γιάννο Γιαννικώστα, ο Ιάνκος (ο ζωγράφος), ανύπαντρος και ο Νέλλος που παντρεύεται την Αμαρυλλίδα Ζάννου.
     Και πάμε στην τέταρτη γενεά: η Nadine, κόρη του Άλεκ και της Λείας Ράλλη, τα 4 παιδιά του Γιάννου και της Έττας Γιαννικώστα: Νίκος, Άλεξ που παντρεύεται τον Κλεάνθη Ζάννο, Μελίτα και Παύλος, καθώς και τα παιδιά του Νέλλου και Αμαρυλλίδος Δραγούμη: Μάρκος και Ιάνκος.
     Η πέμπτη γενεά είναι τα παιδιά του Κλεάνθη και της Άλεξ Ζάννου: η Αριέττα που παντρεύεται τον Άγι Φλωρά και έπειτα τον Ηλία Μιχαηλίδη και ο Στέφανος που παντρεύεται την Έρα Παπαβασιλείου.
     Και φθάνουμε στη νεότερη γενεά, την έκτη: τα παιδιά της Αριέττας, Γρηγόρης Φλωράς, Αλεξάνδρα Φλωρά και Νίνα Μιχαηλίδη και οι κόρες του Στεφάνου και της Έρας: Τατιάνα και Χριστιάνα Ζάννου. Προσετέθη τελευταίως και η Χριστίνα Μελάνι, η γυναίκα του Γρηγόρη και ελπίζω όχι μόνο να πληθύνει ακόμη αυτή η γενεά, αλλά να δω και εβδόμη.
     Το 1912 η Ιουλία Δραγούμη άρχισε να γράφει τα βιβλία της. Από μικρή είχε ωραία πένα και οι εκθέσεις της, στο Λίβερπουλ που μεγάλωσε, είχαν εντυπωσιάσει τους δασκάλους της. Ως φαίνεται η ομορφιά και η (τότε!) ησυχία του Πόρου την ενέπνευσαν. Κάθε πρωί ανέβαινε στο βουνό, «στο καταφύγιο» όπως το έλεγε: μια τέντα διπλή για πιο δροσιά, ένα τραπέζι, μια πολυθρόνα και τη γραφομηχανή της. Το πρώτο «καταφύγιο» ήταν στο δυτικό μέρος του σπιτιού, εκεί που στήσαμε κάποτε τις σκηνές μας και το δεύτερο ψηλά, πάνω από τη μεγάλη στέρνα. Η θέα ήταν καταπληκτική, διότι τα πεύκα δεν είχαν μεγαλώσει τόσο όσο σήμερα. Στην αρχή έγραψε αγγλικά ένα μυθιστόρημα και διάφορες άλλες ιστορίες ποριώτικες και παιδικές που εκδόθηκαν στην Αμερική και είχαν πολύ καλή κριτική.
     Αργότερα, με την προτροπή της φίλης της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία πίστευε και δικαίως ότι δεν υπήρχαν ελληνικά παιδικά βιβλία στη δημοτική, μετέφρασε ελληνικά όσα είχε γράψει αγγλικά (O Μήτρος, Ποριώτικες ιστορίες, Τρία παιδιά) και έγραψε Στην Κοζάνη, που το αφιέρωσε στο Βενιζέλο, Στην ψυχή του άλλου, Ο βάτραχος που βαριέται, Να τα πούμε, Όλοι μαζί και Στο Νησί τους, που κατά κάποιο τρόπο περιγράφει τα καμώματα των δικών της παιδιών. Επίσης έγραψε διηγήματα στο περιοδικό Ελληνίδα.
     Η διαμάχη μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών εκείνη την εποχή ήταν τόσο μεγάλη, που αρκετοί γνωστοί της τής έκοψαν την καλημέρα! Ο Δημήτρης Δραγούμης φρόντιζε τις διορθώσεις του τυπογραφείου και ιδίως τις φωτογραφίες. Όσες είναι στα βιβλία καθώς και οι καλύτερες που έχουμε της Γαλήνης, τις έκανε εκείνος. Είχε μία μεγάλη μηχανή σε στρίποδα με γυάλινες πλάκες και όχι φιλμ και τις εμφάνιζε και τύπωνε μόνος του στο εργαστήριό του, που ήταν το ακραίο δυτικό δωμάτιο στα παραπήγματα.

(Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία της Γαλήνης. Αδημοσίευτο)