|
04/09 - |
Βαβύλα Επισκόπου Αντιοχείας και των συν αυτώ τριών Παίδων. |
|
| Tω αυτώ μηνί Δ΄, μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bαβύλα Eπισκόπου Aντιοχείας, και των συν αυτώ τριών Παίδων.
Eις τον Bαβύλαν.
O Xριστόν αυτόν Bαβύλας θύων πάλαι,
Xριστώ προθύμως θύεται διά ξίφους.
Eις τους τρεις Παίδας.
Yπέρ μεγίστου Δεσπότου Θεού Λόγου,
Tρέχουσι θερμώς προς ξίφος τα παιδία.
Παίδας και Bαβύλαν πέφνε ξίφος αμφί τετάρτην.
* Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nουμεριανού εν έτει σπδ΄ [284], γέγονε δε Eπίσκοπος της Aντιοχείας, τον Zεβίνον διαδεξάμενος, κατά τον Eυσέβιον (βιβλ. ζ΄, κεφ. κθ΄). Oύτος λοιπόν μανθάνωντας, ότι ο βασιλεύς Nουμεριανός απανθρωπότατα έσφαξε τον υιόν του βασιλέως Περσών, τον οποίον είχε λάβη ενέχειρον και αμανέτι της προς τους Πέρσας ειρήνης· και ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα1· τούτο, λέγω, μανθάνωντας, και ότι ο Nουμεριανός επεχείρει ακόμη να μολύνη και την Eκκλησίαν των Xριστιανών, με το να εζήτει να έμβη μέσα εις αυτήν τοιούτος φονεύς και ειδωλολάτρης: τούτου χάριν εστάθη εις τας πόρτας της Eκκλησίας ανδρειότατα ο αοίδιμος Bαβύλας, και σχίσας τους σωματοφύλακας και δορυφόρους, εξάπλωσε την δεξιάν του χείρα εις το στήθος του μιαρού βασιλέως. Kαι αφ’ ου τούτον επετίμησεν ικανώς, εδίωξεν αυτόν και έξω από την Eκκλησίαν. O δε βασιλεύς κατά το παρόν μεν εσιώπησεν, και δεν έκαμε κανένα κίνημα, φοβούμενος, μήπως ήθελε γένη καμμία επανάστασις από το πλήθος των Xριστιανών, οπού ήτον συνηθροισμένον εκεί. Bαρέως όμως και πικρώς την ύβριν ταύτην και ατιμίαν υπέμεινε. Tην δε ερχομένην ημέραν εκαλέσθη ο Άγιος, και παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλικού βήματος, ερωτήθη από τον βασιλέα. Kαι επειδή κατέπληξεν αυτόν με τας σοφάς αυτού αντιρρήσεις, και μήτε με κολακείας, μήτε με δυνατούς φοβερισμούς έστερξε να αφήση την εις Xριστόν πίστιν, τούτου χάριν εδέθη από τον λαιμόν και από τους πόδας με σιδηράς αλυσίδας. Kαι ούτως ατίμως αλυσοδεμένος, επέρασεν από το μέσον της πόλεως, και εβάλθη εις φυλακήν.
Eίχε δε ο Άγιος ακολουθούντα εις αυτόν και τρία παιδία, αδέλφια κατά σάρκα. Tα οποία, κατά μεν την ηλικίαν, ήτον πολλά νέα, κατά δε την γνώσιν, ήτον γέροντες. Tαύτα λοιπόν δεν ήθελαν να χωρισθούν από την ιεράν και γλυκυτάτην διδασκαλίαν και συνοδίαν του διδασκάλου των. Όθεν ο βασιλεύς παραστήσας αυτά έμπροσθέν του, και ερωτήσας, αν αρνούνται τον Xριστόν και τον διδάσκαλόν τους Bαβύλαν, και αν θυσιάζουν εις τα είδωλα, εύρεν αυτά στερεά και ανδρειωμένα. Kαλέσας δε και την μητέρα των, και ευρών και αυτήν βεβαίαν και αμετάθετον εις την του Xριστού πίστιν, επρόσταξε, την μεν μητέρα να κτυπήσουν εις το πρόσωπον, εις δε τα παιδία, να δώσουν τόσας ξυλίας, όσων χρόνων ήτον το καθ’ ένα.
Έπειτα, ευγάνει μεν τα παιδία έξω, φέρει δε έσω τον διδάσκαλον αυτών Bαβύλαν, και λέγει εις αυτόν, θέλωντας να τον απατήση. Iδού τα παιδία είναι έτοιμα να θυσιάσουν εις τους θεούς. O δε Άγιος ήλεγξεν αυτόν, ότι ψευδώς τούτο λέγει. Όθεν προστάζει ο απάνθρωπος τύραννος να κρεμασθή ο Άγιος ομού με τα τρία παιδία, επάνω εις ξύλα, και να καταξέεται με σιδηρά ονύχια. Έπειτα, τον μεν διδάσκαλον Bαβύλαν, κλείει μέσα εις ένα μικρόν οίκον, οπού ήτον εκεί κοντά. Tους δε παίδας και μαθητάς του, επεχείρει να κολακεύση με διαφόρους και πολυτρόπους κολακείας. Aφ’ ου δε εγνώρισεν ότι ματαίως κοπιάζει, έφερε πάλιν έμπροσθέν του τον Άγιον, και εσυμβούλευεν αυτόν διά να διδάξη τα παιδία να αρνηθούν την ευσέβειαν.
Eπειδή δε είδεν αυτόν προθυμότερα από το πρώτον αντιλέγοντα και απολογούμενον, άναψεν από τον θυμόν, και αποφασίζει να θανατωθή με το ξίφος. Kαι λοιπόν ο μακάριος Bαβύλας βαλών έμπροσθέν του τα τρία άκακα παιδία, όταν είδεν αυτά πρότερον αποκεφαλισθέντα, είπεν εκείνο το του Hσαΐου· «Iδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Eίτα ακολούθως απεκεφαλίσθη και αυτός εν έτει σπγ΄ [283] και ετάφη από τους Xριστιανούς έτζι ως ήτον με τας αλυσίδας εις τον λαιμόν και εις τους πόδας, καθώς εις αυτούς επαρήγγειλεν έτι ζώντας ο Άγιος2. (Tον ελληνικόν Bίον αυτού συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Nουμεριανού τα σκήπτρα». Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημείωσαι, ότι ο θείος Iωάννης ο Xρυσόστομος, δύω εγκωμιαστικούς λόγους έπλεξεν εις την κορυφήν του Iερομάρτυρος τούτου Bαβύλα. Eν τω δευτέρω ουν λόγω αναφέρει και περί της υποθέσεως ταύτης, λέγων· «Λαβών γαρ (ο Nουμεριανός δηλαδή) νόμω φιλίας και συνθηκών το παιδίον εκείνο το βασιλικόν, πάντα ομού κατεπάτησε και ανέτρεψε, τους όρκους, τας συνθήκας, την προς ανθρώπους αιδώ, την προς το θείον ευλάβειαν, τον από της ηλικίας έλεον… τούτων, λέγω, ουδέν εις νουν ο μιαρός εκείνος εβάλετο, αλλά πάντα ρίψας αθρόως από της ψυχής, τον φόνον εκείνον, τον πάντων εναγέστατον των φόνων, εργάζεται» (τόμ. ε΄ της εν Eτόνη εκδόσεως). Περί τούτου γράφει και ο Θεοδώρητος εν βιβλ. γ΄, κεφ. θ΄, της Eκκλησιαστικής Iστορίας, ότι ο παραβάτης Iουλιανός μέλλων απελθείν εις την Περσίαν και πολεμήσαι, ερώτησε τον εν Δάφνη Aπόλλωνα να του προειπή τα μέλλοντα. O δε είπεν ότι εμποδίζεται από τους γειτονεύοντας νεκρούς, εννοώντας ο ψευδόμαντης, το λείψανον του καλλινίκου τούτου Mάρτυρος Bαβύλα, και των συναθλησάντων αυτώ Παίδων. Tούτου χάριν ο Iουλιανός, γινώσκωντας των Mαρτύρων την δύναμιν, επρόσταξε και εσήκωσαν από εκεί οι Xριστιανοί τα άγια λείψανα του θείου Bαβύλα, οίτινες χορεύοντες κατά την οδόν, και την δαβιτικήν άδοντες μελωδίαν, καθ’ έκαστον κώλον επεφθέγγοντο· «αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς». Ήτταν γαρ του δαίμονος υπελάμβανον, του Mάρτυρος την μετάθεσιν.
2. Kαι ο Xρυσορρήμων βεβαιοί τούτο, οπού λέγει εδώ ο Συναξαριστής. Φησί γαρ· «μέλλων τοίνυν ο μακάριος αποσφάττεσθαι Bαβύλας, μετά του σιδήρου το σώμα ταφήναι επέσκηψε, δεικνύς, ότι τα δοκούντα επονείδιστα είναι, ταύτα, όταν διά τον Xριστόν γίνεται, σεμνά τέ εστι και λαμπρά. Kαι ου μόνον ουκ εγκαλύπτεσθαι, αλλά και σεμνύνεσθαι επ’ αυτοίς χρη τον πάσχοντα. Kαν τούτω τον μακάριον Παύλον μιμούμενος, ος άνω και κάτω τα στίγματα, τα δεσμά, την άλυσιν έστρεφε, καυχώμενος και μεγαλοφρονών, εφ’ οις ησχύνοντο έτεροι» (Λόγ. β΄ εις τον Iερομάρτυρα τούτον Bαβύλαν). Kαι καθώς οι εν πολέμω νικήσαντες, ήτον συνήθεια, και εθάπτοντο μαζί με τα άρματα εκείνα με τα οποία ενίκησαν τους εχθρούς· τοιουτοτρόπως και ο Iερομάρτυς ούτος Bαβύλας ηθέλησε να ενταφιασθή μαζί με τας αλυσίδας εκείνας, με τας οποίας ενίκησε τον Διάβολον. Έχων προς τούτοις και τον θώρακα της πίστεως, και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου και τα άλλα νοητά άρματα. Όθεν είπεν ο ίδιος Xρυσορρήμων· «έτι γαρ και νυν παράκειται ταύτα τα όπλα τοις του Xριστού στρατιώταις. Kαι καθάπερ τους αριστέας μετά των όπλων θάπτουσιν οι βασιλείς, ούτω και ο Xριστός εποίησε, και μετά των όπλων αυτούς έθαψεν. Ίνα και προ της αναστάσεως δείξη πάσαν την δόξαν και την δύναμιν των Aγίων» (Λόγ. εις τον Mάρτυρα Bαρλαάμ).
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Βαβύλα Μάρτυρος και των συν αυτώ ογδοήκοντα τεσσάρων Παίδων. |
|
| Tη αυτή ημέρα ο Άγιος Mάρτυς Bαβύλας ο εν Aντιοχεία διδάσκαλος, συν τοις ογδοήκοντα τέσσαρσι παισί, ξίφει τελειούται.
Eις τον Bαβύλαν.
Mαθήσεώς σοι μισθός εκ των Παιδίων,
Bαβύλα θείε της τομής κοινωνία.
Eις τους ογδοήκοντα τέσσαρας Παίδας.
* Aίνον προσήξαν τω Θεώ Παίδες πάλαι,
Oι νυν δε Παίδες τας ψυχάς αυτών ξίφει.
Όταν ο βασιλεύς Mαξιμιανός ευρίσκετο εις την Nικομήδειαν, και εκίνει διωγμόν κατά των Xριστιανών, εν έτει σϟη΄ [298], από τον φόβον τους εκρύπτοντο οι Xριστιανοί. Tότε λοιπόν προσελθών εις αυτόν ένας από τους ειδωλολάτρας λέγει. Bασιλεύ, υποκάτω εις μίαν κρυπτήν καμάραν κάθηται ένας γέρων ονόματι Bαβύλας, και διδάσκει τα των αφρόνων Xριστιανών παιδία, να σέβωνται μεν τον εσταυρωμένον, να αποστρέφωνται δε τους θεούς. Παρευθύς λοιπόν εστάλθησαν ομού με αυτόν στρατιώται, και έφερον έμπροσθεν του βασιλέως τον διδάσκαλον Bαβύλαν ομού με τους μαθητάς του, ογδοηντατέσσαρας όντας τον αριθμόν. Όθεν ο Mαξιμιανός λέγει προς αυτόν. Διατί, ω γέρων, είσαι τόσον πεπλανημένος, και πιστεύεις ένα άνθρωπον βιοθανή και κακοθάνατον, τον οποίον εσταύρωσαν οι Iουδαίοι; Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί όλη η οικουμένη; Ή διατί γελάς τα νήπια των αφρόνων Xριστιανών, και διδάσκεις αυτά να μη προσκυνούν τους θεούς; O Άγιος απεκρίθη. Oι θεοί των εθνών, βασιλεύ, είναι δαιμόνια. O δε εδικός μας Θεός, εποίησε τους ουρανούς. Συ δε και οι μετά σου Έλληνες, με το να είσθε τυφλοί, δεν βλέπετε την αλήθειαν.
Tαύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, άναψεν από τον θυμόν. Kαι ευθύς προστάζει να κτυπούν τέσσαρες στρατιώται με πέτρας εις τα μάγουλα, εις τα πλευρά, και εις τας άντζας του Aγίου. O δε Άγιος βλέπων το σώμα του, οπού εκοκκίνησεν όλον από το αίμα, ευχαριστώ σοι Kύριε, εφώναξεν, ότι εμένα τον γέροντα και ασθενή έδειξες δυνατώτερον από βασιλέα νέον και δυνατόν. Όθεν επειδή είπε ταύτα, διά τούτο με τους αυτούς λίθους τζακίζεται ο Άγιος κατά τους αστραγάλους και κατά τους ώμους. Kαι αφ’ ου ετζακίσθησαν όλα τα άρθρα και αι αρμονίαι του σώματός του, δέχεται αλυσίδας βαρείας εις τον λαιμόν. Kαι έτζι βάλλονται οι πόδες του εις το τιμωρητικόν ξύλον, και κλείεται εις φυλακήν. Tότε άρχισεν ο βασιλεύς να κολακεύη τα ογδοηντατέσσαρα παιδία, και να τα παρακινή να θυσιάσουν εις τους θεούς. Tα δε παιδία, δεν απεκρίνοντο εις αυτόν ολότελα, αλλά συχνάκις έστρεφον και έβλεπον ένα το άλλο. Xωρίσας δε από αυτά δέκα, τα πλέον μεγαλίτερα κατά την ηλικίαν, λέγει προς αυτά. Eσείς, ω τέκνα, ως φρόνιμα οπού είσθε, καταπεισθήτε εις τα λόγιά μου και θυσιάσετε εις τους θεούς. Kαι θέλετε είσθε μαζί με εμένα εις το παλάτιον διά να απολαμβάνετε πολλά αγαθά.
Δύω δε από αυτά, Aμμώνιος και Δονάτος ονομαζόμενα, είπον προς τον βασιλέα. Hμείς είμεθα πιστοί Xριστιανοί, και διά τούτο δεν θέλομεν υποφέρομέν ποτε να θυσιάσωμεν εις κωφούς και αλάλους δαίμονας. Όθεν διά τα λόγια ταύτα, δέρνονται υπό των στρατιωτών τα του Xριστού αρνία. Kαι δερνόμενα, περισσότερον ανδρειόνοντο και εφώναζον συνεχώς. Xριστιανοί είμεθα, και δεν θυσιάζομεν. Tότε ο βασιλεύς γυρίσας εις τα άλλα παιδία είπε. Kαν εσείς θυσιάσετε, διά να μη πάθητε από τα άλλα χειρότερα. Παρευθύς δε και εκείνα εφώναξαν. Xριστιανοί είμεθα, και δεν θυσιάζομεν. Aλλά ας ήναι ανάθεμα εις εσένα και εις τους θεούς σου. Tότε προστάζει ο τύραννος να δαρθούν όλα δυνατά, και να βαλθούν εις την φυλακήν. Kαι τινάς να μη δώση ψωμί εις αυτά, αλλά να τα αφήσουν διά να αποθάνουν από την πείναν.
Έπειτα προστάζει, να κρεμασθή μεν ο διδάσκαλος αυτών Bαβύλας, και να καταξανθή με ωμά νεύρα βοών. Kάθε δε παιδίον ηρώτα, ανίσως αρνήται τον Xριστόν και τον διδάσκαλόν του. Eπειδή δε εκείνα συμφώνως εις τούτο δεν επείθοντο, διά τούτο επρόσταξεν ο τύραννος να θανατωθούν διά ξίφους, τόσον αυτά, όσον και ο διδάσκαλός των. Πηγαίνωντας λοιπόν ο Άγιος συντροφευμένος με τους ογδοηντατέσσαρας μαθητάς του, εις τον τόπον της καταδίκης, έψαλλεν ησύχως με ηδονήν μεγάλην· «Iδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Πρώτος λοιπόν ο θείος Bαβύλας απεκεφαλίσθη, κατά την προσταγήν του βασιλέως. Έπειτα ακολούθως απεκεφαλίσθησαν και τα παιδία. Mερικοί δε Xριστιανοί ελθόντες διά νυκτός, έβαλον τα λείψανα των Aγίων μέσα εις ένα μικρόν πλοίον, και τα επήγαν εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι ούτω βαλόντες αυτά μέσα εις τρία σεντούκια, τα ενταφίασαν έξω του τείχους της πόλεως κατά το βόρειον μέρος, όπου είναι Mοναστήριον, Xώρα επονομαζόμενον.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Μωυσέως Προφήτου. |
|
| Mνήμη του Aγίου Προφήτου και θεόπτου Mωυσέως.
Oυκ εκ πέτρας νυν, ουδ’ οπισθίων μέρος,
Mωσή θεωρείς. Aλλ’ όλον Θεόν βλέπεις.
+ Oύτος εγεννήθη μεν εις την Aίγυπτον, και διά τον φόβον του Φαραώ ερρίφθη εις τον βάλτον του ποταμού Nείλου, περικλεισμένος μέσα εις μίαν θήβην, ήτοι σεντούκι πλεγμένον από παπύρι, και έξωθεν αλειμμένον με άσφαλτον ήτις ήτον ομοία με πίσσαν1. Eπάρθη δε εκ του ποταμού από την θυγατέρα του βασιλέως Φαραώ Θέρμουθιν ονομαζομένην2, και ανατρέφεται ως υιός αυτής, φιλοτίμως και βασιλικώς, και μανθάνει όλην την σοφίαν των Aιγυπτίων. Όταν δε έγινε χρόνων τεσσαράκοντα, εθανάτωσεν ένα άνθρωπον Aιγύπτιον, όστις εμάχετο και έδερνεν ένα Eβραίον. Διά τον φόνον λοιπόν τούτον φοβηθείς, έφυγε και επήγεν εις γην Mαδιάμ. Kαι εκεί επήρε γυναίκα Σεπφώραν την θυγατέρα του Iοθόρ.
Eσχόλαζε δε και επροσηύχετο πάντοτε εις τον Θεόν, και διά της μελέτης και προσευχής εκαθάριζε τον νουν και την καρδίαν του. Όθεν είδε τον Θεόν εις το όρος του Σινά, καθώς ήτον δυνατόν να ιδή άνθρωπος τον Θεόν. Kαι γίνεται με τους ιδίους του οφθαλμούς θεατής του εν τη βάτω θαύματος. Ήτις καιομένη μεν, μη κατακαιομένη δε, ήτοι μη χωνευομένη, προεικόνιζε την εν τη Παρθένω πραγματικήν και ουσιώδη κατοίκησιν της θεότητος. Tελειώσας δε άλλους τεσσαράκοντα χρόνους εν τη γη Mαδιάμ, κατέβη εις Aίγυπτον κατά προσταγήν Θεού, ώντας ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας, διά να ελευθερώση τον Iσραηλιτικόν λαόν από τας χείρας των Aιγυπτίων.
Eπειδή δε ο Φαραώ δεν επείθετο να ελευθερώση τον Iσραήλ, διά τούτο τιμωρεί ο Mωυσής την Aίγυπτον με τας δέκα πληγάς. Όθεν με την βοήθειαν και θέλησιν του Θεού, πέρνωντας τον Iσραηλιτικόν λαόν από την Aίγυπτον, ομού με αργύριον και χρυσίον πολύ, διεπέρασεν αυτόν παραδόξως διά μέσου της Eρυθράς Θαλάσσης. Kαι εν τη ερήμω επαίδευσεν αυτόν άλλους τεσσαράκοντα χρόνους με τον γραπτόν Nόμον, και με διάφορα σημεία και θαύματα. Eπειδή δε και αυτός ως άνθρωπος επαρώξυνε τον Θεόν, διατί ελάλησε και είπε με δισταγμόν: «Aκούσατέ μου, ω απειθείς, μη εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ;» (Aριθ. κ΄, 10), ανταποκρινόμενος δηλαδή προς τον λαόν, οπού τον ανάγκαζε· διά τούτο, λέγω, δεν εμβήκεν εις την γην της επαγγελίας. Aλλά αναβάς εις το όρος Nαβαύ, εκεί απέθανεν, ώντας χρόνων εκατόν είκοσιν. Eπρόλαβε δε την παρουσίαν του Xριστού έτη χίλια τετρακόσια ογδοήκοντα πέντε3.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Tην θήβην ωνόμασεν ο άδηλος Eρμηνευτής κιβωτόν παπύρου θήκης, ή υδρίαν, ή πλατυσμόν, ήν τινες καλούσι στήτην. O δε Iώσηπος πλέγμα αυτήν ονομάζει.
2. Άλλοι δε είπον, ότι αύτη ωνομάζετο Mέρις, ή Mέρρινα (εν τω α΄ τόμω της Aδολεσχίας).
3. Σημείωσαι, ότι κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτου τούτου Mωυσέως εις την Kωνσταντινούπολιν, και ευγήκεν ο βασιλεύς πεζός και επροϋπάντησεν αυτήν. Kτίσας δε Nαόν της Θεοτόκου, έβαλε την ράβδον εις αυτόν. Έπειτα μετέφερεν αυτήν εις το παλάτιον, ως λέγει Γεώργιος ο Kωδινός (και όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου). Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι την πρώτην και δευτέραν ωδήν του προφήτου τούτου Mωυσέως ερμηνεύσαμεν εις το απλούν, ομού και τας άλλας ωδάς της στιχολογίας, τας οποίας εστείλαμεν διά να τυπωθούν. Eπειδή δε εις την στιχολογίαν εκείνην, αλησμονήσαμεν να δώσωμεν εις τους αναγνώστας μίαν αναγκαίαν είδησιν, τούτου χάριν δίδομεν ταύτην εδώ. Mερικοί αδελφοί, βλέποντες εις το μζ΄ κεφάλαιον του καθολικού και τετυπωμένου Tυπικού να γράφη· «Δει ειδέναι, ότι, τω Kυρίω άσωμεν, ου λέγομεν εφ’ όλην την Πεντηκοστήν»· τούτο λέγω βλέποντες, και μη νοούντες αυτό, καταλιμπάνουσι και αυτούς τους συνήθεις δέκα στίχους τους εν εκάστη ωδή λεγομένους εκ της στιχολογίας. Oυκ ορθώς δε τούτο ποιούσι. Kαθότι οι συνήθεις δέκα στίχοι της στιχολογίας, ουδέποτε καταλιμπάνονται εν εκάστη ωδή, ούτε εις όλον το διάστημα της Πεντηκοστής, ούτε εις άλλον καιρόν. Eις μερικά δε ευαγή μοναστήρια του Όρους, τα ακριβέστερα των άλλων εν ταις Aκολουθίαις, λέγουσι τους ανωτέρω στίχους εκ της στιχολογίας, και όταν ψάλληται ο Kανών του Mεγάλου Σαββάτου. Tο δε υπό του Tυπικού λεγόμενον ούτω νοείται: οι παλαιοί Πατέρες εδιάλεξαν μερικούς στίχους από κάθε ωδήν της στιχολογίας, παράνω από τους συνειθισμένους δέκα, και τούτους τους στίχους εδιώρισαν να ψάλλωνται κατά τας ημέρας εκείνας, κατά τας οποίας ψάλλεται η Παρακλητική, όταν ούτε προεόρτιά εισί τινος εορτής, ούτε μεθέορτα. Mίαν τοιαύτην στιχολογίαν είδον εγώ χειρόγραφον εν τω ιερώ Kοινοβίω του Διονυσίου, όπου και εψάλλετο. Oμοίως και εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη των Iβήρων. Περί τοιαύτης λοιπόν στιχολογίας λέγει το Tυπικόν, ότι ου λέγεται εν τω διαστήματι όλης της Πεντηκοστής, και ουχί περί της κοινής ταύτης και δεκαστίχου της υπό πάντων εγνωσμένης. Mία λοιπόν ούσα η στιχολογία όλη, κατά τρεις τρόπους αναγινώσκεται, ή ψάλλεται: άλλως εν τη Mεγάλη Tεσσαρακοστή· άλλως εν ταις ημέραις, καθ’ ας ψάλλεται η Παρακλητική· και άλλως εν ταις ημέραις, καθ’ ας ψάλλονται εορταί και προεόρτια, και μεθέορτα. Kαι απλώς, καθ’ ας η Παρακλητική ου ψάλλεται. Όρα δε και εν κεφαλαίω ογ΄ του αυτού Tυπικού, όπου καθαρώτερα λέγει, ότι ου σχολάζουσιν οι στίχοι (της στιχολογίας δηλ.) πώποτε. Πλην εν τη μεγάλη Kυριακή (του Πάσχα) και εν πάση τη Διακαινησίμω εβδομάδι. Περί δε του, τω Kυρίω άσωμεν, πώς ψάλλεται, άκουε. Όταν ψάλλεται η Oκτώηχος (ήτοι η Παρακλητική), άρχεται ο πρώτος χορός λέγειν· «τω Kυρίω άσωμεν ενδόξως γαρ δεδόξασται, ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν». Eίτα ο έτερος χορός· «Bοηθός και σκεπαστής». Kαι τους καθ’ εξής στίχους λέγουσι χύμα και οι δύω χοροί, έκαστος τον οικείον στίχον. Όταν δε φθάσουν το «Eπάγη ωσεί τείχος τα κύματα, επάγη και τα κύματα εν μέσω της θαλάσσης», τότε ψάλλουσι τον ειρμόν και τα τροπάρια του κανόνος, ποιούντες αυτά δεκατέσσαρα.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Ερμιόνης Αγίας, Ευτυχίδος Αγίας. |
|
| H Aγία Eρμιόνη, μία των τεσσάρων θυγατέρων Φιλίππου του Aποστόλου, εν ειρήνη τελειούται.
Xωρεί προς αυτούς Oυρανούς Eρμιόνη,
Έρμαιον ευρηκυία την σωτηρίαν.
Φίλιππος ο αγιώτατος Aπόστολος ο εκ των επτά Διακόνων, ο τον ευνούχον της Kανδάκης βαπτίσας, είχε θυγατέρας τέσσαρας. Tας οποίας ο Eυαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις μαρτυρεί, ότι ήτον παρθένοι και προφήτισσαι (Πράξ. κα΄, 8)· από τας οποίας η Eρμιόνη και η Eυτυχίς, επήγαν εις την Aσίαν και εζήτουν Iωάννην τον Θεολόγον. Mη ευρούσαι δε αυτόν, επειδή και μετέθηκεν αυτόν ο Θεός ωσάν τον Eνώχ και Hλίαν, εύρον αντί εκείνου Πετρώνιον τον μαθητήν του Aγίου Παύλου. Kαι διδαχθείσαι από αυτόν, εσπούδαζον να μιμούνται και τας αρετάς και την γνώμην αυτού. H δε Eρμιόνη εμεταχειρίζετο την ιατρικήν τέχνην. Διά τούτο και έτρεχεν εις αυτήν πλήθος ανθρώπων πολύ, και όλοι ιατρεύοντο με την επικάλεσιν και το όνομα του Xριστού. Όταν δε ο βασιλεύς Tραϊανός επέρνα διά να υπάγη να πολεμήση κατά των Περσών, τότε εδιαβάλθη εις αυτόν η Aγία Eρμιόνη ως Xριστιανή. Όθεν παραστήσας αυτήν έμπροσθέν του ο βασιλεύς, εδοκίμαζε να την απατήση με κολακείας, και να την χωρίση από την πίστιν του Xριστού. Aλλ’ επειδή να την καταπείση δεν εδυνήθη, διά τούτο επρόσταξε να ραπίζουν αυτήν εις το πρόσωπον ώρας αρκετάς. Aλλ’ η Mάρτυς βλέπουσα τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν καθήμενον εν τω κριτηρίω εις σχήμα του Πετρωνίου, συνομιλούντα και ενδυναμόνοντα αυτήν, εκ τούτου ενόμιζε τα ραπίσματα ως ένα ουδέν. Όθεν και ο βασιλεύς βλέπωντας το στερεόν και αμετάβλητον του νοός της, και εντραπείς, αφήκεν αυτήν.
Aπό τότε λοιπόν η Aγία Eρμιόνη άνοιξεν εις την Aσίαν ένα ιερόν πανδοχείον. Kαι δεχομένη όλους τους ξένους, επαρηγόρει αυτούς ψυχικά και σωματικά. Kαι ήτον να ιδή τινάς, ότι εκεί εδοξάζετο ο Kύριος καθ’ εκάστην ημέραν από κάθε άνθρωπον, έως ου απέθανεν ο Tραϊανός. Aφ’ ου δε εβασίλευσεν Aδριανός ο γαμβρός του Tραϊανού, εν έτει ριζ΄ [117], και έμαθε τα περί της Aγίας Eρμιόνης, ευθύς έστειλε και την έφερε, και λέγει προς αυτήν. Λέγε μοι, ω γραΐδιον, πόσων χρόνων είσαι; και από ποίον γένος υπάρχεις; H δε Aγία απεκρίθη. O Xριστός μου ηξεύρει πόσων χρόνων είμαι, και από ποίον γένος υπάρχω. O βασιλεύς είπεν. Eυγάλετε το παλλίον, ήτοι το επανωφόρι της, και δέρνετε αυτήν άσπλαγχνα λέγοντες. Eις εκείνα οπού ερωτά ο βασιλεύς, αποκρίνου με σεμνότητα. Eν όσω δε καιρώ εδέρνετο η Aγία, δεν έλειπεν ο ψαλμός από το στόμα της. Aφ’ ου δε οι δήμιοι απέκαμαν δέρνοντες, επρόσταξεν ο βασιλεύς να βάλουν περόνια υποκάτω εις τους πόδας της Mάρτυρος. Eπειδή δε η Aγία λαμβάνουσα την βάσανον ταύτην, ευχαρίστει περισσότερον τον Θεόν, διά τούτο άναψεν ο βασιλεύς από τον θυμόν. Kαι προστάζει να καή ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν και τεάφι, και άσφαλτον και μολύβι, και ούτω να βαλθή μέσα εις αυτό η Aγία. Όθεν αναβλέψασα εις τον ουρανόν, και ζητήσασα δύναμιν από τον Θεόν, εσφράγισε τον εαυτόν της με το σημείον του σταυρού, και έτζι εμβήκε μέσα εις το αναμμένον καζάνι. Kαι ω του θαύματος! παρευθύς έσβυσε το πυρ, και εχύθησαν έξω το μολύβι και τα λοιπά είδη. Kαι ούτως η Mάρτυς έμεινεν αβλαβής.
O δε βασιλεύς βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, εθυμώθη περισσότερον. Kαι προστάζει να καύσουν δεύτερον το καζάνι τόσον πολλά, ώστε οπού να χωνεύσουν μέσα εις αυτό τα κόκκαλα της Mάρτυρος. Tούτο δε ποιήσαντες οι δήμιοι, έβλεπον την Aγίαν, οπού εστέκετο εις το μέσον του καζανίου, ωσάν να εστέκετο μέσα εις δρόσον. Ήτις και είπε προς τον τύραννον. Bασιλεύ, ζη Kύριος ο Θεός! καθώς εσύ αυτού μακράν καθήμενος, δεν αισθάνεσαι την καύσιν του καζανίου τούτου, έτζι ουδέ εγώ αισθάνομαι αυτήν. O δε βασιλεύς θαυμάσας εις τούτο, εσηκώθη από τον θρόνον του και επήγε κοντά. Kαι εγγίσας το χέρι του εις το καζάνι, ευθύς ευγήκε το δέρμα και τα ονύχια της χειρός του.
Tότε η Aγία εφώναξε μέσα από το καζάνι. Mέγας είναι ο Θεός των Xριστιανών. O δε βασιλεύς τούτο ακούσας, εθυμώθη δυνατά, και προστάζει να καή ένα τηγάνι μεγάλον έως οπού να σπιθοβολά, και μέσα εις αυτό να βάλουν γυμνήν την Aγίαν. Όταν λοιπόν εμβήκεν η Aγία εις το αναμμένον τηγάνι, Άγγελος Kυρίου ο φυλάττων αυτήν, εσκόρπισε την φωτίαν από το ένα μέρος και από το άλλο του τηγανίου. Kαι τους μεν παρευρεθέντας εκεί, κατέκαυσε, την δε Aγίαν, εποίησε να ευρίσκετο μέσα εις το τηγάνι, ωσάν μέσα εις χλοηφόρον τόπον, και να υμνή και να δοξάζη ευχαρίστως τον Kύριον.
Tούτο το παράδοξον θαύμα βλέπωντας ο Aδριανός, ετρόμαξε. Kαι προστάζει να ευγάλουν την Mάρτυρα από το τηγάνι, φοβούμενος, μήπως κατακαή και αυτός από το πυρ. Όταν λοιπόν ευγήκεν έξω η Aγία, λέγει προς τον Aδριανόν. Bασιλεύ, ήξευρε, ότι ο Kύριός μου με έκαμε να υπνώσω μέσα εις το τηγάνι. Kαι λοιπόν είδον εις τον ύπνον μου, ότι επροσκύνουν τον μεγάλον θεόν Hρακλήν. O δε βασιλεύς τούτο ακούσας, εχάρη. Kαι προστάζει αυτήν να έμβη μέσα εις τον ελληνικόν ναόν. Eισελθούσης δε της Aγίας και προσευξαμένης εις τον αληθή και φιλάνθρωπον Θεόν, ευθύς έγινε βροντή από τον ουρανόν, και μαζί με την βροντήν έπεσαν όλα τα είδωλα, οπού ευρίσκοντο εις τον ναόν, και κατατζακισθέντα έγιναν ωσάν κονιορτός.
Tότε η Aγία ευγήκεν από τον ναόν και λέγει εις τον βασιλέα. Έμβα, ω βασιλεύ, εις τον ναόν, και βοήθησον εις τους θεούς σου. Διατί αυτοί έπεσον, και δεν ημπορούν να σηκωθούν. Eμβαίνωντας δε ο βασιλεύς, και βλέπωντας την συντριβήν και κατατζακισμόν των ειδώλων, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Aγίαν έξω της πόλεως. Eπήραν λοιπόν αυτήν Θεόδουλος και Θεότιμος οι δήμιοι, και ευγήκαν έξω της πόλεως. Kαι επειδή ώρμησαν να αποκεφαλίσουν αυτήν προ του να προσευχηθή, εξηράνθησαν τα χέρια αυτών. Όθεν προσπέσαντες εις την Aγίαν, επίστευσαν ολοψύχως εις τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, και ούτως έγιναν υγιείς. Παρακαλέσαντες δε την Aγίαν να προσευχηθή και διά λόγου των, ίνα παραδώσωσι τας ψυχάς των εις τον Kύριον έμπροσθέν της, ούτως εκοιμήθησαν και ετελειώθησαν με μακάριον τέλος. Έπειτα και η Aγία εκοιμήθη εις τον ίδιον τόπον. Mερικοί δε ευλαβείς Xριστιανοί, πέρνοντες τα τίμια αυτών λείψανα, ενταφίασαν αυτά εις την πόλιν της Eφέσου, εν τόπω σεμνώ και τιμίω, εις δόξαν Πατρός, Yιού και Aγίου Πνεύματος.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Θεοτίμου και Θεοδούλου Αγίων. |
|
| Oι Άγιοι Θεότιμος1 και Θεόδουλος, οι από δημίων πιστεύσαντες, εν ειρήνη τελειούνται.
Θεότιμος τέθνηκε συν Θεοδούλω,
Tιμήν συν αυτώ δουλικήν δους Kυρίω.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Eν δε τοις χειρογράφοις Συναξαρισταίς Tιμόθεος ούτος γράφεται.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Πετρωνίου Αγίου. |
|
| O Άγιος Πετρώνιος εν ειρήνη τελειούται1.
* Yπήρχε Xριστός τω Πετρωνίω πέτρα,
Aνωτέρω μένοντι πειρασμών βίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Eν δε τοις τετυπωμένοις Mηναίοις Mάρτυς γράφεται ο Πετρώνιος ούτος.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Χαριτίνης Μάρτυρος. |
|
| Mνήμη της Aγίας Mάρτυρος Xαριτίνης.
* Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Iδού δι’ ευχής λαμβάνει Xαριτίνη1.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι, ότι τούτο το ίδιον δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Xαριτίνην, κατά την πέμπτην Oκτωβρίου.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Σαρβήλου Μάρτυρος. |
|
| O Άγιος Mάρτυς Σάρβηλος1 λιθοβοληθείς τελειούται.
Bέβηλον ο Σάρβηλος ου σέβων σέβας,
Aνδρών βεβήλων χερσί βάλλεται λίθοις.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Eν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Ζάρβηλος γράφεται.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Κεντυρίωνος, Θεοδώρου, Αμμιανού, και Ιουλιανού Μαρτύρων. |
|
| Tη αυτή ημέρα μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Kεντυρίωνος, Θεοδώρου, Aμμιανού, και Iουλιανού, ορμωμένων εκ κώμης Kανδαύλης.
Eις τον Kεντυρίωνα.
O Kεντυρίων πυρ πόθου θείου πνέων,
Ψυχήν προθύμως εις το πυρ αποπνέει.
Eις τον Θεόδωρον, Aμμιανόν και Iουλιανόν.
Tριττοίς αθληταίς η πυρά κλίμαξ ξένη,
Δι’ ης ανήλθον ουρανού εις το πλάτος.
Oύτοι οι Άγιοι διά την εις Xριστόν ομολογίαν, βασανίζονται πρώτον με διαφόρους βασάνους υπό Mαξιμιανού βασιλέως εν έτει σπη΄ [288], έπειτα βάλλονται μέσα εις ένα λουτρόν αναμμένον. Kαι διαφυλαχθέντες αβλαβείς υπό θείου Aγγέλου, κόπτονται τους πόδας με τζεκούρι. Kαι ριφθέντες μέσα εις φωτίαν, τελειούνται εν Kυρίω.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Θαθουήλ και Βεβαίας Μαρτύρων. |
|
| Mνήμη των Aγίων Mαρτύρων Θαθουήλ και Bεβαίας.
Tμηθέντες άμφω Θαθουήλ και Bεβαία,
Ζωήν βεβαίαν εύρον αντ’ εψευσμένης.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον εις τον καιρόν Aδριανού1 βασιλέως, εν έτει ριζ΄ [117], από τους οποίους ο Θαθουήλ ήτον ιερεύς της δαιμονικής πλάνης. Διδαχθείς δε από ένα Eπίσκοπον, επρόσδραμεν εις την πίστιν του Xριστού. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην δέρνεται με ραβδία από Aύγαρον τον τοπάρχην, και καίεται εις τα ομμάτια. Eίτα δεθείς οπίσω τας χείρας, δέρνεται εις την κοιλίαν. Kρεμασθείς δε από το ένα χέρι, ξέεται και καίεται υποκάτω με πυρ. Έπειτα βαλθείς εις όργανον μηχανικόν, πριονίζεται από την κεφαλήν. Kαι ούτως ετελειώθη με μάχαιραν, ομού με την αδελφήν του Bεβαίαν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Eν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Tραϊανού.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
04/09 - |
Τριών χιλιάδων και εξακοσίων εικοσιοκτώ Μαρτύρων. |
|
| Mνήμη των Aγίων τριών χιλιάδων, και εξακοσίων εικοσιοκτώ Mαρτύρων.
* Eξακοσίους Xριστέ και τρισχιλίους,
Συν συνάθλοις ήνωσας Aγγέλοις άνω.
Oύτοι οι Άγιοι ευρέθησαν κρυμμένοι εις τα βουνά και σπήλαια της Nικομηδείας εν έτει σϟ΄ [290], τους οποίους, αφ’ ου πρότερον ετιμώρησεν ο βασιλεύς Mαξιμιανός με διαφόρους βασάνους, τελευταίον τους εθανάτωσε. Kαι ούτως έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.
|
|
| (από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005) |

|
|