Δυσκολίες από την πείνα της Κατοχής (1941)
Παπαγεωργίου Γεώργιος Χρ.
Εκτύπωση
Την άνοιξη του 1941 υπήρχε μεγάλη πείνα στο χωριό μας. Η οικογένειά μας δεν πείνασε τόσο όσο άλλες οικογένειες, που αναγκάζονταν να μαζεύουν λάχανα από τα χωράφια, τα ανακάτευαν με γάλα και λίγο αλεύρι και έφτιαχναν κάποιο είδος λαχανόψωμου.
     Περισσότερο υπέφεραν οι ορεινές περιοχές της Δεσκάτης και της Καλαμπάκας. Καθημερινά έρχονταν κάτοικοι από τις περιοχές αυτές στο χωριό μας και σε άλλα γειτονικά χωριά και πουλούσαν τα ζώα τους για λίγο αλεύρι, ώστε να εξασφαλίσουν το ψωμί τους. Έτσι, έδιναν μεγάλα ζώα, βόδια, αγελάδες και μουλάρια για τριάντα (30) οκάδες αλεύρι, πρόβατα για πέντε (5) οκάδες, έπαιρναν το αλεύρι στην πλάτη και γύριζαν στο σπίτι τους. Πολλοί συγχωριανοί μας βρέθηκαν με ζώα από τη μαύρη αγορά, αν και τα περισσότερα χάθηκαν μέσα σε ένα χρόνο, ήταν φαίνεται μεγάλη αδικία. Πολλοί παρέμειναν υπάλληλοι-τσομπάνηδες μόνο για το ψωμί, χωρίς μισθό, ενώ μικρά παιδιά υιοθετήθηκαν σε οικογένειες που εξασφάλιζαν το ψωμί τους. Από το Λιβαδερό καθημερινά πήγαιναν στο Ρύμνιο, που είχε καλή παραγωγή σε σιτηρά και αντάλλαζαν τα ζώα τους, μικρά και μεγάλα με αλεύρι και άλλα τρόφιμα.
     Το κράτος είχε διαλυθεί, γίνονταν πολλές κλοπές σε ζώα στην περιοχή μας. Πολλοί χωριανοί μας έχαναν τα ζώα τους από κλέφτες από  τα Μεταξά, το Λιβαδερό και την Κρανιά. Χάθηκε ολόκληρη αγέλη, όλα σχεδόν τα γουρούνια του χωριού μας, χωρίς ποτέ να βρεθεί τι ακριβώς είχε συμβεί. Κάποιοι Λιβαδεριώτες πήραν από τις αυλές των Καβουριδαίων τα γαϊδούρια τους, αλλά ευτυχώς τους πήραν είδηση, τους κυνήγησαν, έπεσαν και μερικές τουφεκιές και τελικά άφησαν τα ζώα στο «Καλάμι». Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να αγοράσει σίδερα και να φτιάξει ειδική κλειδαριά για να ασφαλίζει το μουλάρι μας, ώστε να μην μπορεί να περπατήσει κανονικά σε περίπτωση που κάποιος κλέφτης κατάφερνε να το πάρει από τη θέση που το είχε δεμένο. Είχε όπλο και φύλαγε συχνά το μουλάρι μας. Χάθηκαν πολλά μουλάρια από το χωριό μας, οι κλέφτες τα πουλούσαν εύκολα. Αναγκάστηκαν να τα πάνε μέχρι τα Σέρβια, να τα μαρκάρουν με ειδικό σήμα-αριθμό στο νύχι τους και να πάρουν σχετικό πιστοποιητικό από αρμόδια επιτροπή.
     Στο χωριό μας λειτούργησε τότε για πρώτη φορά σταθμός χωροφυλακής. Οι χωροφύλακες ήρθαν στο Μικρόβαλτο από το σταθμό χωροφυλακής του Λιβαδερού. Τα έπιπλα για το σταθμό μεταφέρθηκαν με μουλάρια από το Λιβαδερό, είχα μάλιστα επιστρατευτεί κι εγώ για αυτή τη μεταφορά επίπλων.
      Οι ζωοκλοπές σταμάτησαν το 1942, γιατί οι αντάρτες που εν τω μεταξύ είχαν βγει στα βουνά, εκτελούσαν τους ζωοκλέφτες. Τότε, τον Ιανουάριο 1942, ήρθαν για πρώτη φορά αντάρτες στο χωριό μας, αφόπλισαν τους χωροφύλακες και έκαψαν το σταθμό χωροφυλακής με όλα τα χαρτιά που υπήρχαν στο οίκημα.

(από το δημοσίευμα: «Αναμνήσεις από τον Πόλεμο (1940) και την Κατοχή» στον δικτυακό τόπο mikrovalto.gr, 31 Μαΐου 2013)