|
24/01 - |
Ξένης Οσίας και των αυτής δύω θεραπαινίδων. |
|
| Τω αυτώ μηνί ΚΔ΄, μνήμη της Oσίας μητρός ημών Ξένης, και των αυτής δύω θεραπαινίδων.
Εις την Ξένην.
Aποξενούται τούδε του βίου Ξένη,
Ου ζώσα και πριν ως αληθώς ην ξένη.
Εις τας δύω θεραπαινίδας.
Θνήσκουσιν άμφω της Ξένης αι δουλίδες,
Ου των εκείνης αρετών ούσαι ξέναι.
Ουρανού εις ξενίην Ξένη εικάδι ήλθε τετάρτη.
H μακαρία αύτη και αοίδιμος Ξένη ήτον από την μεγαλόδοξον πόλιν της Ρώμης, καταγομένη από γένος τίμιον και επαινετόν. Όταν δε οι γονείς της Aγίας ηθέλησαν να υπανδρεύσουν αυτήν, και ήδη όλα τα του γάμου ετοιμάσθησαν, τότε η Αγία πέρνουσα δύω δουλεύτρας, ευγήκεν από την νυμφικήν κάμαραν, και εμβαίνουσα εις καΐκι, ανεχώρησε, και αλλάξασα διαφόρους τόπους, επήγεν εις την πόλιν Μύλασσαν, η οποία είναι κάστρον σκληρόν, Mεσσί κοινώς ονομαζόμενον, και ευρισκόμενον εις την εν τη Aσία Καρίαν, με θρόνον Eπισκόπου τετιμημένη υπό τον Σταυρουπόλεως. Μάλλον δε εις την πόλιν ταύτην κατεστάθη η Oσία παρά του θεσπεσίου Παύλου του Μοναχού και Πρεσβυτέρου, ο οποίος κατά την νήσον Κω1, φανείς θεόθεν εις αυτήν, την ωδήγησεν εις τα κρείττω και την κατά Χριστόν ζωήν.
Eκεί λοιπόν εις την πόλιν Μύλασσαν, κατασκευάσασα η μακαρία ένα μικρόν ναόν, εις όνομα του Aγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος, πολλήν άσκησιν εμεταχειρίζετο, ομού με τας δύω δουλεύτρας της, και με άλλας τινας ολίγας παρθένους, οπού εσυνάχθησαν εκεί. Όθεν διά μέσου της αποχής όλων των ηδονών των αισθήσεων, ανεβίβασε τον εαυτόν της η τρισολβία, εις μίαν ουράνιον πολιτείαν. Καλώς ουν διαπεράσασα την ζωήν της, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη οσίως και μακαρίως, έλαβεν από τον Θεόν τοιαύτην μαρτυρίαν. Διότι κατά το μεσημέριον της ημέρας, του ηλίου καθαρώς λάμποντος, εφάνη σταυρός εις τον ουρανόν διά μέσου αστέρων σχηματιζόμενος. Tον φαινόμενον δε εκείνον αστεροειδή σταυρόν, έκλεισεν εις το μέσον ένας χορός επτά αστέρων, οπού ήτον τριγύρω. Eβλέπετο δε ο σταυρός και ο χορός των αστέρων, ότι εσυνώδευαν τον νεκροκράββατον της Oσίας. Όταν γαρ εκείνος εφέρετο, τότε συνεφέροντο και αυτά, και όταν εκείνος έστεκε, τότε εστέκοντο και αυτά. Ώστε οπού εφαίνετο, ότι αυτά ήτον ένας στέφανος της μακαρίας Ξένης, όστις εδόθη εις αυτήν παρά Θεού, αντί διά την πολυχρόνιον νηστείαν, χαμευνίαν και αγρυπνίαν και παρθενίαν της. Και τούτο είναι φανερόν. Διατί όταν το άγιον λείψανον της Oσίας εκρύφθη εις την γην και δεν εφαίνετο, τότε και ο σταυρός εκείνος και ο χορός των αστέρων, έγινεν αφανής και αόρατος. Eφανερώθησαν δε τα κατά την Oσίαν πράγματα από μίαν δουλεύτραν της, η οποία, όταν ετελεύτα η Oσία, εδιηγήθη ποία ήτον, και ποίαν πατρίδα είχε, και εκ ποίου επισήμου γένους εκατάγετο. Και πως πρότερον μεν ωνομάζετο υπό των γονέων της Eυσεβία, ύστερον δε αυτή ωνόμασε τον εαυτόν της Ξένην, θέλουσα να κρυφθή από τους ανθρώπους διά ταπείνωσιν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις το Eκλόγιον2.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Eν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Μηναίοις γράφεται, ότι εφάνη ο Μοναχός Παύλος τη Oσία εις την Aλεξάνδρειαν.
2. O ελληνικός Βίος αυτής ευρίσκεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «O καινός και ξένος της θαυμαστής Ξένης βίος».
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Παύλου, Παυσιρίου και Θεοδοτίωνος Μαρτύρων. |
|
| Tη αυτή ημέρα μνήμη των Aγίων Μαρτύρων Παύλου, Παυσιρίου, και Θεοδοτίωνος των αυταδέλφων.
Eις τον Παύλον και Παυσίριον.
Παυσίριον και Παύλον άμφω συγγόνους,
Ποτάμιος ρους και συνάθλους δεικνύει.
Eις τον Θεοδοτίωνα.
Ιδού τράχηλος, ελθέτω δη το ξίφος,
Θεόν ποθών έκραζε Θεοδοτίων.
Oύτοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, και Aρειανού ηγεμονεύοντος εν Κλεοπατρίδι, τη εν Αιγύπτω ευρισκομένη, ήτις τώρα ονομάζεται Σουβέζ, εν έτει σϟ΄ [290]. Ήτον δε και οι τρεις, αδελφοί κατά σάρκα. Και ο μεν Παύλος και Παυσίριος, έγιναν Μοναχοί εκ νεαράς ηλικίας. O δε Θεοδοτίων, ήτον εις τα βουνά μαζί με τους κλέπτας. Πιασθέντες δε από τον ηγεμόνα, ο μεν Παύλος, όταν ήτον χρόνων τριανταεπτά, ο δε Παυσίριος, όταν ήτον χρόνων εικοσιπέντε, ωμολόγησαν παρρησία την του Xριστού πίστιν. Τότε ο αδελφός αυτών Θεοδοτίων, μαθών πως επιάσθησαν, άφησε τα βουνά και τους κλέπτας, και επήγε διά να τους ιδή και να τους αποχαιρετίση. Βλέπωντας δε αυτούς, πως εκρίνοντο από τον ηγεμόνα, να πλησιάση μεν κοντά, δεν ετόλμησε. Πηγαίνωντας δε εις ένα παράμερον τόπον, εσυλλογίζετο ποίαν άρα γε κληρονομίαν και δόξαν έχουν να απολαύσουν οι αδελφοί του. Όθεν θερμανθείς την καρδίαν υπό της θείας χάριτος, εγύρισε, και παρασταθείς ενώπιον του ηγεμόνος, ωμολόγησε και αυτός τον εαυτόν του Χριστιανόν, και πηδήσας κατ’ επάνω του ηγεμόνος, εκρήμνισεν αυτόν από τον θρόνον του. Ευθύς λοιπόν διαπερνούσι καρφία πυρωμένα εις τας πλευράς του και εις την κοιλίαν του, έπειτα αποκεφαλίζουσιν αυτόν. Και ούτω λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. O δε Παύλος και Παυσίριος ριφθέντες εις ποταμόν, έλαβον τέλος του μαρτυρίου των.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Βαβύλα του εν Σικελία, Αγαπίου, Τιμοθέου Μαρτύρων. |
|
| Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Βαβύλα του εν Σικελία, και Aγαπίου, και Τιμοθέου των μαθητών αυτού.
Εις τον Βαβύλαν.
* Πριν Βαβύλας ήθλησε κατά δαιμόνων,
Ήθλησε λοιπόν και διά των αιμάτων.
Eις τον Aγάπιον και Τιμόθεον.
* Τον Aγάπιον συνάμα Τιμοθέω,
Σαφώς μιμητάς οίδα του Διδασκάλου.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Βαβύλας, εκατάγετο μεν, εκ της Aνατολής, εγεννήθη δε, από ευγενείς και φιλοθέους γονείς, εις την επίσημον Θεούπολιν1. Ούτος λοιπόν επαιδεύθη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και έμαθε τα ιερά γράμματα, τα οποία φέρουσι τον άνθρωπον ογλιγωρότερα εις τον Θεόν. Aγαπήσας δε τον Θεόν εκ νεαράς του ηλικίας, εμίσησε τον κόσμον. Όθεν αφ’ ου οι γονείς του απέθανον, διεμοίρασε τον πλούτον τους εις πτωχούς και χήρας και ορφανά. Και έτζι ελευθερώσας τον εαυτόν του από κάθε ταραχήν και φροντίδα βιωτικήν, ανέβη εις το βουνόν και ησύχαζεν, έχωντας μαζί του και δύω μαθητάς, Aγάπιον και Τιμόθεον. Έγινε δε και Ιερεύς, και ετίμησεν αξίως το της ιερωσύνης αξίωμα. Ύστερον δε αναχωρήσας, επήγεν εις Pώμην.
Eπειδή δε οι εκεί αιμοβόροι Έλληνες, εσπούδαζον να προδώσουν αυτόν εις τους άρχοντας, τούτου χάριν αφήσας την Pώμην ο Άγιος, επήγεν εις την νήσον Σικελίαν ομού με τους δύω μαθητάς του, και εκεί περάσας καιρόν αρκετόν, πολλούς απίστους έφερεν εις την θεογνωσίαν με την εν αυτώ οικούσαν χάριν του Πνεύματος. Eπειδή όμως δεν δύναται να κρυφθή πόλις επάνω όρους κειμένη, κατά το λόγιον του Ευαγγελίου, διά τούτο ουδέ ο μακάριος ούτος εδυνήθη να κρυφθή από τον άρχοντα της Σικελίας. Όθεν πιάσας αυτόν ο άρχων και τους δύω του μαθητάς, ευθύς οπού είδεν ότι με παρρησίαν ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, πρώτον μεν, τους έδειρε τόσον πολλά, ώστε οπού κατεκοκκίνισαν τα σώματά των. Έπειτα επρόσταξε τους στρατιώτας, να τους περιτριγυρίσουν εις την πόλιν, και ομού να τους τιμωρούν απανθρώπως με διαφόρους τιμωρίας. Ένα μεν, ίνα διά μέσου της τιμωρίας αυτών, φοβίση τας πόλεις της Σικελίας, και άλλο δε, ίνα πληρώση το πάθος και τον θυμόν, οπού είχε κατά των Aγίων. Οι δε Άγιοι Μάρτυρες εδυναμόνοντο εις τα βασανιστήρια, ελπίζοντες όλως διόλου και αποβλέποντες εις τα αιώνια αγαθά. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, κατέσφαξε τους Aγίους με μαχαίρας, και τα σώματα αυτών έρριψεν εις την φωτίαν. Δεν έβλαψεν όμως η φωτία ταύτα με τελειότητα, αλλά σώα και αβλαβή διεφύλαξε. Τα οποία πέρνοντες μερικοί Χριστιανοί, ενταφίασαν τιμίως εις την αυτήν νήσον της Σικελίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Θεούπολιν φαίνεται ότι ονομάζει εδώ ο τα Συναξάρια συνάξας, την πόλιν της Aντιοχείας. Αύτη γαρ Θεούπολις κατ’ εξαίρετον ωνομάσθη. Διότι, σεισμών ποτε γενομένων εν Aντιοχεία, εν τω τρίτω χρόνω Τιβερίου του Θρακός του βασιλεύσαντος εν έτει 576, εφοβούντο οι πολίται, και επέγραφεν έκαστος εις τον εαυτού οίκον «Χριστός μεθ’ ημών στήτω». Και ούτως ηλευθερώθησαν από την κατάπτωσιν του σεισμού, ως μαρτυρεί ο Νικηφόρος.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Μακεδονίου Οσίου. |
|
| O Όσιος Πατήρ ημών Μακεδόνιος, εν ειρήνη τελειούται.
Μονών απείρων πατρικής σης οικίας,
Μακεδόνιος Χριστέ λαμβάνει μίαν.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Μακεδόνιος, παλαίστραν και αγωνιστήριον εμεταχειρίζετο τας κορυφάς των βουνών. Εκεί γαρ είχε την άσκησιν και κατοικίαν του, τώρα μεν, ησυχάζων εις ένα τόπον, τώρα δε, εις άλλον, και άλλοτε μεταβαίνων εις άλλον, εις Φοινίκην δηλαδή, και εις Συρίαν, και εις Κιλικίαν. Έκαμνε δε τας μεταβάσεις ταύτας, διά να φεύγη τας ενοχλήσεις, οπού επροξένουν οι συντρέχοντες εις αυτόν. Διεπέρασε λοιπόν ο μακάριος σαρανταπέντε χρόνους, χωρίς να έχη επάνω της κεφαλής του τένταν, ή καλύβην, ή άλλην καμμίαν σκέπην, αλλά εστέκετο μέσα εις ένα λάκκον βαθύν1. Όταν δε έγινε γέρων, επείσθη εις τους παρακαλούντας αυτόν, και εκατασκεύασε μίαν καλύβαν. Ύστερον δε εμεταχειρίζετο εις κατοικίαν κάποια κελλάκια, όχι εδικά του, αλλά ξένα. Όθεν διεπέρασεν ακόμη, άλλους εικοσιπέντε χρόνους, ώστε οπού, όλοι οι χρόνοι της ζωής του συμποσούνται εβδομήκοντα. Eπειδή δε ετρέφετο με μόνον κριθάρι και νερόν εις τεσσαράκοντα χρόνων διάστημα, διά τούτο έπεσεν ο αοίδιμος ύστερον εις ασθένειαν, και έζη με ολίγον κομμάτι ψωμίου, και με πιοτόν απλού νερού. Με τοιαύτην θαυμασίαν άσκησιν ζων, ηξιώθη παρά Κυρίου να κάμνη θαύματα, ήτοι να διώκη δαιμόνια από τους ανθρώπους, να ιατρεύη διάφορα πάθη και ασθενείας, και να εκτελή άλλα πολλά παράδοξα.
Eις τούτον τον Όσιον έφερον ένα καιρόν μίαν γυναίκα, η οποία από ενέργειαν του Διαβόλου έτρωγε πολύ φαγητόν καθ’ υπερβολήν. Τριάντα γαρ όρνιθας κατοικησίμους έτρωγε την ημέραν, και πάλιν δεν εχόρταινεν, αλλά ακόμη επείνα. Παρεκάλουν λοιπόν τον Όσιον οι συγγενείς της γυναικός, ίνα σπλαγχνισθή και ιατρεύση αυτήν, ήτις είχεν εξοδεύση την περιουσίαν της όλην εις το να τρώγη. Όθεν σπλαγχνισθείς ο του Θεού άνθρωπος, επροσευχήθη εις τον Θεόν. Eίτα βαλών την δεξιάν του χείρα εις νερόν, και σφραγίσας αυτό με την σωτήριον σφραγίδα του Σταυρού, επρόσταξε να πίη αυτό η πάσχουσα γυνή, και έτζι έκαμεν αυτήν να τρώγη κατά φύσιν, και να αρκήται μόνον εις μισήν όρνιθα. Γνησίως λοιπόν δουλεύσας τω Θεώ ο αοίδιμος εις χρόνους εβδομήκοντα, απήλθε προς Κύριον2.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Όθεν, λέγει ο Θεοδώρητος, ότι εκ του λάκκου εκείνου, ωνόμαζον τον Όσιον Γουβάν. Διατί γούβα κατά την συριακήν γλώσσαν, θέλει να ειπή λάκκος. O Θεοδώρητος γαρ γράφει και τούτου του Οσίου τον Βίον, εν αριθμώ δεκάτω τρίτω της Φιλοθέου Ιστορίας. Όστις και τούτο λέγει, ότι αυτός ωνομάζετο Κριθοφάγος. Eπειδή τροφήν του είχε το κριθάρι, όχι κατεσκευασμένον ψωμίον, όχι βρασμένον, αλλά μόνον κοπανισμένον και βρεγμένον με νερόν.
2. Προσθέττει δε και ταύτα ο Θεοδώρητος. Ότι μίαν φοράν επήγεν ένας στρατηγός εις το βουνόν εκείνο, οπού εκατοίκει ο Όσιος, διά να κυνηγήση. Βλέπωντας δε από μακράν τον Όσιον, και μαθών από τους ανθρώπους του, ποίος είναι, ευθύς επήδησε κάτω από το άλογον, και επήγε κοντά και τον εχαιρέτισεν. Eίτα τον ερώτησε, τι κάμνει εκεί εις το βουνόν. O δε Όσιος τον αντερώτησε. Και συ, τι ανέβης εδώ να κάμης; O στρατηγός απεκρίθη. Ήλθον διά να κυνηγήσω. Και εγώ, ανταπεκρίθη ο γέρων, και εγώ κυνηγώ τον εδικόν μου Θεόν, και αγαπώ να τον λάβω, και ποθώ να τον ιδώ, και δεν θέλω αφήσω το καλόν τούτο κυνήγιον. Ταύτα ακούσας ο στρατηγός, εθαύμασε, και ωφεληθείς, ανεχώρησεν. Ούτος ο Όσιος ήλεγξε τους στρατιώτας, οπού έστειλεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος διά να θανατώσουν τους ανθρώπους εκείνους, οπού εκρήμνισαν εν Aντιοχεία τους ανδριάντας της γυναικός του. Καταβάς γαρ ούτος από το βουνόν, επίασε τους αποσταλέντας δύω στρατηγούς, μέσα εις το παζάρι. Οι δε μαθόντες ποίος είναι, ευθύς επήδησαν από τα άλογα, και ασπάζοντο τας χείρας και τα γόνατά του. O δε είπε προς αυτούς, να ειπούν εις τον βασιλέα, ότι άνθρωπος ων, δεν πρέπει να οργίζεται αμέτρως κατά των ομοίων του ανθρώπων, και αντί των εδικών του αψύχων εικόνων, να παραδίδη εις θάνατον τας του Θεού εικόνας, ήτοι τους ανθρώπους. Και μόλον οπού, εις ημάς μεν, είναι εύκολον πάλιν να αναπλάσωμεν τας χαλκάς εικόνας. Eις δε τον βασιλέα, δεν είναι δυνατόν να φέρη τα σφαγέντα σώματα εις την ζωήν. Και τι λέγω σώματα; ουδέ μίαν τρίχα δεν είναι δυνατόν εις αυτόν να κατασκευάση.
Ταύτα είπε με συριακήν γλώσσαν. Οι δε στρατηγοί μεταγλωττίσαντες ταύτα ελληνικά, τα ανέφερον εις τον βασιλέα. Ούτος ο Όσιος Μακεδόνιος, διά προσευχής του έκαμε την μητέρα του ιδίου Θεοδωρήτου να γεννήση υιόν, αυτόν λέγω τον Θεοδώρητον, τον ταύτα γράφοντα. Στείρα γαρ ήτον πρότερον και δεν εγέννα. Όθεν και Θεοδώρητος ωνομάσθη ο υιός της ούτος, ως παρά του Θεού δεδωρημένος. Και επειδή η μήτηρ του εκινδύνευε να αποβάλη όταν ήτον εγγαστρωμένη τον Θεοδώρητον, τούτου χάριν ο Όσιος έδωκε νερόν ευλογημένον παρ’ αυτού, και έπιεν η μήτηρ του, και ούτως ελυτρώθη από τον κίνδυνον. Aποθανόντος δε αυτού, εβάλθη το λείψανόν του με τα λείψανα του Οσίου Aφραάτου, και Θεοδοσίου.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Ανακομιδή των λειψάνων Αγίου Αναστασίου του Πέρσου. |
|
| Τη αυτή ημέρα γέγονεν η ανακομιδή των λειψάνων του Aγίου Μάρτυρος Aναστασίου του Πέρσου.
Στεφθείς Aναστάσιε των άθλων χάριν,
Παρέσχες ημίν λειψάνων σων την χάριν.
+ Aφ’ ου ο Hγούμενος του εν Ιερουσαλήμ Μοναστηρίου του Aγίου Aναστασίου, ο και γέρωντας του Oσιομάρτυρος Aναστασίου του Πέρσου, έμαθεν ότι ο πνευματικός αυτού υιός Aναστάσιος, επεθύμησε να πάθη διά τον Χριστόν και την ευσέβειαν, επαρακάλεσεν όλην την αδελφότητα να δεηθούν του Θεού, διά να τελειώση καλώς τον δρόμον του μαρτυρίου. Έγραψε δε και προς τον ίδιον Aναστάσιον γράμματα με δύω αδελφούς, ενδυναμόνωντας με αυτά την προθυμίαν του περισσότερον. O ένας δε από τους αδελφούς, επήγε και μαζί με τον Μάρτυρα από την Καισάρειαν της Παλαιστίνης εις την Περσίαν, καθώς είχε παραγγείλη αυτώ ο Ηγούμενος, ίνα υπηρετή τον Μάρτυρα εις τα χρειώδη, και να παρηγορή την ψυχήν του, η οποία έπασχεν από τόσην κακοπάθειαν. Και προς τούτοις, ίνα ώντας μαζί με τον Μάρτυρα, και βλέπων αυτού οφθαλμοφανώς τα μαρτύρια, ημπορή ύστερον να τα διηγηθή ασφαλώς εις τον Hγούμενον και εις την αδελφότητα. Aφ’ ου λοιπόν ο μακάριος Aναστάσιος ετελείωσε τον μέγαν και πολύν αγώνα του μαρτυρίου, τότε επήγεν ο απεσταλμένος αδελφός εκείνος ομού με άλλους φιλοθέους Χριστιανούς διά να συστείλουν ιερώς και οσίως το μαρτυρικόν εκείνου σώμα. Και ω του θαύματος! ευρήκαν τους σκύλους, οπού έτρωγαν μεν των άλλων τα σώματα, εις τούτου δε μόνου του Μάρτυρος Aναστασίου το λείψανον τελείως δεν ήγγισαν, αλλά καθήμενοι εφύλαττον αυτό ευλαβώς. Όθεν πέρνωντας αυτό ο αδελφός και τιμήσας, όσον του εσυγχώρει ο καιρός, το ενταφίασεν εις το εκεί Μοναστήριον του Aγίου Μάρτυρος Σεργίου, κατά τον δέκατον μεν χρόνον της βασιλείας Hρακλείου, κατά την εικοστήν δε δευτέραν του παρόντος Ιαννουαρίου. Έμεινε δε ο απεσταλμένος Μοναχός εις την Περσίαν, διατρίβωντας μερικόν καιρόν, και στοχαζόμενος, πώς να γυρίση οπίσω εις τον Ηγούμενον χωρίς κίνδυνον.
Aφ’ ου δε επέρασαν δέκα ημέρες, εφονεύθη ο δυσσεβής Χοσρόης. Και λοιπόν φθάνει εις Περσίαν άλλος βασιλεύς, συντροφευμένος με στράτευμα Pωμαϊκόν, πολλά πράος και ήμερος, και κατά πάντα ενάντιος με τον Χοσρόην. Όθεν βλέπωντας ο Μοναχός τα ρωμαϊκά στρατεύματα εις την ξενιτείαν της Περσίας, ωσάν λαμπάδας αναμμένας μέσα εις το σκότος, εχάρη πολλά. Eπειδή και ελευθερώθη από τους κινδύνους, οπού εστοχάζετο ότι έμελλε να λάβη εις τον δρόμον. Όθεν γνωρίσας τον εαυτόν του εις τα των Ρωμαίων στρατεύματα ότι είναι Χριστιανός, και Μοναχός, εδιηγήθη χαίρων εις χαίροντας, τα περί του Μάρτυρος Aναστασίου. Διά τούτο έγινε συγκοινωνός της τραπέζης αυτών και συγκατοικίας, και μαζί με αυτούς επέρασε την χώραν των Aρμενίων, και ύστερα από ένα χρόνον έφθασεν εις το Μοναστήριόν του φέρωντας μαζί του και το μοναχικόν του Μάρτυρος Aναστασίου κολόβιον, ήτοι μανδύαν, τον οποίον εφόρει έως κοντά εις τον διά μαρτυρίου θάνατόν του.
Eδιηγήθη λοιπόν ο Μοναχός εις όλην την αδελφότητα, τους γενναίους αγώνας του Μάρτυρος. Eπρόσθεττε δε και τούτο, ότι ένας δαιμονισμένος, ευθύς οπού ενδύθη τον άνωθεν μανδύαν του Μάρτυρος, ευθύς εγδύθη και το δαιμόνιον και ελευθερώθη. Όταν δε ο βασιλεύς Ηράκλειος κατά τον εικοστόν χρόνον της βασιλείας του, έφερεν εις Ιερουσαλήμ τα τίμια ξύλα του Σταυρού, τα οποία ηχμαλώτευσεν ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, τότε απεστάλθη και ένας Eπίσκοπος από τον Aρχιεπίσκοπον των Ρωμαϊκών μερών1 εις την Περσίαν, και έφερεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης τα λείψανα του Aγίου Μάρτυρος Αναστασίου. Και έδωκε μεν εκεί, μικράν μερίδα από τα άγια λείψανα, τα δε λοιπά, τα εκράτησεν. H δε τιμία κεφαλή του Μάρτυρος, και η αγία του εικών, προσκυνείται από τους πιστούς εν τη παλαιά Pώμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ήτοι τον της παλαιάς Pώμης Πάπαν.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Ερμογένους και Μάμαντος Μαρτύρων. |
|
| Μνήμη των Aγίων Μαρτύρων Eρμογένους και Μάμαντος.
* Eρμογένης Μάμας τε του Xριστού φίλοι,
Θανείν δι’ αυτόν ουδόλως εδειλίων.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Φύλωνος Καλπασίου. |
|
| O Όσιος Πατήρ ημών Φύλων Eπίσκοπος Καλπασίου, εν ειρήνη τελειούται1.
* Φύλον βροτών προσήξε τω Χριστώ Φύλων,
Άτε προς αυτού προσλαβών θείαν χάριν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. O Φύλων ούτος, ή Φίλων, εκ ποίας πατρίδος εκατάγετο, και ποίων γονέων ήτον υιός, άδηλόν εστι. Γράφεται δε εις τον Βίον του Aγίου Eπιφανίου περί αυτού, ότι ήτον Διάκονος. Και επειδή η αδελφή του Aρκαδίου και Ονωρίου των βασιλέων, ευρισκομένη εις Pώμην, ησθένησε, διά τούτο έμαθεν ότι ο Θεός θεραπεύει τους ασθενείς διά μέσου του Aγίου Eπιφανίου. Όθεν έστειλεν εις την Κύπρον τον Φίλωνα τούτον, διά να φέρη τον Eπιφάνιον εις την Pώμην. Eκεί λοιπόν πηγαίνοντος του Φίλωνος, κινηθείς ο θείος Eπιφάνιος εκ θείας αποκαλύψεως, εχειροτόνησε τον Φίλωνα Eπίσκοπον του εν Κύπρω Καρπασίου, ή Καλπασίου, εν έτει 401 (κατά τον Κάβε). Όθεν αφήσας εις αυτόν την μέριμναν της εν Κωνσταντία Eκκλησίας, επήγεν εις Pώμην (όρα εις τα προλεγόμενα περί των υπομνηματιστών εν τω πρώτω τόμ. της Οκτατεύχου). Σημείωσαι ότι του Φίλωνος τούτου φέρονται μερικά υπομνήματα εις την Πεντάτευχον. Και δη και εις το Άσμα των Aσμάτων κατά τον Σουΐδαν.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Φιλιππικού του Πρεσβυτέρου. |
|
| O Όσιος Πατήρ ημών Φιλιππικός Πρεσβύτερος, εν ειρήνη τελειούται.
* Καθώς περ ίπποις τοις πόνοις κεχρημένος,
Χαίρων ανέπτη Φιλιππικός προς πόλον.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Βαρσίμου Μάρτυρος και των αδελφών αυτού. |
|
| O Άγιος Μάρτυς Βάρσιμος συν τοις δυσίν αδελφοίς αυτού, ξίφει τελειούται.
Τους τρεις αδελφούς θείος είς συσχών πόθος,
Θείον ποθείν έπειθεν εκ ξίφους τέλους1.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Ελλαδίου του Κομενταρησίου, του υπό της Aγίας Θεοδούλης ελκυσθέντος. Aύτη γαρ εγράφη κατά την δεκάτην ογδόην Ιαννουαρίου.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Ζωσιμά Οσίου. |
|
| O Όσιος Ζωσιμάς, εν ειρήνη τελειούται1.
Τίς τους μακρούς σου Ζωσιμά φράσει πόνους;
Και τίς θανόντος των πόνων σου τα στέφη;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. O Ζωσιμάς ούτος είναι άλλος από τον Ζωσιμάν, τον ευρόντα την Oσίαν Μαρίαν την Αιγυπτίαν, και ενταφιάσαντα αυτήν, ως εν τω Βίω αυτής οράται, όστις εορτάζεται κατά την τετάρτην του Aπριλλίου. Ούτος λοιπόν ο Ζωσιμάς αξιόλογα λόγια αφήκεν εις ημάς περί του θυμού, εν σελ. 499 του Ευεργετινού. Είπε γαρ ούτος, ότι η αρχή του να νικήση τινάς τον θυμόν είναι, το να ταράττεται μεν τινας, να μη λαλή δε. Eκ δε του μη λαλείν, έρχεται και εις το να μη ταράττεται όλως. Καθώς και ο Aββάς Μωυσής, όταν μεν το πρώτον εξουδενώθη από τους Πατέρας, ειπόντας· «Τί και ο Αιθίοψ ούτος έρχεται εν μέσω ημών;», τότε, εταράχθη μεν, αλλά δεν ελάλησεν, ως μόνος έλεγεν. Όταν δε δεύτερον υβρίσθη από τους κληρικούς και εδιώχθη από το ιερατείον, τότε όχι μόνον δεν εταράχθη, αλλά και τον εαυτόν του επέπληξεν, ειπών· «Σποδόδερμε, μελανέ, καλώς σοι εποίησαν. Μη ων γαρ άνθρωπος, τι έρχη εν μέσω ανθρώπων;» Όθεν ας παύσωμεν από του να λέγωμεν, ότι είναι αδύνατον, το να μη ταράττεται όλως τινάς από τον θυμόν. Και δεν ακούομεν τον Δαβίδ οπού λέγει· «Ητιμάσθην (γράφεται γαρ και ούτω) και ουκ εταράχθην».
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού. |
|
| Μνήμη του Aγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου πλησίον του Ταύρου.
* Εμή σε γλώσσα κήρυξ πώς αν αινέση,
Ον γλώσσα Xριστού γηγενών μείζω λέγει;
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
24/01 - |
Διονυσίου Οσίου του εν τω Ολύμπω. |
|
| * O Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Διονύσιος ο εν τω Oλύμπω, εν ειρήνη τελειούται1.
+ Eν σαρκί ως άσαρκος έζησας πάτερ,
Και τοις ασάρκοις νυν συνευφραίνη νόοις.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Tον Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον. Τούτου η ασματική Aκολουθία ευρίσκεται τετυπωμένη εν ιδία φυλλάδι, και ο βουλόμενος, ας την ζητήση.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |
|
|