Οι άγγελοι και η νεράιδα
Ποντίδας Ιωάννης Ευθ.
Εκτύπωση
Εις τον εξάδελφόν μου Γεώργιον Δ. Παππαδόπουλον Ιερολοχίτην του «Εθελοντικού λόχου της Νέας Υόρκης», πεσόντα εν Ηπείρω
 
 
Η μάχη ετελείωσε κι εγώ αποσταμένος
εκάθισα παράμερα πολύ συλλογισμένος.
Βλέπω κοπέλα να περνά με τα μαλλιά ριχμένα
στις πλάτες, και τα μάτια της να είναι βουρκωμένα.
Διαβαίνει και σιγά-σιγά πολύ με πλησιάζει·
θέλει σαν κάτι να μου πει· καθόλου δεν διστάζει:
– Τι έχεις δεκανέα μου; τι κάθεσαι σκυμμένος;
γιατί δακρύζεις, φίλε μου; γιατί βασανισμένος;
«Κόρη, δεν έχω βάσανο, αλλ’ έχω κάποια λύπη,
λύπη βαθιά μες στη καρδιά… Κάποιος λεβέντης λείπει!
Βλέπεις τον φλάμπουρα εκεί κάτω που κυματίζει,
Και το πουλάκι δίπλα του που όλο φτερουγίζει;
Εκεί προχθές εθάψαμε το πρώτο παλικάρι,
τον πρώτον μας εθελοντή, της δόξης μας κλωνάρι.
Εκείνα τ’ άνθη καταγής που βλέπεις σκορπισμένα
είναι από τα στέφανα που του είχαμε φκιασμένα.
Με ένα μεγάλο στέφανο που του έδωσεν η Πατρίς,
η δόξα τον στεφάνωσε σαν ήτο νικητής.
Ήλθεν από την Αμερική· ήλθε να πολεμήσει
για την γλυκιά Πατρίδα μας, το αίμα του να χύσει».
– Φίλε μου, μου απαντά, εγώ είμαι η Νεράιδα,
σε χαιρετώ, σ’ αφήνω γεια, πηγαίνω στα λαγκάδια.
Εκείνον όμως που θρηνείς που έπεσε κει κάτω
δεν πρέπει να τον λυπηθείς· ανέβη κει επάνω.
Οι άγγελοι τον πήρανε επάνω στα ουράνια
που πλέκουνε με τριαντάφυλλα αμάραντα στεφάνια.
Η Νίκη κι η Ελευθεριά τού γράφουνε τραγούδια
και τραγουδούν και ψάλλουνε τα όμορφα αγγελούδια.
Κι εγώ τραγούδι όμορφα θα ψάλλω στα λαγκάδια
την νύχτα και τες χαραυγές τ’ αστρόφεγγα τα βράδια.
 
                                                Ι.Ε.Π.
 
                                                Μοσχόπολις Κορυτσάς, 20 Μαρτίου 1913

(από το βιβλίο: Ιωάννης Ευθ. Ποντίδας ή Ποντίκας, Η δράσις της Πέμπτης Μεραρχίας εν Μακεδονία και Ηπείρω 1912-1913. Έμμετρος ποίησις, Αθήνα, Εκ του Τυπογραφείου «Το Κράτος», 1913)