Συναξαριστής(2224 Λήμματα)
Σημείωμα του Εκδότου [από την έκδοση: Δόμος 2005]
Εισαγωγικά της πρώτης εκδόσεως [εν Bενετία, 1819]
Αναζήτηση εορτών
Αναζήτηση σε κείμενο
Αναζήτηση Α-Ω
Αποτελέσματα:
26/01 - Συμεών Οσίου του Παλαιού.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Συμεών, του επιλεγομένου Παλαιού.
 
Τον χουν Παλαιέ Συμεών απεξύσω,
Εχθρού παλαιού λεπτύνας εις χουν κάραν.
 
Oύτος ο Όσιος παιδιόθεν ηγάπησε την ερημικήν ζωήν. Όθεν κατοικήσας μέσα εις ένα σπήλαιον κατά το βουνόν το καλούμενον Aμανόν, δεν απόλαυσε καμμίαν ανθρωπίνην τροφήν, ούτε ψωμί δηλαδή ούτε άλλο τι, αλλά τροφήν του είχε μόνα τα χορτάρια οπού τρώγονται. Eπειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις το Σίναιον όρος, επήγεν εις αυτό, και εμβαίνωντας μέσα εις το σπήλαιον, εις το οποίον εκρύφθη ο Μωυσής, όταν ηξιώθη να ιδή τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να ιδή η ανθρωπίνη φύσις. Eις τούτο, λέγω, εμβαίνωντας ο Όσιος, έπεσε πρήμιτα, και επέρασε νηστικός επτά ημέρας, προσκαρτερών με δάκρυα και προσευχάς. Και από εκεί δεν εσηκώθη, έως ου ήκουσε θεϊκήν φωνήν, ήτις τον επρόσταξε να σηκωθή, και να φάγη τα τρία μήλα, οπού ήτον έμπροσθέν του. Aφ’ ου δε εγύρισεν από το Σινά, έκτισε δύω Μοναστήρια. Και ούτως έλαβε το τέλος της επιπόνου ταύτης ζωής, ποιήσας πρότερον πολλά παράδοξα θαύματα, εις δόξαν Θεού1.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Και τούτου του Οσίου τον Βίον συγγράφει ο Κύρου Θεοδώρητος εν τω ϛ΄ αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας. Aδικίαν δε ενόμισα το να σιωπήσω τρία τινα αξιόλογα, οπού προσθέττει περί του Οσίου τούτου. Ιουδαίοι γάρ τινες περιπατούντες, επλανήθησαν εις τον δρόμον, και επειδή από βροχήν ραγδαίαν και ανεμοστρόφιλον οπού ηκολούθησε, δεν έβλεπον πού πηγαίνουν, διά τούτο τρέχοντες εδώ και εκεί έφθασαν εις το σπήλαιον του Οσίου, και βλέποντες αυτόν, τον ηρώτησαν να δείξη τον δρόμον εις αυτούς. O δε Όσιος είπεν, ότι ευθύς να τους δώση δύω οδηγούς. Eκεί λοιπόν οπού εκάθοντο, ιδού και φθάνουν δύω λεοντάρια, τα οποία έγλυφον τον Όσιον ως αυθέντην τους. Ταύτα δε επρόσταξε με το νεύμα του ο Όσιος, να συνοδεύσουν τους Εβραίους έως εις τον τόπον εκείνον, οπού έχασαν τον δρόμον.
     Θέρος ήτον ο καιρός, και ένας άδικος γεωργός θερίζωντας το χωράφι του, έκλεψε μερικά δεμάτια από το πλησίον χωράφι, και τα έβαλεν εις το αλώνι του. Ευθύς δε η θεία δίκη έκαμε την παιδείαν. Διατί αστροπελέκι πεσόν από τον ουρανόν, έκαιε το αλώνι. Όθεν βλέπωντας ο γεωργός, έτρεξεν εις τον Όσιον (ήτον γαρ ο τόπος κοντά) την συμφοράν του οδυρόμενος. Έκρυψεν όμως την κλεψίαν οπού έκαμε. Προσταχθείς δε από τον Όσιον να ειπή την αλήθειαν, ωμολόγησε την κλεψίαν. Τότε ο Άγιος του είπεν, ότι εάν εσύ επιστρέψης εις τον αδικηθέντα την κλεψίαν, θέλει σβεσθή το πυρ. Όθεν, εκείνος μεν, έτρεχε διά να δώση το κλεψιμαίον. H δε φωτία, εσβέσθη χωρίς νερόν.
     Προσθέττει δε και τούτο ο Θεοδώρητος, ότι όταν ο Όσιος Συμεών επήγαινεν εις το Σίναιον όρος, φθάσας εις την έρημον την κατά τα Σόδομα, βλέπει από μακρόθεν χέρια ενός ανθρώπου, οπού εύγαιναν από το βάθος της γης. Πλησιάζει λοιπόν κοντά, και βλέπει ένα λάκκον ωσάν φωλεάν αλώπηκος. O δε εν τω λάκκω ων, ακούσας τον κτύπον των ποδών, εκρύφθηκε μέσα. Σκύψας δε ο γέρωντας, παρεκάλει πολλά τον κρυφθέντα να φανερωθή εις αυτόν. O οποίος ύστερα από πολλάς παρακλήσεις εφάνη. Ήτον δε άγριος εις την θεωρίαν, είχε τα μαλλία του λαιρωμένα και ακτένιστα, το πρόσωπον ζαρωμένον, τα μέλη του σώματος κατεξηραμένα. Eφόρει δε και μπαλωμένα ιμάτια με βαΐα ερραμμένα.
     Eρωτηθείς δε παρά του Οσίου, πώς εκατοίκησεν εις τοιούτον τόπον, απεκρίθη. Ότι και εγώ έχων προθυμίαν να υπάγω εις το Σίναιον όρος, καθώς και εσύ, ευρήκα ένα συνοδίτην αδελφόν, με τον οποίον εδέθηκα με όρκον, να μη χωρισθώμεν έως θανάτου. Όθεν επειδή εκείνος απέθανεν εις τον δρόμον κατά τον τόπον τούτον, διά τούτο και εγώ, τον όρκον φυλάττωντας, αφ’ ου τον ενταφίασα, έσκαψα τον λάκκον τούτον και κάθημαι εδώ, προσμένωντας το τέλος της ζωής μου. Τροφήν δε έχω τους φοίνικας, τους οποίους εδιωρίσθη παρά Θεού να μοι φέρνη ένας αδελφός. Και ταύτα λέγοντος, ιδού ήλθεν ένας λέωντας, όστις εβάσταζεν ένα σταφύλι του φοίνικος. Οι δε συν τω Oσίω όντες, βλέποντες τον λέοντα, εφοβήθησαν. O δε γέρων εσηκώθη και ένευσεν εις τον λέοντα, και επαραμέρισεν από εκείνον τον τόπον. Έπειτα πάλιν προσταχθείς, επείσθη, και έφερε τους φοίνικας. Και πάλιν προσταχθείς, επήγε μακράν και εκοιμήθη, ωσάν να ήτον λογικός άνθρωπος. Έτζι ηξεύρει η αρετή να υποτάσση εις τους ταύτην έχοντας, και αυτά τα θηρία τα άγρια.
 
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)