| O Άγιος Mάρτυς Eυσέβιος ξίφει τελειούται.
Eυσέβιον κτείνουσι δυσσεβείς ξίφει,
Tον ευσεβώς βιούντα και Xριστού φίλον.
Oύτος ο Άγιος αυτοκάλεστος επαρρησιάσθη εις τον άρχοντα της Φοινίκης, και είπε προς αυτόν. Tι ανόητον έργον κάμνεις, και διώκεις ω άρχων την ποίμνην του Xριστού; O δε άρχων θυμωθείς, επρόσταξε να κρεμασθή ο του Xριστού αθλητής και να ξεσχίζεται. Eίτα με τρίχινα πανία ενωμένα ομού με άλας, να τρίβωνται τα πληγωμένα μέλη του. O δε Mάρτυς έχαιρε και ηγαλλιάτο, ωσάν να ήτον άλλος οπού έπασχε, και όχι αυτός ο ίδιος. O δε άρχων απορών, και μη ηξεύρωντας τι να κάμη, επρόσταξε να αποκεφαλίσουν αυτόν. Kαι έτζι ο μακάριος ανέβη εις τους Oυρανούς, διά να λάβη τον του μαρτυρίου αμαράντινον στέφανον.
|