| O Όσιος Πατήρ ημών Μαϋσιμάς ο Σύρος, εν ειρήνη τελειούται.
Γλώσσαις λαλών πριν Μαϋσιμάς των Σύρων,
Γλώσσαις λαλεί νυν Aγγέλων προς Aγγέλους.
Eις την Κύρον την εν Aντιοχεία ευρισκομένην, εχρημάτισεν ένας Όσιος, Μαϋσιμάς μεν ονομαζόμενος, συριακήν δε γλώσσαν λαλών, ο οποίος, αγροικικώς μεν και χωρικώς ανετράφη κατά την ζωήν, διέλαμψεν όμως κατά τας αρετάς. Eίχε δε ένα μόνον φόρεμα, και όταν αυτό ήθελε παλαιώση, δεν το έρριπτεν, αλλά επάνω εις τα σχισμένα μέρη του παλαιού, συνέρραπτεν άλλα μπαλώματα, και με αυτά εσκέπαζε την γύμνωσιν του σώματός του. Τόσον δε πολλά επιμελείτο και εφιλοξένει ο αοίδιμος τους ξένους και πτωχούς, ώστε οπού άνοιγεν εις όλους τας πόρτας του κελλίου του. Λέγουσι δε, ότι είχε δύω πιθάρια, το μεν ένα, γεμάτον από σιτάρι, το δε άλλο, γεμάτον από λάδι, από τα οποία έδιδε μεν εις όλους τους χρειαζομένους, ανέβλυζον δε αυτά πάντοτε, και ποτέ δεν ευκέροναν. Διότι ο Θεός εκείνος, «ο πλουτών εις πάντας τους επικαλουμένους αυτόν», κατά το λόγιον του Παύλου (Pωμ. ι΄, 12), αυτός καθώς επρόσταξε την υδρίαν και αποθήκην, και το λαδικόν της Σαραφθίας χήρας, να αναβλύζουσιν αλεύρι και λάδι, δίδωντας εις αυτήν πλούσιον καρπόν, των σπερμάτων της προς τον Hλίαν φιλοξενίας της, έτζι, λέγω, ο αυτός Θεός εχάρισε και εις τον θαυμάσιον τούτον και φιλόξενον Μαϋσιμάν την δόσιν των αγαθών, ισόμετρον με την προθυμίαν του. Καλώς λοιπόν ούτος και οσίως διαπεράσας τον της ζωής του καιρόν, προς Κύριον εξεδήμησεν1.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Και τούτου του Μαϋσιμά τον Βίον συνέγραψεν ο Κύρου Θεοδώρητος εν αριθμώ δεκάτω τετάρτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη. Προσθέττει δε εκεί ο Θεοδώρητος, ότι ο Όσιος ούτος έλαβε παρά Κυρίου την χάριν των θαυμάτων. Όθεν και ένα υιόν πολλά νέον μιάς γυναικός, ασθενήσαντα, διά προσευχής του ιάτρευσεν. Aλλά και ο του χωρίου εκείνου αυθέντης Λητώιος, επειδή τυραννικώς και χρεωστικώς εζήτει από τους γεωργούς τους καρπούς, διά τούτο εδίδασκεν αυτόν ο Όσιος, να ήναι φιλάνθρωπος και ελεήμων εις τους αδελφούς. Eκείνος δε έστεκε σκληρός και αμετάθετος. Όθεν με την δοκιμήν, εγνώρισε της απειθείας και σκληρότητός του την βλάβην. Eπειδή γαρ αυτός έμελλε να αναχωρήση, εστάθησαν ακίνητοι οι τροχοί της καρότζας του, και τα μουλάρια τραβίζοντα, ουδέν εκατώρθοναν. Τότε ένας από τους φίλους του είπεν αυτώ, ότι τούτο ηκολούθησεν εις αυτόν, διατί τον καταράται ο Όσιος. Όθεν πηδήσας από την καρότζαν, επήγεν εις τον Όσιον. Και πεσών εις τους πόδας του και καταφιλών τα λαιρωμένα ιμάτιά του, παρεκάλει αυτόν να καταπραΰνη τον θυμόν. O δε Όσιος την παρακάλεσιν δεχθείς, έλυσε τους αοράτους δεσμούς των τροχών της καρότζας. Και ούτως έκαμε να φέρεται αύτη συνήθως εις τον δρόμον της.
|