[Ο πρώτος αιχμάλωτος που απελευθερώθηκε]
Ευριπίδης Κωσταντίνος
Εκτύπωση
Καθώς ήμασταν οι πλέον έμπειροι, η σειρά μας θα έπαιρνε το χαρτί απόλυσης στις 20 Ιουλίου, είχαμε τοποθετηθεί σε ένα φυλάκιο πρώτης γραμμής στον Πενταδάκτυλο. Με το που ξεκίνησε ο πόλεμος βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από Τούρκους. Πίσω μας ήταν οι Τούρκοι, στα βόρεια έκαναν την απόβαση, ενώ από την πλευρά της Κερύνειας ήταν το οχυρό τους στον Άγιο Ιλαρίωνα. Ξυπνήσαμε πεντέμισι το πρωί με ένα τουρκικό αεροπλάνο να πετάει πάνω από την μονάδα μας και να αφήνει ντεπόζιτα βενζίνης. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον –αεροπλάνα και ελικόπτερα πάνω από την Λευκωσία, μεταγωγικά και τανκς στην Κερύνεια– καταλάβαμε πόσο μάταιο ήταν να πολεμάμε με τα όπλα που είχαμε που ήταν του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να ρίχνουμε στον αέρα περισσότερο από αγανάκτηση παρά με την ελπίδα ότι θα πετύχουμε κάποιον στόχο. Αυτός ήταν και ο μεγάλος θυμός που είχαμε με τους συμπολεμιστές μας. Ήμασταν στο επίκεντρο της απόβασης, στην καρδιά του πολέμου και δεν είχαμε τον κατάλληλο οπλισμό να αμυνθούμε ή να προκαλέσουμε έστω μία μικρή ζημιά. Μέναμε εκεί σχεδόν αμέτοχοι, τρεις ημέρες να παρακολουθούμε την απόβαση, τους βομβαρδισμούς των φυλακίων μας και τους Τούρκους να προελαύνουν. Την έκτη ημέρα πήραμε διαταγή να αφήσουμε τις θέσεις μας –καθώς ήμασταν περικυκλωμένοι– και ξεκινήσαμε το βράδυ ανάμεσα από τις γραμμές των Τούρκων να περάσουμε σε εδάφη που δεν είχαν καταλάβει. Το καταφέραμε, αλλά συνεχώς ήμασταν στην πρώτη γραμμή, καθώς οι Τούρκοι αύξαναν τα εδάφη που είχαν καταλάβει, αν και είχε κηρυχθεί ανακωχή.
     Στις 14 Αυγούστου πήραμε εντολή να μεταφερθούμε στον Άγιο Βασίλη της Σκυλλαρούς. Μία ημέρα μετά, ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου οι μάχες είχαν γίνει ακόμη πιο έντονες. Εμείς ξεκομμένοι όπως ήμασταν, δεν είχαμε επαφή με το τι ακριβώς γινόταν στο υπόλοιπο νησί. Κάποια στιγμή βλέπουμε στρατιώτες ακροβολισμένους γύρω από το χωριό. Δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε διακριτικά και προσπαθούσαμε να ακούσουμε κάποια συνομιλία για να καταλάβουμε εάν ήταν δικοί μας ή Τούρκοι. Καθώς ο κλοιός γύρω μας έκλεινε σιγά σιγά και δεν είχαμε ακόμη αναγνωρίσει τους στρατιώτες που πλησίαζαν, πίσω μας ήταν σίγουρα Τούρκοι, πήραμε απόφαση να περάσουμε διαγώνια και να απεγκλωβιστούμε.
     Γίναμε όμως αντιληπτοί και οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να μας «γαζώνουν» από απόσταση διακοσίων μέτρων. Εμένα με πέτυχε μία σφαίρα στο πόδι κάτω από τον αστράγαλο. Έπεσα κάτω, είπα στους άλλους δύο συμπολεμιστές μου να φύγουν, ο ένας μάλιστα ήταν ξάδελφός μου, και ενώ οι σφαίρες συνέχισαν να πέφτουν, έβγαλα την φανέλα μου που ήταν άσπρη και την κουνούσα για να παραδοθώ. Με ό,τι δυνάμεις είχα, σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του. Δεν ξέρω τι σκέψεις είχα τότε, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν ότι εάν παρέμενα στο σημείο που είχα χτυπηθεί θα με είχαν εκτελέσει, καθώς δεν κρατούσαν τραυματίες. Με συνέλαβαν, με «περιποιήθηκαν» κατάλληλα, έπεσε πραγματικά πολύ ξύλο. Λίγη ώρα αργότερα και ενώ είχα χάσει αρκετό αίμα, με μετέφεραν σε ένα χωράφι όπου βρισκόταν ένα τανκ με πέντε Τούρκους και Τουρκοκύπριους στρατιώτες. Η ζέστη εκείνη την ημέρα ήταν πραγματικά αφόρητη, να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μέσα Αυγούστου στην καρδιά της Κύπρου, όπου τέτοιες εποχές το θερμόμετρο φτάνει τους σαράντα βαθμούς. Βρισκόμουν στα πρόθυρα λιποθυμίας, είχα χάσει το αίμα, ήμουν κάτω από τον ήλιο διψασμένος και χτυπημένος.
     Ένας Τουρκοκύπριος βγάζει το πιστόλι από [τη] θήκη του, μου το ακουμπάει στον κρόταφο και μου λέει στα ελληνικά «τώρα θα σε σκοτώσω γιατί εσείς οι Ελληνοκύπριοι σκοτώσατε την γυναίκα μου και τα παιδιά μου». Δεν είχα το κουράγιο ούτε την δύναμη να του πω οτιδήποτε. Περίμενα καρτερικά να πατήσει την σκανδάλη. Την στιγμή εκείνη που ετοιμαζόταν να με εκτελέσει, πέρασε από δίπλα μας με ένα τζιπ ένας Τούρκος δημοσιογράφος. Σταμάτησε, κάτι τους είπε σε έντονο τόνο και στην συνέχεια με πήρε στο τζιπ και με μετέφερε σε ένα πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο, μία τεράστια τέντα, που είχαν φτιάξει στο δρόμο Λευκωσίας-Κερύνειας. Εκεί, αφού προηγήθηκαν όλες οι επεμβάσεις στους δικούς τους στρατιώτες, παρέλαβαν και εμένα και μου αφαίρεσαν –χωρίς αναισθητικό– την σφαίρα από το πόδι. Πήγα να διαμαρτυρηθώ για τον πόνο και έρχεται από πάνω μου και με χτυπάει κάποιος για να μην κάνω φασαρία. Στην συνέχεια με μετέφεραν σε φυλακές στην Λευκωσία μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Ήμασταν 10 άτομα σε ένα μικρό κελί, ένα χώρο που με δυσκολία μας χωρούσε και τους 10 απλωμένους κάτω. Το φαγητό μας ήταν ψωμί και λίγες ελιές.
     Ύστερα από μία εβδομάδα μεταφερθήκαμε στην Τουρκία, στα Άδανα, σε στρατιωτικές φυλακές. Πάλι ξύλο εδώ και για καλή μου τύχη εμένα με μετέφεραν στο νοσοκομείο των φυλακών εξαιτίας του τραυματισμού μου στο πόδι. Εκεί ήμουν με άλλους δύο-τρεις Ελληνοκύπριους τραυματίες. Ένα πράγμα που κράτησε την σκέψη μου μακριά από μαύρες σκέψεις ήταν η αγωνία που είχα για το πόδι μου. Παράλληλα, μαζί με τους συγκρατούμενούς μου κάναμε ατελείωτες συζητήσεις για το μέλλον μας. Ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα, από κάποια στιγμή και μετά δεν ξέραμε τι ημέρα ήταν ή πόσες ημέρες βρισκόμασταν εκεί. Όλοι είχαμε όμως θετική σκέψη. Δεν αφήναμε να μας πάρει από κάτω, λέγαμε για το τι θα κάναμε όταν επιστρέφαμε. Ένας άλλος τραυματίας μού έλεγε με λεπτομέρειες για το εστιατόριο που θα άνοιγε στην Αμμόχωστο. Φυσικά τότε δεν ξέραμε για την τύχη της.
     Στην συνέχεια μας μετέφεραν σε μια άλλη πόλη, την Ατίαμα, η οποία βρίσκονταν πιο ανατολικά. Μία απόσταση 12 ωρών με το λεωφορείο. Εκεί ήταν που μάθαμε ότι γίνονται συνομιλίες για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Πράγματι, μετά από λίγες ημέρες μας επισκέφθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό και μας ενημέρωσαν για τις κινήσεις αυτές. Μας έβαλαν ξανά στα λεωφορεία και μας μετέφεραν ξανά στα Άδανα. Πλέον με συνοδεία του Ερυθρού Σταυρού οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες. Μας κουρέψαν, μας έδωσαν ρούχα, φαγητό και μας μετέφεραν σε ένα πλοίο για να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια μας μετά από έξι εβδομάδες αιχμαλωσίας.
     Μείναμε ένα βράδυ στην Λευκωσία και την επόμενη έγινε η ανταλλαγή. Εγώ είχα την χαρά να είμαι ο πρώτος αιχμάλωτος που απελευθερώθηκε καθώς λόγω του τραυματισμού μου ήμουν ο πρώτος που κατέβηκε από το λεωφορείο στις 21 Σεπτεμβρίου του 1974 στην Ξενοδοχειακή Σχολή Λευκωσίας.
     Είχα την χαρά να μεταφέρω μηνύματα από αρκετούς που ήταν μαζί μου αιχμάλωτοι στις φυλακές της Τουρκίας. Μάλιστα, μέρες μετά πήγαινα με τον πατέρα μου από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι, για να ενημερώσω για όσους ήξερα. Μιλάμε για πραγματική χαρά γιατί ένιωθα ότι έδινα ελπίδα και ανακούφιση σε όλους αυτούς που θεωρούσαν τους δικούς ακόμη και νεκρούς, όπως θεωρούσαν και εμένα όταν με άφησαν αιμόφυρτο μετά τον τραυματισμό μου οι συμπολεμιστές μου.
     Μαζί με την χαρά όμως είχα και την θλίψη, καθώς στην στιγμή της απελευθέρωσής μας πέρα από τους δικούς μας είχε συγκεντρωθεί και ένα πλήθος από μαυροφορεμένες γυναίκες με φωτογραφίες αγνοουμένων που γυρεύαν την παραμικρή πληροφορία. Ήταν μία από τις πιο δύσκολες στιγμές, καθώς κάποιος σου ζητούσε ελπίδα και δεν μπορούσες να του την δώσεις. Περνούσαμε από ένα διάδρομο που είχαν ανοίξει και ακούγαμε δεξιά και αριστερά «μήπως είδες το παιδί μου», «αυτός είναι ο άντρας μου, τον έχεις δει κάπου;». Μετά από 42 ημέρες αιχμαλωσίας η κόλαση συνεχιζόταν, ακόμη και μετά από την απελευθέρωση μας.
     Το μόνο που μας κράταγε ήταν ότι ήμασταν νέοι, δεν ξέρω πώς θα μας είχε επηρεάσει όλο αυτό αν ήμασταν μεγαλύτεροι σε ηλικία.

(από τον διαδικτυακό τόπο: news247, 20 Ιουλίου 2014)