Η ιστορία της Γαλήνης
Ζάννου Άλεξ
Εκτύπωση
Η πυρκαϊά

Περνούσαν τα χρόνια χωρίς ειδικά γεγονότα, γερνούσε η Γαλήνη, γερνούσαμε και εμείς. Ώσπου στις 26 Ιουλίου 1989 συνέβη αυτό που πάντοτε φοβόταν ο παππούς μου, ο Δημήτρης Δραγούμης και φρόντιζε να κοπούν τα πεύκα που φύτρωναν πολύ κοντά στην ταράτσα.
     Ξέσπασε μεγάλη πυρκαϊά. Εκείνη την εποχή ήμουν στο Λονδίνο και έτσι γλύτωσα τον τρόμο, την μεγάλη αγωνία και τον κίνδυνο που έζησαν τα παιδιά μου και όσοι ήταν εκεί.
     Όπως λεν, η πυρκαϊά άρχισε περίπου πίσω από τον Καΐκα, στου Μέρλιν, όπου μία απρόσεκτη γυναίκα αναποδογύρισε την φουφού όπου μαγείρευε στην ύπαιθρο ντάλα μεσημέρι.
     Δεν συλλάβανε όμως κανένα.
     Καθώς εκείνη την μέρα είχε δυνατό αέρα, απλώθηκαν οι φλόγες παντού.
     Όλο το βουνό της Γαλήνης, ολόκληρη η πλαγιά μέχρι και του Λαμπράκη έγιναν εντός ολίγων λεπτών παρανάλωμα της φωτιάς.
     Η Αριέττα απασχολείτο μέσα στο σπίτι όταν άκουσε την Έρα να της φωνάζει: «Φωτιά».
     Όλοι βγήκαν έξω στον δρόμο. Κατέφθασε η πυροσβεστική αντλία της δασικής υπηρεσίας του Πόρου, που όμως ούτε λειτουργούσε καλά και ούτε ήξεραν να την χειρισθούν οι δήθεν αρμόδιοι, δεν εφάρμοζαν οι σωλήνες διότι τους εβίδωναν ανάποδα, κλπ. Μου είπαν ότι έτρεξαν πάρα πολλοί Ποριώτες για να βοηθήσουν όσο μπορούσαν, να κουβαλήσουν νερό, ήλθαν και αεροπλάνα από την Αθήνα.
     Αν σώθηκε όμως η Γαλήνη, το χρωστάει στον Στέφανο που με κίνδυνο της ζωής του οργάνωνε και συντόνιζε τις προσπάθειες γιαι την κατάσβεση της φωτιάς που είχε φθάσει στα βορεινά παντζούρια του σπιτιού και στην στέγη. Ανεβασμένος στα κεραμίδια, ο Στέφανος τα κατέβρεχε και η Αριέττα μού διηγήθηκε ότι από τον δρόμο που βρισκόταν, τρέμοντας από τον φόβο της μην εκραγούν τα πετρογκάζ, του φώναζε: «Κατέβα, κατέβα, παράτα τα». Μόνο και μόνο που τα σκέπτομαι παγώνω. Μέσα στην κακοτυχία η τύχη ξαφνικά βοήθησε· γύρισε ο άνεμος και η φωτιά πήρε άλλη κατεύθυνση αλλοιώς ζήτημα αν θα σταματούσε.
     Όλα αυτά μου τα τηλεφώνησαν στην Αγγλία και πιθανόν να μην τα έχω περιγράψει απολύτως σωστά. Το βουνό ήτο γεμάτο από πύρινες εστίες και τοποθέτησαν ναύτες να φυλάγουν όλη την νύκτα από τον φόβο της αναζωπυρώσεως. Το σπίτι γλύτωσε σχετικώς με λίγες ζημιές. Το βουνό όμως έγινε αγνώριστο. Υπολογίζω ότι κάηκαν πάνω από 200 πεύκα· ένα θέαμα αποκρουστικό. Να ορθώνονται καρβουνιασμένοι κορμοί, σαν μαύρα σκιάχτρα, μέσα από ένα παχύ στρώμα στάχτης.
     Ευτυχώς λίγα δένδρα, δεξιά και αριστερά από το σπίτι δεν κάηκαν και έτσι δεν παραμορφώθηκε η φάτσα της Γαλήνης και δεν αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως την καταστροφή.
     Ένα κόττερο με Ολλανδούς, αραγμένο όχι μακριά, πήρε και μας έδωσε φωτογραφίες της πυρκαϊάς.
     Φροντίσαμε να απομακρύνωμε όλα τα μαύρα και καμένα δένδρα και τώρα, μετά από δέκα χρόνια, το βουνό συνέρχεται. Όλοι οι θάμνοι ξαναβγήκαν, πολλά πεύκα φύτρωσαν, ξαναέχει άγρια λουλούδια (κυκλάμινα, ανεμώνες, νάρκισσους και λίγες φρέζιες), μόνο που η ρυμοτομία άλλαξε· δεν υπάρχουν πια τα δρομάκια με τα σκαλάκια, δυσκολευόμεθα να βρούμε πού είναι οι στέρνες και θα έπρεπε να διορθωθούν και αυτά μαζί με όλα τα άλλα που θα έπρεπε.
     Το γέρικο πεύκο που ήταν το μόνο που υπήρχε όταν αγοράσθηκε το κτήμα της Γαλήνης, πάει και αυτό. Ξεράθηκε και ο ωραίος μεγάλος ιβίσκος και η γλυσίνα δεν πάει πολύ καλά.

(Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία της Γαλήνης. Αδημοσίευτο)