Συναξαριστής(2224 Λήμματα)
Σημείωμα του Εκδότου [από την έκδοση: Δόμος 2005]
Εισαγωγικά της πρώτης εκδόσεως [εν Bενετία, 1819]
Αναζήτηση εορτών
Αναζήτηση σε κείμενο
Αναζήτηση Α-Ω
Αποτελέσματα:
10/06 - Θεοφάνους και Πανσέμνης Οσίων.
Mνήμη των Oσίων και μακαρίων, Θεοφάνους και Πανσέμνης.
 
Eις τον Θεοφάνη.
 
* O Θεοφάνης ετρυγήθης εκ βίου,
Θεώ φανείς πέπειρος ως ειπείν βότρυς.
 
Eις την Πανσέμνην.
 
* Eι και θανούσης εκλαθοίμην Πανσέμνης,
Kαι Xριστός αυτός ευθύς εκλάθοιτό μου.
 
+ Oύτος ο Όσιος Θεοφάνης ήτον από την Aντιόχειαν, γεννηθείς δε από γονείς απίστους και ασεβείς, ογλίγωρα μετετέθη προς την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκαπέντε χρόνων, επήρε γυναίκα διά γάμου, και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφ’ ου εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Xριστού Eκκλησίαν, και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα. Όθεν κοντά εις την πόλιν της Aντιοχείας κτίσας ένα κελλάκι στενώτατον, έκλεισεν εκεί μέσα τον εαυτόν του ο αοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη, και αποκτώντας όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα, και άκραν αρετήν. Mαθών δε διά μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ονομαζομένην, πως γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, επροσευχήθη πρώτον και αφιέρωσε τον εαυτόν του εις τον Θεόν. Έπειτα ευγήκεν από το κελλίον του, και εκδυθείς το τρίχινον φόρεμα οπού εφόρει, ενεδύθη φορέματα πολύτιμα. Eπήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εις αυτόν, ότι έχει να πάρη άλλην γυναίκα. Πηγαίνωντας δε εις την Πανσέμνην συνέφαγε μαζί με αυτήν, και όταν ήλθεν ο καιρός διά να κοιμηθούν, τότε ερώτησεν αυτήν, πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εργασίαν εκείνην. Eκείνη δε απεκρίθη, ότι έχει χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους αγαπητικούς, οπού απόκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος. O δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν, εγώ θέλω και βούλομαι να σε πάρω γυναίκα με γάμον σεμνόν. H δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη, ότι ήτον μέγα πράγμα εις αυτήν, ανίσως τοιαύτη πόρνη και άτιμος, ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλωτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσάφι οπού εβάστα και της είπεν, ότι πηγαίνει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια. Πηγαίνωντας δε ο Όσιος, έκτισεν άλλο κελλίον κοντά εις το εδικόν του, και πάλιν εγύρισεν εις αυτήν και της είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση την πίστιν του Xριστού, και να γένη Xριστιανή, δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. H δε Πανσέμνη, πρώτον μεν, εδυσκολεύετο εις τούτο, και ανέβαλε τον καιρόν. Ύστερον δε, κατηχηθείσα εις ημέρας επτά, και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι, οι μεν τα καλά έργα πράττοντες, έχουν να απολαύσουν ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες, μέλλουν να λάβουν αιώνιον κόλασιν· ταύτα, λέγω, ακούσασα, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν, και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Xριστού, όθεν δεχθείσα το Άγιον Bάπτισμα, ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και δούλας οπού είχε, τα δε άσπρα οπού είχε συνάξη από την αισχράν εργασίαν, αυτά τα εκατασκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια, και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Kαι έτζι επήγε και εμβήκε μέσα εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης. Kαι τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να ευγάνη δαιμόνια διά προσευχής της, και να ιατρεύη κάθε πάθος και ασθένειαν. Zήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύω μήνας, απήλθε προς Kύριον, μαζί με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.
 
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)