Γερμανική κατοχή (1941-44) – Αντίσταση – Δυσκολίες επιβίωσης
Παπαγεωργίου Γεώργιος Χρ.
Εκτύπωση
Τον Απρίλη 1941, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Στην περιοχή μας πρωτοβγήκαν αντάρτες το 1942. Τότε έγιναν διάφορες πολιτικές οργανώσεις όπως: Ε.Α.Μ.(Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), Ε.Π.Ο.Ν.(Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), Ε.Λ.Α.Σ. (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), αλλά και αρκετές άλλες, όλες με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές.
     Στα χωριά ήταν έφεδροι οπλίτες, που φύλαγαν. Εργάζονταν στις δουλειές τους και όταν τους χρειάζονταν οι αντάρτες συμμετείχαν σε επιχειρήσεις. Οι έφεδροι του χωριού μας πολέμησαν όταν έκαψαν οι Γερμανοί τα Σέρβια, στο Φαρδύκαμπο στη Σιάτιστα, στο Σαραντάπορο, στη Βογγόπετρα αλλά και σε άλλα μέρη. Έστησαν μόνοι τους ενέδρα στο λάκκο της Κατερίνης στους Γερμανούς, που είχαν πάρει όμηρο τον Παπαδόπουλο Γεώργιο (Σκαριμποζιώγα), τους αφόπλισαν, ελευθέρωσαν τον όμηρο και τους άφησαν να συνεχίσουν την πεζοπορία για τα Σέρβια.
     Συμμετείχαμε και νέοι σε μικρότερες ηλικίες σε διάφορες αποστολές, όπως π.χ. να μεταφέρουμε αλληλογραφία στα γειτονικά χωριά και εκτελούσαμε υπηρεσία μια μέρα τη βδομάδα.
     Τα αρχηγεία των ανταρτών της περιοχής μας ήταν στα Πιέρια, στον Αμάρμπεη, στη Βερδικούσσα Τρικάλων και στο Μαυρέλι Γρεβενών. Στο Φρούριο ήταν αρχηγείο που τύπωνε και εφημερίδα για τον απελευθερωτικό αγώνα. Κάποτε που έριξαν οι Άγγλοι λίρες από αεροπλάνο, εκεί τις μοίρασαν δίνοντας μια λίρα σε κάθε οικογένεια. Η τοπική επιτροπή κάθε χωριού παρουσίαζε κατάσταση των οικογενειών και στη συνέχεια δίνονταν μια λίρα σε κάθε οικογένεια. Έτσι, πήρε και η οικογένειά μας μια λίρα, μάλιστα ο πατέρας μου ήταν και μέλος της επιτροπής αγώνα του Μικροβάλτου.
     Στο αρχηγείο του Φρουρίου παίρνονταν οι αποφάσεις και για τις εκτελέσεις ατόμων που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς. Εκτελέστηκαν άτομα από τα Σέρβια και το Βελβενδό, τα δε πτώματα ρίχνονταν στις γαλαρίες για χρωμίτη της περιοχής (γαλαρίες του Μπρόβα).
     Ο πατέρας μου ήταν μέλος τοπικών επιτροπών και έμπιστο στέλεχος. Τον καλούσαν και πήγαινε, πάντοτε σε πεζοπορία, στις περιφερειακές συγκεντρώσεις στο αρχηγείο στη Βερδικούσσα, στο Μαυρέλι και στην Ασπροκλησιά Τρικάλων. Στην Παμμακεδονική συγκέντρωση στη Σκουτέρνα Πιερίας τους μίλησε ένας Άγγλος συνταγματάρχης. Κάποτε συνόδευσε με το μουλάρι του μέχρι το Ρύμνιο δύο κατασκόπους μεταμφιεσμένους με στολή χωριάτη, που είχαν πέσει με αλεξίπτωτο στον Αμάρμπεη (Λιβαδερό). Μαζί τους είχαν ασύρματο και διάφορα άλλα εφόδια, όταν δε βγήκαν από το χωριό, μας ζήτησαν να μην πάνε από το συνηθισμένο μονοπάτι, αλλά από άλλο ανύποπτο δρόμο. Ο ένας ήταν Έλληνας κι ο άλλος Άγγλος, πήγαν τελικά στην Κοζάνη, όπου εγκαταστάθηκαν ως δήθεν ζωέμποροι στο κτίριο που είναι σήμερα η Εθνική Τράπεζα και επί δύο χρόνια μετέδιδαν πληροφορίες με τον ασύρματο. Τελικά τους ανακάλυψαν, ο ένας σκοτώθηκε στην προσπάθεια διαφυγής πηδώντας από το παράθυρο κι άλλος αυτοκτόνησε παίρνοντας  δηλητήριο.
     Οι Άγγλοι έριχναν τους κατασκόπους στην περιοχή του Αμάρμπεη, όπου τους περίμεναν οι αντάρτες. Θυμάμαι ένα βράδυ με φεγγάρι, που βοσκούσα τα πρόβατα στα «Ξεράδια» είδα ένα αεροπλάνο να πετά στα «Τζιαρνόκια»  χαμηλότερα από τον Αηλιά με κατεύθυνση προς τα Χάσια. Μου έκανε εντύπωση που γυάλιζαν τα φτερά του αεροπλάνου στο φως του φεγγαριού.
     Οι κατάσκοποι των Άγγλων δεν κατασκόπευαν μόνο τους Γερμανούς αλλά και τους ίδιους τους αντάρτες, όπως αποδείχτηκε αργότερα.
     Κάποτε οι αντάρτες κατάφεραν κι έκλεψαν ένα τζιπ από το φρουραρχείο των Σερβίων, το οδήγησαν προς το Μικρόβαλτο, αλλά επειδή δεν περνούσε από τη «Σκάλα», που ήταν ανατιναγμένη η πρόσβαση, σπρώχνοντας το οδήγησαν στη «Βασιλ’τ’λάκκα» και το κατέβασαν στο «Γεφύρι». Από εκεί ακολουθώντας το χωματόδρομο προς Ελάτη κατευθύνθηκε προς το Μαυρέλι, όπου ήταν το αρχηγείο των ανταρτών.
     Ο πατέρας μου συμμετείχε και σε πενταμελή λαϊκή επιτροπή που εκδίκαζε διάφορες υποθέσεις, όπως αγροζημίες, φιλονικίες, αδικίες και κλεψιές. Μερικές φορές συμβιβάζονταν οι αντίδικοι, άλλες δε επιβάλλονταν τιμωρίες. Μάλιστα κάποια φορά τιμώρησαν και εμένα, χωρίς να φταίω, με ποινή αγγαρείας για τρεις μέρες κοντά σε διμοιρία ανταρτών, δηλ. να  μεταφέρω νερό για τις ανάγκες τους. Δεν έφταιγα όμως, γιατί ενώ ήμουν υπάλληλος-τσομπάνος, δεν ήρθε κάποιος από τα αφεντικά να με αντικαταστήσει κι έτσι δεν πήγα στην υπηρεσία αλληλογραφίας των ανταρτών, που ήταν υποχρεωτική (μία φορά την εβδομάδα).
     Στα Σέρβια γίνονταν παζάρι, το επέτρεπαν οι Γερμανοί, μια φορά την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών πήγαιναν και ψώνιζαν τα χρειαζούμενα με ανταλλαγή (είδος με είδος), π.χ. ζώα μικρά και μεγάλα με στάρι, βρίζα, καλαμπόκι και διάφορα αντικείμενα (ρούχα, σκεπάσματα κλπ.). Πήγαιναν καμιά φορά και στη Δεσκάτη, όπου γίνονταν αγορά, μάλιστα ο πατέρας μου αγόρασε για μένα ένα ζευγάρι παπούτσια δίνοντας μια λίρα. Τα παπούτσια δεν ήταν καλά γιατί αχρηστεύτηκαν σε ένα μήνα. Τα χρήματα που κυκλοφορούσαν τότε, τα Ράλλικα είχαν μηδαμινή  αξία, δεν χωρούσαν στις τσέπες και μεταφέρονταν σε σακούλες.  Ο πατέρας μου έδωσε ένα τσουβάλι χρήματα και αγόρασε ένα βόδι.
     Ο κόσμος συντηρούνταν από τα προϊόντα της περιοχής, δεν υπήρχε λάδι ούτε και πετρέλαιο. Μαγείρευαν με δαδί από πεύκο και χοιρινό λίπος. Οι πιο συνηθισμένες τροφές ήταν πατάτες, φασόλια, φακές, μπιζέλια, τυρί, γάλα και λαχανικά. Το καλοκαίρι στα χωράφια τρώγαμε κάθε μέρα για μεσημεριανό σκορδαλιά, δηλ. σκόρδο κοπανισμένο με αλάτι, ξύδι και νερό, όπου ρίχναμε και ψωμί. Ακόμη, τρώγαμε τραχανά, πλιγούρι, σκόρδα, κρεμμύδια και πράσα. Επίσης, το καλοκαίρι αποξηραίναμε κορόμηλα, δαμάσκηνα, γκόρτσα και ντομάτες για το χειμώνα.
     Τα μαγειρικά σκεύη ήταν χάλκινα, που χρειάζονταν γάνωμα με καλάι κάθε χρόνο, πήλινα τσουκάλια για βράσιμο, ταβάδες, στάμνες για νερό και μικρά σαν πιάτα με γούβα. Χρησιμοποιούσαμε και σκεύη ξύλινα πελεκημένα σε σχήμα πιάτων καθώς και κουτάλια. Τα μεταλλικά σκεύη ήταν λίγα και σκούριαζαν εύκολα, χρειάζονταν δε συχνό καθαρισμό με άμμο και στάχτη. Συνήθως τρώγαμε δύο άτομα με το ίδιο κουτάλι. Τούτο συνηθίζονταν  σε γάμους και  μνημόσυνα που τρώγανε πολλά άτομα.
     Το πλύσιμο των ρούχων γίνονταν σε λάκκους έξω από το χωριό. Το χειμώνα με τις παγωνιές οι γυναίκες έσπαζαν τον πάγο για να βρουν νερό που φυσικά ήταν πολύ κρύο, με αποτέλεσμα να κρυώνουν και να κουράζονται πολύ. Το καλοκαίρι πήγαιναν πιο μακριά γιατί δεν υπήρχε νερό στους κοντινούς λάκκους. Το στέγνωμα των ρούχων απαιτούσε χρόνο για τούτο κάθονταν όλη τη μέρα εκεί και γύριζαν το βράδυ στο χωριό. Το χειμώνα, όμως, το στέγνωμα ήταν σχεδόν αδύνατο με αποτέλεσμα να κουράζονται και να ταλαιπωρούνται πολύ. Ακόμη, δεν είχαν σαπούνι στην ποσότητα που χρειάζονταν και χρησιμοποιούσαν ένα είδος πηλού που υπήρχε σε συγκεκριμένο σημείο στο ποτάμι.
     Τα ρούχα ήταν λίγα, φθείρονταν και τρυπούσαν εύκολα και αναγκαστικά τα φορούσαμε μπαλωμένα. Το μπάλωμα ήταν κι αυτό κουραστικό για τις γυναίκες. Επιπλέον υπήρχε κι η ψείρα που καταπολεμούνταν μόνο με ζεμάτισμα με καυτό νερό. Δεν υπήρχε τότε φάρμακο για την καταπολέμηση της ψείρας· τούτο πρωτοχρησιμοποιήθηκε μετά το 1950 στο χωριό μας. Τότε έγιναν ψεκασμοί και απολυμάνσεις από κρατικά συνεργεία, μετά κυκλοφορούσε και στην αγορά από όπου μπορούσε κανείς να το προμηθευθεί.
     Τα παπούτσια δεν ήταν αντοχής, τρυπούσαν γρήγορα, ίσως επειδή το έδαφος ήταν πετρώδες. Φορούσαμε και τσαρούχια, που τα φτιάχναμε μόνοι μας από χοιρινό δέρμα ή κι από γελαδινό, κι αυτά όμως τρυπούσαν γρήγορα.
     Η έλλειψη του νερού ήταν ένα από τα σοβαρότερα καθημερινά προβλήματά μας. Πολύ αργότερα, το 1957 φέραμε για πρώτη φορά νερό στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, σε μικρές όμως ποσότητες, ίσια ίσια για να πίνουμε και να μαγειρεύουμε. Τούτο έγινε σκάβοντας χαντάκι και τοποθετώντας σωλήνες από το «Λιβάδι» μέχρι το χωριό. Το 1964, με την ηλεκτροδότηση πλέον του χωριού, μπορέσαμε να αντλήσουμε νερό από σημείο χαμηλότερο του χωριού και να το οδηγήσουμε σε δεξαμενή στο ψηλότερο σημείο. Τότε έγιναν δίκτυα και έφθασε το νερό σε κάθε σπίτι, αν και δεν επαρκούσε για όλες τις χρήσεις. Μόνο το 1984, μετά από την εκτέλεση υδρογεώτρησης στα «Μπατζιλίκια» και την κατασκευή υδατόπυργου, λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της υδροδότησης του χωριού μας.

(από το δημοσίευμα: «Αναμνήσεις από τον Πόλεμο (1940) και την Κατοχή» στον δικτυακό τόπο mikrovalto.gr, 31 Μαΐου 2013)