Ο Εμφύλιος πόλεμος
Αδάμου Αδαμίδης Γιώργος
Εκτύπωση
Μετά από δύο τρία χρόνια ήρθε ο Εμφύλιος πόλεμος. Ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα και επικράτησε φριχτό μίσος. Αδερφός μισούσε αδερφό. Συνέβησαν πράγματα, τα οποία δε θέλω να αναφέρω και δεν θέλω να τα θυμάμαι, γιατί ανατριχιάζω. Πολύ δύσκολες περιστάσεις. Λόγω της κατάστασης, που επικρατούσε από όλη την περιφέρεια, όλους τους κατοίκους τους έφεραν στο Σοχό για ασφάλεια: Σταφανινά, Σκεπαστό, Ανοιξιά, Φιλαδέλφεια, Ξηροπόταμο κ.ά. Δύο και τρεις οικογένειες καθόμασταν σε ένα σπίτι. Κάθε οικογένεια σε ένα δωμάτιο. Στο δημοτικό σχολείο υπήρχαν τα αποσπάσματα της χωροφυλακής και στο βουνό οι αντάρτες, που τακτικά τα βράδια χτυπούσαν τα χωριά για να εφοδιαστούν με τρόφιμα, ζώα που χρειαζόταν και για να στρατολογήσουν νέα παλικάρια στις δυνάμεις τους. Τα βράδια μόλις βασίλευε ο ήλιος, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι έπρεπε να μαζευτούν στα σπίτια τους, γιατί όλο το χωριό οι χωροφύλακες το γέμιζαν με νάρκες, για να μη κυκλοφορεί κανείς. Ήταν παγιδευμένες χειροβομβίδες με ένα σύρμα και μόλις περνούσε κανείς και έπαιρνε με τα πόδια του το σύρμα η χειροβομβίδα εκραγόνταν. Το πρωί τις μάζευαν. Από αυτά τα ναρκοπέδια είχαμε και θύματα. Σκοτώθηκαν ο ταγματάρχης Νικολούδης Εμμανουήλ, ο Μπακαλιός στα Δυο τα Βρύσια κ.ά. Τα αποσπάσματα της χωροφυλακής κάναν αντίστοιχα επιχειρήσεις στα βουνά, για να τους διώξουν. Αυτό γινόταν συχνά. Είναι και άλλες πολλές κακές αναμνήσεις, στις οποίες δε θέλω να αναφερθώ.
     Καταγράφω μόνο μία προσωπική ανάμνηση που με σημάδεψε: Ήμουν 15 ετών, όταν επέταξαν οι χωροφύλακες τα άλογα για να πάνε στις επιχειρήσεις στο βουνό. Ο πατέρας μου για να μην πάει ο ίδιος και τον κρατήσουν στην επιχείρηση, έστειλε εμένα ως συνοδό του αλόγου μας με την ελπίδα ότι θα κρατήσουν το άλογο και θα με αφήσουν να γυρίσω πίσω. Δυστυχώς όμως με κράτησαν και πήγαμε 2 μέρες επιχειρήσεις προς τις περιοχές Σεβάστεια, Φλαμούρι και Άκτασι. Έγιναν μάχες, υπήρξαν θύματα και εγώ έφηβος 15χρονος ήμουν υποχρεωμένος να κρατάω το άλογο με τα πυρομαχικά, για να μη φύγει και οι μάχες μαίνονταν, ώσπου ήρθαν τα αεροπλάνα και υποχώρησαν οι αντάρτες. Αείμνηστος μένει στη μνήμη μου ο μπάρμπα Άγγελος Χαρίσκος, που ήταν ηλικιωμένος, με ξάπλωσε σε μια πλαγιά και μου έλεγε: «Μη φοβάσαι, Τζότζο, θα φύγουν, θα φύγουν!» και, όταν τελείωσαν οι επιχειρήσεις, με γύρισε στο σπίτι και με παρέδωσε στο πατέρα μου λέγοντας: «Αδάμο, το παιδί σου το γλίτωσα από του Χάρου τα δόντια!». Αναφέρω επίσης τον υπενωμοτάρχη καπετάν Ντάγκα, που μου έδωσε δυο τρεις φορές νερό από το παγούρι του, γιατί είχαν κολλήσει τα χείλια μου. Οι παλιοί Σοχινοί τον θυμούνται.
     Ως το 1950 επαναπατριστήκανε όσοι είχαν έρθει στο Σοχό στα χωριά τους και άρχισε πάλι ο τόπος να βρίσκει το ρυθμό του.
     Αυτά τα λέω για τους νεότερους να ξέρουν ότι η γενιά μας και οι μεγαλύτεροι από μένα περάσαν δύσκολα. Οι νέοι να έχουν πάντα το κουράγιο, γιατί όλες οι δυσκολίες περνούνε με υπομονή και αγώνα στη ζωή. Δίνω ως συμβουλή να είναι πάντα αισιόδοξοι και να ελπίζουν, να ονειρεύονται για το καλύτερο στη ζωή τους. Οι παλιοί τα ξέρουν.

(από το ιστολόγιο: Σόχαλης. Έθιμα και αναμνήσεις από τον Σοχό, sohalis.wordpress.com, 11 Δεκεμβρίου 2011)