Αγγλικός στρατός στο Μικρόβαλτο (Μάρτης 1941)
Παπαγεωργίου Γεώργιος Χρ.
Εκτύπωση
Το Μάρτη 1941 ήρθε αγγλικός στρατός στο χωριό μας, το Μικρόβαλτο, και εγκαταστάθηκε σε διασπορά στις τοποθεσίες Σταυρό - Μπατά - Βαμπακιές - Παλιάμπελα - Ζιδάνι - Μπαζανίκα και Κορφολόγγι στο Καλάμι.
     Έφτιαξαν οχυρά, δηλ. αμυντικά έργα με μέτωπο προς τον Αλιάκμονα. Οχύρωσαν, επίσης, τα Στενά της Πόρτας στο Προσήλιο, όπου υπήρχε ελληνικός στρατός με πολύ ισχυρή δύναμη, ακόμη και με αντιαεροπορικά πυροβόλα.
     Οι Άγγλοι είχαν βαρύ οπλισμό, κανόνια, όλμους, πολυβόλα και πολλά μηχανήματα, όπως μπουλντόζες, τανκς και αυτοκίνητα. Είχαν καταυλισμούς με σκηνές κι έκανε, θυμάμαι, πολύ κρύο. Ο στρατός κινούνταν με αυτοκίνητα, στην «Μπαζανίκα» είχαν αποθήκες καυσίμων και λιπαντικών (πετρέλαιο, βενζίνη, λάδια-γράσα κλπ.) σε μεγάλες ποσότητες μέσα σε μπετόνια και τενεκέδες, δεν είχαν  βυτία. Στο Ζιδάνι είχαν αποθήκες με τρόφιμα όπως κονσέρβες, γλυκά, μπισκότα και γενικά «καλοπερνούσαν», αντίθετα με τους δικούς μας φαντάρους, που έμειναν νηστικοί ακόμα κι από ψωμί στο αλβανικό μέτωπο.
     Οι Άγγλοι έδιωξαν όλα τα κοπάδια από τις τοποθεσίες που εγκαταστάθηκαν και απαγόρευσαν κάθε κίνηση. Έτσι, οι Τζιουτζαίοι και οι Τσιουτσιολιανάδες, στους οποίους εγώ ήμουν υπάλληλος-τσομπάνος, έφυγαν από το Ζιδάνι με τα γίδια και τα γελάδια τους, όπως και οι άλλοι κτηνοτρόφοι, και τα οδήγησαν στα «Ξεράδια» σε ξένα μαντριά. Μερικά ζώα χάθηκαν από την ξαφνική αυτή μετακίνηση, υπήρχαν δε και μικρά κατσικάκια.
     Θυμάμαι μια μέρα που έβοσκα τα γελάδια στα «Παλιούρια», φοβήθηκα πολύ γιατί έβλεπα τα γερμανικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τα Στενά της Πόρτας και στη «Μαύρη Ράχη», που είναι κοντά, έσκαγαν τα αντιαεροπορικά βλήματα. Οι Γερμανοί έριχναν και με κανόνια από την άλλη πλευρά του Αλιάκμονα. Ακόμη, έριξαν και πολλούς οπλισμένους αλεξιπτωτιστές με μοτοσικλέτες, οι περισσότεροι από τους οποίους σκοτώθηκαν στον αέρα. Σε τέσσερα σημεία έγιναν ομαδικά μνημεία με ονόματα και σταυρούς, περιφραγμένα κατά μήκος του δρόμου Στενά Πόρτας-Σέρβια, αργότερα δε πήραν τα οστά και καταργήθηκαν τα μνημεία αυτά.
     Οι Γερμανοί μπήκαν, όπως ξέρουμε, από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, κατέλαβαν αμέσως τη Θεσσαλονίκη και προέλασαν μέσω Κοζάνης προς τη Λάρισα. Οι δικοί μας και οι Άγγλοι υποχώρησαν γρήγορα από την Παλιουριά προς Καλαμπάκα και στη συνέχεια πολλοί μέσω θαλάσσης από την Πρέβεζα για την Αίγυπτο. Έτσι, έμειναν τα υλικά και τα εφόδια του αγγλικού στρατού στο χωριό μας, όλοι δε οι συγχωριανοί μας έτρεξαν άρον άρον στο Ζιδάνι, άδειασαν τις αποθήκες τροφίμων και τα πήραν στα σπίτια τους. Πρώτη φορά έβλεπαν κονσέρβες με διάφορα κρέατα, μπισκότα, ζάχαρη, γλυκά, μαρμελάδα, βούτυρο, κουτιά με γάλα καθώς και ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια που βρίσκονταν στις αποθήκες. Με τα τρόφιμα αυτά βολεύτηκαν για αρκετό καιρό.
     Έμειναν, όμως, υγρά καύσιμα, μπαρούτια, δυναμίτες και σφαίρες και έγιναν δυστυχώς και ατυχήματα. Μερικοί χρησιμοποίησαν βενζίνη σε καντήλια και πάθανε εγκαύματα, άλλοι τραυματίστηκαν  από μπαρούτια, μεγάλα σαν μακαρόνια, που ήταν σε σακούλες για οβίδες. Τραυματίστηκαν κάποιοι από βλήματα οβίδων μετά από χρόνια, αλλά και από σφαίρες. Δυστυχώς το 1949 σκοτώθηκαν τρία αγόρια από έκρηξη οβίδας που έριξαν σε φωτιά ξύλων. Τα βλήματα των οβίδων παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάποια φορά ήρθαν Ιταλοί, συγκέντρωσαν και εξουδετέρωσαν με έκρηξη πολλές οβίδες. Ενδέχεται όμως κάποιες να παραμένουν ακόμη και σήμερα θαμμένες μέσα στο χώμα.
     Εκείνες τις μέρες φοβηθήκαμε, φύγαμε από τα σπίτια μας και πήγαμε έξω από το χωριό σε καλύβες, όπου ταλαιπωρηθήκαμε γιατί έκανε αρκετό κρύο. Επιστρέψαμε μετά τη φυγή των Άγγλων. Επέστρεψαν και οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια και τα μεγάλα ζώα στα χειμαδιά τους στο Ζιδάνι. Εγώ βρήκα  στο δάσος ένα πολεμικό όπλο, κουβέρτες και ρούχα, τα πήγα στο μαντρί, αλλά κάποιος τα έκλεψε.
     Στο Ζιδάνι είχε πολύ πυκνό δάσος και αρκετούς λύκους. Είδα, θυμάμαι, μια φορά εννέα λύκους, ήμουν μικρός 13 χρονών και φοβήθηκα πολύ. Έχασα τέσσερα (4) γελάδια από τους λύκους, ο Τσιόκανος από το Λιβαδερό που ήταν κι αυτός στο Ζιδάνι έχασε έξη (6) και από το κοπάδι του μοναστηριού πέντε (5) γιδοπρόβατα καθώς και πολλά γουρούνια. Τις νύχτες μετά τα μεσάνυχτα προς τα χαράματα που έβγαζαν τα γίδια για να βοσκήσουν για περίπου δύο ώρες, με ξυπνούσαν και φύλαγα το κοπάδι, στο σκάρο όπως λέγονταν, μετά δε ξανακοιμόμουνα. Είχε τότε πολύ χιόνι και αναγκάστηκαν να οδηγήσουν τα ζώα στο χωριό, όπου τα τάιζαν άχυρο από βρίζα. Μια φορά τη μέρα τα πήγαινα στο λάκκο για να πιουν νερό. Ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας 1940-41.

(από το δημοσίευμα: «Αναμνήσεις από τον Πόλεμο (1940) και την Κατοχή» στον δικτυακό τόπο mikrovalto.gr, 31 Μαΐου 2013)